Προδημοσίευση αποσπάσματος από το αστυνομικό μυθιστόρημα της Τατιάνας Αβέρωφ «Silver Alert», που κυκλοφορεί στις 23 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
1
Η είδηση
Epiros Times
Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου
ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΣΑΡΑΝΤΑΧΡΟΝΗΣ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
Την εξαφάνιση της συζύγου του δήλωσε χθες στο Αστυνομικό Τμήμα Παραδείσου γνωστός εργολάβος που δραστηριοποιείται στην περιοχή.
Σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές, η σαραντάχρονη είχε βγει για τρέξιμο στα απόκρημνα μονοπάτια του Paradise Trail, καθώς σκόπευε να συμμετάσχει στον ομώνυμο αγώνα ορεινού δρόμου που διοργανώνεται κάθε χρόνο στην περιοχή. Όταν δεν επέστρεψε από την προπόνησή της, οι οικείοι της ανησύχησαν και ειδοποίησαν την αστυνομία.
Όπως μας τόνισε ο ανθυπαστυνόμος Κιτσούλης, διοικητής του τοπικού Τμήματος που έχει αναλάβει την υπόθεση «Πιθανολογείται πως πρόκειται για ατύχημα. Η έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη και όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά».
Η είδηση της εξαφάνισης της σαραντάχρονης Κασσάνδρας Ζιόβα από τον Παράδεισο Ιωαννίνων θα περνούσε κανονικά στα ψιλά γράμματα του τοπικού Τύπου. Έτυχε όμως να είναι Σαββατοκύριακο και άλλα συνταρακτικά νέα δεν υπήρχαν – η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης είχε μόλις τελειώσει, ο πολυαναμενόμενος κυβερνητικός ανασχηματισμός είχε ανακοινωθεί, οι πυρκαγιές του καλοκαιριού είχαν παλιώσει και ο κόσμος είχε βαρεθεί τους τσακωμούς των κομμάτων για τα χάλια της χώρας και την απόδοση ευθυνών. Έτσι, η μάλλον χαμηλού ενδιαφέροντος είδηση συνδέθηκε δημοσιογραφικά με την πολύκροτη υπόθεση δολοφονίας που είχε φέρει το μικρό ορεινό χωριό της Ηπείρου στο προσκήνιο της επικαιρότητας πριν από έναν μόλις χρόνο, διατυπώθηκαν σκανδαλιστικά ερωτηματικά για το τι μπορεί να συμβαίνει στο απομακρυσμένο αυτό μέρος με το παραδεισένιο όνομα, ενώ τονίστηκε με πηχυαίους τίτλους η παράδοξη συγκυρία ότι ανήμερα πάλι μεγάλης θρησκευτικής γιορτής (φέτος του Σταυρού, πέρσι της Παναγίας) ο Παράδεισος απασχολούσε ξανά την κοινή γνώμη με μια σκοτεινή υπόθεση, μια πιθανώς εγκληματική ενέργεια που αναμφίβολα έκρυβε πολλά μυστικά. Αυτό ήταν. Τα κανάλια πήραν σιγά σιγά φωτιά και οι πολίτες απ’ άκρη σ’ άκρη στη χώρα επανήλθαν σαν εθισμένοι στις τηλεοράσεις και στα τάμπλετ τους.
«Ουδέν κακόν αμιγές καλού» αγόρευε στο καφενείο της πλατείας ο δήμαρχος Παραδείσου, ο Αριστομένης Μπάτζιος. «Μην είστε ανώριμοι» παρότρυνε τους αγανακτισμένους συμπολίτες του, που εύλογα είχαν προσβληθεί από τις φαντασιοπληξίες των καναλιών και τα δηλητηριώδη υπονοούμενα που μετέδιδαν για το όμορφο χωριό τους. «Να κοιτάτε πάντα τη μεγαλύτερη εικόνα» συνέχισε ο δήμαρχος. «Πάνω απ’ όλα η δημοσιότητα, δεν έχει σημασία αν είναι θετική ή αρνητική. Σκεφτείτε και την περσινή ιστορία και πόσο ευνοήθηκε τελικά το χωριό μας: Ο Παράδεισος μπήκε στον χάρτη, έγινε τουριστικός προορισμός, ανοίξανε καφετέριες, μπαρ, μαγαζάκια, κάναμε όλοι χρυσές δουλειές. Άρα: Η δημοσιότητα κάνει καλό στην ανάπτυξη!» κατέληξε θριαμβευτικά, ενώ κόπαζαν σιγά σιγά τα αγανακτισμένα μουρμουρητά και κάποιοι ένευαν το κεφάλι συμφωνώντας άθελά τους με τα σοφά λόγια του δημάρχου τους.
«Να κοιτάτε πάντα τη μεγαλύτερη εικόνα» συνέχισε ο δήμαρχος. «Πάνω απ’ όλα η δημοσιότητα, δεν έχει σημασία αν είναι θετική ή αρνητική. Σκεφτείτε και την περσινή ιστορία και πόσο ευνοήθηκε τελικά το χωριό μας: Ο Παράδεισος μπήκε στον χάρτη, έγινε τουριστικός προορισμός...
Ήταν απορίας άξιον πώς κατάφερνε ο δήμαρχος Μπάτζιος, ένα κοντόχοντρο ανθρωπάκι με μάλλον γελοία εμφάνιση, να μανουβράρει τα πλήθη και να τα φέρνει πάντα στα νερά του. Απορούσε και ο ίδιος, καθώς είχε κάποιο ελάχιστο έστω γνώθι σαυτόν, κι ας του έλειπαν τα απαιτούμενα προσόντα για να θεραπεύσει τα αίτια της γελοιότητάς του. Δεν τον ένοιαζε, έτσι κι αλλιώς. Ήταν άνθρωπος πρακτικός. Του αρκούσε το αποτέλεσμα και ποσώς τον ενδιέφεραν τα αίτια και οι αναλύσεις. Έτσι, απορούσε μεν, ενθουσιαζόταν δε, φουσκώνοντας από αυτοθαυμασμό και αγαλλίαση που ο λόγος του περνούσε ακόμη στους ψηφοφόρους του και που όλοι τού έδειχναν τον δέοντα σεβασμό –κατά πρόσωπο τουλάχιστον–, παρά το πλήγμα στο γόητρό του που δέχτηκε πέρσι όταν ξέσπασε ο ψίθυρος ότι ήταν και ο ίδιος μπλεγμένος στην υπόθεση δολοφονίας και στη μεγάλη απάτη που σόκαρε το πανελλήνιο. Αυτός ο τσόγλανος ο αστυνόμος από τα Γιάννενα έφταιγε για τον παραλίγο διασυρμό του – φούντωσε στη σκέψη ο δήμαρχος και σταμάτησε ξαφνικά να αγορεύει. Αυτός ο αλήτης, που κίνησε γη και ουρανό για να του ρίξει λάσπη – το αίμα του ’ρθε στο κεφάλι και έγινε κόκκινος σαν παντζάρι. Αυτός ο ξιπασμένος, ο τεντιμπόης, που περιφερόταν με κάτι βερμούδες και μακό μπλουζάκια αντί να φοράει τη στολή του ως όργανο της τάξης, που δουλειά του είναι να υπηρετεί τους πολίτες και να σέβεται τις ανώτερες από εκείνον Αρχές. Βρε, κοτζάμ δήμαρχος, πώς τόλμησε ο αχρείος να τα βάλει μαζί του; Η φάτσα του Μπάτζιου ξεκοκκίνιζε σιγά σιγά, καθώς το κύμα οργής έδινε τη θέση του στο γνώριμο ροζ του αυτοθαυμασμού: Πού πας, ρε Καραμήτροοο; Έφαγε τα μούτρα του βέβαια στο τέλος ο γελοίος, ο μπάσταρδος, ο πώς τον λέγανε, ο…
«Ο αστυνόμος Γαλάνης, αυτός πρέπει ν’ αναλάβει!» ακούστηκε από το διπλανό τραπέζι, και ο δήμαρχος προσγειώθηκε ανώμαλα στο παρόν. Η συζήτηση είχε στραφεί ερήμην του στο επίμαχο θέμα των ημερών.
«Ναι, ναι» συμφωνούσε η ομήγυρη. «Δυο ολόκληρες μέρες που εξαφανίστηκε η Κασσάνδρα και τίποτα ακόμη οι δικοί μας, τς τς τς…»
«Σιγά μην τη βρει ο Κιτσούλης…» Η απαξίωση ήταν γενική.
«Τώρα δα ήταν εδώ κι έπινε τον καφέ του, λες και δεν τρέχει τίποτα».
«Καλός ο καημένος, αλλά δεν κάνει για διοικητής».
«Μα κάπου στο δάσος θα είναι η Κασσάνδρα, μπορεί να χτύπησε και να χρειάζεται βοήθεια…»
«Ούι, θα τη φάνε οι αρκούδες!»
«Κάτι πρέπει να κάνουμε…»
Το καφενείο είχε ξεσηκωθεί.
«Αυτό λέω κι εγώ. Να ειδοποιήσουμε τα Γιάννενα να μας στείλουν τον αστυνόμο Γαλάνη!»
Στο σημείο αυτό, ο δήμαρχος Μπάτζιος πνίγηκε άσχημα με το κρασί του και άρχισε να βήχει βγάζοντας φριχτούς ήχους, ενώ το πρόσωπό του έπαιρνε μια βαθυκόκκινη απόχρωση που ήταν πολύ τρομακτική. Αναστατώθηκε φυσικά η ομήγυρη. Άλλος του χτυπούσε την πλάτη, άλλος του έκανε αέρα, άλλος φώναζε «τη γιατρό, τη γιατρό!». Ο δήμαρχος αφέθηκε για λίγα λεπτά στις περιποιήσεις των καλών του φίλων, ύστερα συνήλθε θεαματικά και πήρε την κατάσταση στα χέρια του. Δεν χρειαζόταν γιατρό, τους διαβεβαίωσε – παραλείποντας φυσικά να προσθέσει πως αυτό το τσουλί ούτε ζωγραφιστό δεν ήθελε να το βλέπει. Αντίθετα, έπλεξε το εγκώμιο της νεαράς αγροτικής ιατρού, που, αν και μαθημένη στις ευκολίες της Αθήνας, επέλεξε να υπηρετήσει εδώ στον μακρινό Παράδεισο –και μάλιστα για δεύτερη χρονιά φέτος, ενώ δεν ήταν υποχρεωμένη– από αγάπη και μόνο για το χωριό τους και από γνήσια διάθεση προσφοράς.
«Είμαστε πραγματικά τυχεροί που την έχουμε» κατέληξε. «Η Μαρία Λάζου είναι εξαιρετική γιατρός!» Έπειτα, σαν να του ήρθε επιφοίτηση: «Μα πώς δεν το σκέφτηκα;» είπε και γέλασε τάχα με τη χαζομάρα του. «Ξέρετε βέβαια πως δημιουργήθηκε αίσθημα μεταξύ της Μαρίας και του αστυνόμου Γαλάνη…»
Όλοι το ήξεραν φυσικά. Και όλοι ήθελαν να βάλουν το λιθαράκι τους στο προσφιλές κουτσομπολιό των τελευταίων μηνών:
«Σοβαρεύει, λέει, το πράγμα…»
«Πιάσανε και σπίτι μαζί, τα μάθατε;»
«Ναι, ναι, ο Γαλάνης μένει μόνιμα πια εδώ».
«Μα η δουλειά του είναι στα Γιάννενα…»
«Αυτό θα πει έρωτας! Τόσα χιλιόμετρα πηγαινοέρχεται κάθε μέρα για χάρη της».
«Έχει όμως μέρες να φανεί, λείπει μάλλον σε αποστολή…»
«Γι’ αυτό λοιπόν δείχνει κάπως μαραμένη τελευταία η γιατρός μας».
Ο Μπάτζιος τους διέκοψε ευγενικά. Δεν είχε καμιά όρεξη να ακούει αηδίες για το ρομάντζο του πολλά βαρύ αστυνόμου με την επιστημόνισσα από την Αθήνα που ήρθε να σκανδαλίσει με τα καμώματά της όλο τον αντρικό πληθυσμό της μικρής τους κοινωνίας.
Ο Μπάτζιος τους διέκοψε ευγενικά. Δεν είχε καμιά όρεξη να ακούει αηδίες για το ρομάντζο του πολλά βαρύ αστυνόμου με την επιστημόνισσα από την Αθήνα που ήρθε να σκανδαλίσει με τα καμώματά της όλο τον αντρικό πληθυσμό της μικρής τους κοινωνίας.
«Ακούστε τι σκέφτομαι» επανέφερε την κουβέντα στον σωστό της δρόμο. «Γι’ αυτά που λέγατε πριν, ότι πρέπει ν’ αναλάβει ο Γαλάνης τις έρευνες για την εξαφάνιση της κυρίας Κασσάνδρας. Φοβάμαι πως δεν θα βγάλουμε άκρη αν μπλέξουμε με τις γραφειοκρατίες στα Γιάννενα. Παίρνουν χρόνο αυτά, δεν λειτουργεί έτσι η αστυνομία. Και δυστυχώς ο χρόνος είναι υψίστης σημασίας στις υποθέσεις εξαφανίσεων. Σκέφτομαι λοιπόν πως το καλύτερο είναι να απευθυνθούμε στη γιατρό, στη δεσποινίδα Μαρία Λάζου, αυτή είναι η πιο κατάλληλη να επηρεάσει τον Γαλάνη, αφού είναι η γυναίκα της καρδιάς του. Και μετά εκείνος θα ξέρει πώς να κινήσει τα νήματα στα Γιάννενα για να του δώσουν άμεσα την υπόθεση».
Η ιδέα του έγινε δεκτή με ενθουσιασμό και ο Αριστομένης Μπάτζιος σηκώθηκε να φύγει ικανοποιημένος.
«Μην ανησυχείτε καθόλου» αποχαιρέτησε τους ψηφοφόρους του «αφήστε τη γιατρό σ’ εμένα. Ως δήμαρχος θα έχει μεγαλύτερη βαρύτητα ο λόγος μου. Θα το τακτοποιήσω το ζήτημα με τον καλύτερο τρόπο» – εννοώντας βέβαια πως θα το έθαβε οριστικά, αφού δεν είχε κανέναν σκοπό να μιλήσει στη Λάζου.
Και βγήκε από το καφενείο κατακόκκινος πάλι από αυτοθαυμασμό που κατάφερε για άλλη μια φορά να μανουβράρει επιτυχώς τα πλήθη.
2
Μαρία
Η Μαρία Λάζου είχε τα νεύρα της. Από τις οκτώ το πρωί, που έπιασε δουλειά, το μισό χωριό είχε παρελάσει από το ιατρείο. Άλλος είχε πονοκέφαλο, άλλος το στομάχι του, άλλος πονόλαιμο, θαρρείς και τους χτύπησε ομαδική υποχονδρίαση, σήμερα ειδικά που ήθελε να φύγει νωρίς. Υπομονή, μουρμούριζε στον εαυτό της, καθώς στρογγυλοκάθονταν, ένας ένας, στο εξεταστήριο και της αράδιαζαν τις φανταστικές τους παθήσεις χρονοτριβώντας όσο μπορούσαν με κουβέντες περί ανέμων και υδάτων, για να καταλήξουν ανεξαιρέτως σε ερωτήσεις για το επίμαχο θέμα των ημερών: Πώς πάνε οι έρευνες; Τι κάνει η αστυνομία; Πότε αναμένεται να εντοπιστεί η Κασσάνδρα;
«Μακάρι να ’ξερα!» ξέσπασε στο τέλος στην κυρα-Νόπη, την αρχικουτσομπόλα του χωριού, «τι είμαι εγώ, το Ρόιτερς;». Αυτή δεν κατάλαβε προφανώς την ερώτηση, έπιασε όμως τον ασυνήθιστα οξύ τόνο και, από εκεί που είχε αράξει στο ντιβάνι και δεν έλεγε να το κουνήσει, τα μάζεψε άρον άρον και έφυγε, μουρμουρίζοντας κάτι για τους νέους σήμερα που δεν ξέρουν να μοιράζονται ούτε να παραστέκονται στο ταίρι τους, και πώς είναι δυνατόν να έχεις αγαπητικό αστυνόμο και να μην ξέρεις κάτι παραπάνω για όλα αυτά;
«Μακάρι να ’ξερα!» ξέσπασε στο τέλος στην κυρα-Νόπη, την αρχικουτσομπόλα του χωριού, «τι είμαι εγώ, το Ρόιτερς;». Αυτή δεν κατάλαβε προφανώς την ερώτηση, έπιασε όμως τον ασυνήθιστα οξύ τόνο και, από εκεί που είχε αράξει στο ντιβάνι και δεν έλεγε να το κουνήσει, τα μάζεψε άρον άρον και έφυγε, μουρμουρίζοντας κάτι για τους νέους σήμερα που δεν ξέρουν να μοιράζονται ούτε να παραστέκονται στο ταίρι τους...
Το ιατρείο είχε αδειάσει, ευτυχώς. Στα τσακίδια και η γρια-καρακάξα, που άλλη δουλειά δεν έχει από το να χώνει τη μύτη της στις υποθέσεις των άλλων. Η Μαρία άρχισε να μαζεύει βιαστικά, εκτονώνοντας τα νεύρα της στα άψυχα αντικείμενα. Πέταξε τα σκουπίδια, έριξε και μια κλοτσιά στον κάδο, βάρεσε την πόρτα και έφυγε τρέχοντας στο κατηφορικό καλντερίμι, λες και είχε βάλει στοίχημα στον εαυτό της να φτάσει μια ώρα αρχύτερα… Πού ακριβώς; Η αλήθεια ήταν πως δεν είχε κάποιον ιδιαίτερο λόγο που ήθελε να φύγει νωρίς. Απλώς δεν τη βαστούσε ο τόπος. Από χθες βράδυ, που έμαθε για την εξαφάνιση της Κασσάνδρας, είχε ταραχτεί τόσο πολύ, που δεν έκλεισε μάτι όλη νύχτα. Ακόμη βρισκόταν σε σοκ –γιατρός ήταν, μπορούσε να εκτιμήσει την κατάστασή της–, στο κόκκινο οι παλμοί της και ο κάθε νευρώνας της ήταν σε επιφυλακή. Λες και το ήξερες… Ήταν κι αυτή η φωνούλα μες στο κεφάλι της που δεν την άφηνε να ησυχάσει. Λες και το περίμενες πως κάτι φοβερό θα της συμβεί…
Με την Κασσάνδρα γνωρίστηκαν στο ιατρείο. Την επισκεπτόταν συχνά, συνήθως για διάφορους μικροτραυματισμούς, ή και σοβαρότερους καμιά φορά, που πάντα τους εξηγούσε με ένα αφοπλιστικό «Τι να πει κανείς, είμαι ο πιο απρόσεκτος άνθρωπος στον κόσμο, έφαγα μια τούμπα πάλι, η ανόητη». Με τον καιρό χτίστηκε ανάμεσά τους η εμπιστοσύνη και είχαν έρθει κοντά. Η Μαρία ήξερε τα πάντα για τη βασανισμένη ζωή της σαραντάχρονης φίλης της και αρνιόταν να πιστέψει πως μπορεί να της έτυχε τώρα και άλλο κακό. Τι κάθεσαι λοιπόν, κάνε κάτι! – η ενοχλητική φωνούλα πάλι. Αλλά, τι μπορούσε να κάνει, δεν ήξερε. Όλο το πρωί ήταν κολλημένη στο ιατρείο. Ο καλός της έλειπε σε αποστολή εκτός Παραδείσου και δεν απαντούσε στο κινητό του. Εκατό φορές τον είχε πάρει από χθες, αλλά δεν το σήκωνε, ο άθλιος. Δίκιο είχε η γρια-καρακάξα: Πώς γίνεται να έχεις φίλο αστυνομικό και να μην μπορείς να κάνεις το παραμικρό για να βοηθήσεις τη φίλη σου που αγνοείται; Ο εκνευρισμός της μετατοπιζόταν σιγά σιγά από την κυρα-Νόπη και στο μάτι του κυκλώνα έμπαινε τώρα ο καλός της. Ο πολύς Περικλής Γαλάνης. Μάλιστα. Καλό κουμάσι και αυτός. Επάγγελμα μπάτσος, τι περίμενε; Πού πήγε και έμπλεξε πάλι; Καλά καλά δεν είχε συνέλθει από τον πρώην της. Άλλος πάλι και αυτός, επαγγελματίας ιδεολόγος, ο ψεύτης. Την έριξε με τα ωραία λόγια για συντροφικότητες και αγώνες που θα έφερναν έναν δικαιότερο κόσμο – βρε, ποιο ηθικό πλεονέκτημα; Όλοι ίδιοι κατά βάθος. Οι άντρες είναι γεννημένοι απατεώνες και εκμεταλλευτές…
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Η δεύτερη υπόθεση του αστυνόμου Περικλή Γαλάνη.
Ένα γραφικό κεφαλοχώρι θαμμένο στα βουνά της Ηπείρου, ο Παράδεισος Ιωαννίνων, βρίσκεται ξανά στη δημοσιότητα όταν εξαφανίζεται μυστηριωδώς η όμορφη Κασσάνδρα, σύζυγος τοπικού παράγοντα-επιχειρηματία. Ένας έντιμος, δυναμικός και μάλλον μονόχνοτος αστυνομικός της Ασφάλειας Ιωαννίνων, ο αστυνόμος Περικλής Γαλάνης, έχει αναλάβει να εξιχνιάσει μια δύσκολη υπόθεση ληστειών σε εκκλησίες όλης της περιφέρειας, απ’ όπου κάνουν φτερά ανεκτίμητοι βυζαντινοί θησαυροί και ασημένια κειμήλια. Ένας αναπάντεχος φόνος, καθώς και η πίεση της αγροτικής γιατρού Μαρίας Λάζου, αναγκάζουν τον αστυνόμο Γαλάνη να αναλάβει ταυτόχρονα τις τρεις φαινομενικά άσχετες υποθέσεις – με απρόβλεπτες, επικίνδυνες και ενίοτε κωμικοτραγικές συνέπειες.
Μυθιστόρημα που συνδυάζει τη δράση και το σασπένς της αστυνομικής πλοκής με το χιούμορ και τη διεισδυτική ματιά στα ανθρώπινα και στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής επαρχίας.