Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη συλλογή διηγημάτων του Γεράσιμου Τσιαπάρα «9 έρωτες, μια κηδεία και λίγες φράουλες», που θα κυκλοφορήσει αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Νίκας.
Επιμέλεια: Book Press
Είδα πολλά αυτά τα είκοσι τρία χρόνια και τελικά ο θάνατος δεν είναι η μεγαλύτερη δυστυχία των ανθρώπων, τουλάχιστον των ζωντανών.
Τα τραπέζια στις κηδείες μοιάζουν τόσο πολύ με αυτά των γάμων… Στο πρώτο τραπέζι, αυτό που κάθεται η οικογένεια, γνήσια και μεγάλη χαρά ή λύπη. Στο αμέσως πιο πίσω, το ίδιο μα σε σημαντικά μικρότερη ένταση, όπου υπάρχει χώρος για κουβέντες όπως «τι προίκα πήρε ή τι τους αφήνει ο συγχωρεμένος». Στα μεσαία, αφού σχολιάσουν το ντύσιμο των πρωταγωνιστών, τα κιλά των πεθερικών και αν το φαγητό είναι καλό ή όχι, βυθίζονται μετά στη σιωπή παρατηρώντας γύρω τους. Στα τελευταία, τα λόγια είναι λιγοστά. Ίσως «πιάσε μου λίγο τη σαλάτα ή βάλε μου απ’ αυτό το κρασί που είναι χάλια» και μέχρι εκεί. Αυτοί είναι που φεύγουν και πρώτοι για να συλλυπηθούν ή να συγχαρούν με βιαστικές και αμήχανες κινήσεις. Αυτοί δε ακριβώς είναι που αν δεν τους καλούσαν στο τραπέζι θα έκαναν και τον μεγαλύτερο σαματά. Και ο χορός των γάμων στις κηδείες αντικαθίσταται προς το τέλος του τραπεζιού, με την προσέλευση όσων παρέμειναν, στο τραπέζι των στενών συγγενών φτιάχνοντας μια μεγάλη παρέα. Και μπορεί στις κηδείες να μην πάνε δώρα, μα στέλνουν στεφάνια ή κάνουν δωρεές σύμφωνα με την επιθυμία της οικογένειας του εκλιπόντα.
Είδα πολλά αυτά τα είκοσι τρία χρόνια, μα αυτό το τελευταίο τα ξεπερνάει όλα.
Ένα μεσημέρι αργά, Τρίτη ήταν νομίζω, ήρθαν δύο κύριοι γύρω στα 60 και μου ζήτησαν ένα τραπέζι για την επόμενη μέρα για δέκα ως είκοσι άτομα. Το παράδοξο ήταν ότι, όσο μιλούσε ο ένας, ο άλλος ανοιγόκλεινε το στόμα του ωσάν να έλεγε τις ίδιες λέξεις. Όποιος και να μιλούσε, η φωνή που έβγαινε ήταν ίδια. Στην αρχή νόμισα πως κάποιος μου έχει στήσει μια κακόγουστη φάρσα ή πως γυρίζουν ταινία. Η σοβαρότητα όμως που μου μιλούσαν με ανάγκασε να αγνοήσω αυτή τη δίδυμη εκφορά λόγου και να κάνω τη δουλειά μου.
Με το ύφος που ταιριάζει σ' αυτές τις περιστάσεις και που κοντεύει να είναι το μοναδικό μου, αφού τους είπα αναλυτικά το μενού και το κόστος και είδα ότι συγκατάνευσαν σχεδόν αμέσως, τους ρώτησα:
«Ποιον χάσατε;»
«Κανέναν ακόμη», μου απάντησαν, «αλλά αύριο θα ξέρουμε».
Προσπάθησα να διακρίνω έστω και ένα ελάχιστο ψήγμα ειρωνείας στα λόγια τους ώστε να τους διαολοστείλω, αλλά είχαν μια αμήχανη βλοσυρότητα που με ανάγκασε να συμφωνήσω για το αυριανό τραπέζι –όχι χωρίς μια τεράστια περιέργεια πρέπει να παραδεχτώ.
Μου ζήτησαν να υποδέχονται αυτοί τους καλεσμένους τους, αλλά τους το ξέκοψα λέγοντας πως αυτό είναι δική μου δουλειά και δεν μπορεί να γίνει αλλιώς.
Με το ύφος που ταιριάζει σ' αυτές τις περιστάσεις και που κοντεύει να είναι το μοναδικό μου, αφού τους είπα αναλυτικά το μενού και το κόστος και είδα ότι συγκατάνευσαν σχεδόν αμέσως, τους ρώτησα:
«Ποιον χάσατε;»
«Κανέναν ακόμη», μου απάντησαν, «αλλά αύριο θα ξέρουμε».
Συμφώνησαν δύσθυμα και έφυγαν. Την επόμενη ημέρα έφτασαν λίγο νωρίτερα από τη συμφωνημένη ώρα, με χαιρέτησαν ευγενικά και τους οδήγησα στο τραπέζι τους. Μου ζήτησαν να βάλουμε στην κεφαλή του τραπεζιού δυο καρέκλες για να καθίσουν ο ένας δίπλα στον άλλον. Δεν είχα καμία αντίρρηση, και τους άφησα για να πάω στην είσοδο να υποδεχτώ τους μελλοθάνατους(;) καλεσμένους τους.
Πρώτος έφτασε ένας τύπος που από μακριά καθώς βάδιζε προς το μέρος μου έμοιαζε σαν να τον περιβάλλει αχλύς, μα όσο πλησίαζε ήταν ο ίδιος θολός, σχεδόν διάφανος. Έμοιαζε με αυτές τις λάμπες στις παλιές ξύλινες κολόνες με το απόκοσμο κίτρινο φως που ξαφνικά σβήνουν και γύρω τους, μέχρι να ξανανάψουν, παραμένει μια κίτρινη θαμπάδα, ένα κιτρινωπό σκοτάδι. Με προσπέρασε και πήγε και έκατσε στο τραπέζι χωρίς να χαιρετήσει κανέναν. Ακούμπησε τα χέρια του στο τραπέζι και με τρία δάχτυλα του αριστερού του χεριού χάιδευε τον δεξί παράμεσο σαν να γύριζε κάποιο αόρατο δαχτυλίδι.
Αμέσως μετά ήρθε ένα ζευγάρι. Το ίδιο διάφανο, όπως όλοι όσοι έφτασαν μετά. Αυτός με μακριά γενειάδα κι ένα μακρύ ναυτικό αμπέχονο και αυτή ντυμένη σαν σε πρεμιέρα της Όπερας των Παρισίων.
Ακολούθησε μια όμορφη εγκυμονούσα κοκκινομάλλα, η μόνη που έμοιαζε με κανονικό άνθρωπο και η μόνη που με χαιρέτησε έστω και στα αγγλικά. Ακριβώς από πίσω της ένας ηλικιωμένος κύριος σπρώχνοντας ένα αναπηρικό καροτσάκι, που πάνω του καθόταν μια γηραιά κυρία με μακριά λυτά μαλλιά και ακρωτηριασμένο το ένα της πόδι. Ένα κοριτσάκι ντυμένο Κοκκινοσκουφίτσα αλλά με ροζ ρούχα, ένας τύπος μάλλον μυστήριος με ένα καλάθι σουπερμάρκετ γεμάτο με τα πιο παράταιρα πράγματα. Δίπλα του και λίγο πιο πίσω ένας μεσήλικας σε προχωρημένη μεσηλικία, που δεν πήρε ποτέ τα μάτια του από το κινητό του, ενώ αυτή την ομάδα έκλεινε ένας εξαιρετικά όμορφος άντρας, ακαθόριστης ηλικίας, με ένα σβησμένο πούρο στο στόμα του... Την επόμενη φουρνιά οδηγούσε μια παχουλή νοσοκόμα, που πάνω της είχε κρεμαστεί ένας φανερά κουτσός, για να κλείσει η παρέλαση αυτή με ένα γουρούνι –ναι, ναι, ένα γουρούνι– με βαμμένα χείλη και ψεύτικες βλεφαρίδες, που πάνω στην πλάτη του καθόταν γεμάτη κοκεταρία μια ασπρόμαυρη γάτα!
Πήραν όλοι τις θέσεις τους εκατέρωθεν των επικεφαλής, πλην του γουρουνιού που έκανε μικρές βόλτες γύρω από τον εαυτό του, και παρέμεναν νεκρικά σιωπηλοί, λες και ο καθένας τους καθόταν σε ένα τραπέζι μόνος του.
Έκανα νόημα στους σερβιτόρους να φέρουν τη σούπα. Στη συνέχεια έφεραν την πιατέλα με το ψάρι, έναν φρεσκότατο ροφό γύρω στα τέσσερα κιλά. Ακριβώς τη στιγμή που ο σερβιτόρος απόθεσε το ψάρι στη μέση του τραπεζιού, ακριβώς αυτή τη στιγμή τα πήρε όλα ο διάολος! Ο τύπος που χάιδευε τον παράμεσό του, όρμησε στο ψάρι, το άνοιξε με τα γυμνά του χέρια και κομματιάζοντάς το άρχισε να ψάχνει στα σωθικά του. Οι υπόλοιποι τεντώσαν τα χέρια τους μπροστά σε ακίνητα παλαμάκια και άρχισαν να τραγουδάνε εν χορώ:
«Πού ’ν’ το, πού ’ν’ το το δαχτυλίδι
Ψάξε, ψάξε, δεν θα το βρεις
Δεν θα το βρεις το δαχτυλίδι που φορείς».
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Ένα μωσαϊκό διηγημάτων…
Για έρωτες που πονούν και έρωτες που ποθούν. Για έρωτες που μπλέκονται και έρωτες που λύνονται. Για έρωτες τυχερούς που βίαια διακόπηκαν νωρίς και τους άλλους, που ξέφτισαν από την προσδοκία της αθανασίας τους.
Και γύρω τους, μέσα τους, άνθρωποι, με τις ιστορίες και τις αμαρτίες τους, με τα απωθημένα και τα «πορθημένα» θέλω τους.
Με πληθωρικότητα και ωμότητα, με βαθύ ανυπόκριτο ανθρωπισμό, το «9 έρωτες, μία κηδεία και λίγες φράουλες» είναι ένα βιβλίο που καθρεφτίζει το σήμερα. Στους ήρωές του, ο αναγνώστης δεν έχει παρά να ομολογήσει τον θαυμασμό του ή το μίσος του…