Προδημοσίευση της εισαγωγής του ενός από τους επιμελητές της συλλογής, του Νίκου Μάντζιου καθώς και δύο διηγημάτων από τη συλλογή «Στα δυο στενά – Κείμενα κρατουμένων των φυλακών Τρικάλων», η οποία θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Γραφή. Την επιμέλεια συνυπογράφει ο συγγραφέας Γιώργος Πολυμενάκος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Μαθήματα Δημιουργικής γραφής σε φυλακισμένους
Νόμιζα, ο ανόητος, ότι έδινα, αλλά στην πραγματικότητα ήμουν αυτός που έπαιρνα μαθήματα, ούτε αυτοί το καταλάβαιναν, δεν το είπα όταν το συνειδητοποίησα, το απέκρυψα, κλέφτης δειλός, τους εκμεταλλεύτηκα, τους το είπα στην τελευταία συνάντησή μας, μέσα στη συγκινησιακή φόρτιση της στιγμής, συγνώμη, είπα, απομύζησα από σας το ελιξίριο της συγγραφικής μου ζωής, κατάλαβαν μόνο το «συγνώμη», με κοίταξαν καχύποπτα, δεν είναι λέξη του συρμού εκεί μέσα, δάσκαλε μας δουλεύεις; τους το έκανα λιανά, με λέξεις απλές, δικές τους, το κατάλαβαν, χαμογέλασαν, το χαμόγελο αθώο, παιδικό, ασύμφωνο με το ποινικό μητρώο τους και την πρόωρα γερασμένη φάτσα τους, με χτύπησαν στην πλάτη, να ’σαι καλά μου είπαν και τα μάτια τους έλαμψαν όπως λάμπουν εκείνου που δίνει με την καρδιά του, ευχαριστημένοι που χωρίς να το ξέρουν έκαναν κάποιο καλό, αυτοί, που κάποιο κακό έκαναν και είναι «μέσα», το τελευταίο κακό που έκαναν, γιατί, τι άλλο κακό μπορείς να κάνεις όταν είσαι στην κόλαση;
Τον πρώτο καιρό πάλευα να τους κάνω να βάλουν και φαντασία στα γραπτά τους, να μην είναι σκέτη αυτοβιογραφία η ιστορία που αφηγούνται, νόμιζα ότι έτσι τους βοηθάω να δραπετεύσουν με τον νου, ότι θα τους έκανε καλό αυτή η φυγή, επέμεναν πεισματικά να μην το εφαρμόζουν, να δεις που το κάνουν επίτηδες να μου τη σπάσουν, σκέφτηκα, μην κουράζεσαι δάσκαλε, μου είπαν μια μέρα, εμείς, αν κατάλαβες, είμαστε στη φυλακή και πρέπει τα πόδια μας να πατάνε εδώ μέσα, αλίμονο αν αφήσουμε το μυαλό να φύγει, μπορεί να μην καταφέρουμε να το συμμαζέψουμε και να μείνει αυτό εκεί έξω και το κορμί εδώ μέσα και τότε τη γαμήσαμε. Θα είστε ταξιδιώτες τ’ ουρανού μέσα σε ζουρλομανδύα, σαν τον Έντ Μορέλ, τον ήρωα στο μυθιστόρημα του Τζακ Λόντον, είπα και τους διηγήθηκα τα μαρτύρια του κρατούμενου στις σκληρές φυλακές της Άγριας Δύσης, ευτυχώς εδώ στα Τρίκαλα οι φυλακές ανήκουν στην Ήμερη Ανατολή κι είναι πιο μαλακές είπε ο Μ., λάτρης των αντιθέσεων στη γραφή, γελάσαμε όλοι, ακόμα και ο σκυθρωπός φύλακας.
Από τότε, ήξερα ότι αυτό που άκουγα να διαβάζουν στις συναντήσεις μας, ήταν αληθινό πέρα για πέρα και πολλές φορές ευχήθηκα από μέσα μου να μην το ήξερα και να νομίζω ότι είναι μυθοπλασία γιατί η ωμή αλήθεια τους είναι χαστούκι. Η γλώσσα τους απλή, στα όρια της φτώχειας, είναι ο πλούτος ετούτου του βιβλίου. Σκέτο ψαχνό, σιτεμένο, χωρίς κόκκαλα.
Λησμονήσαμε δάσκαλε την αγάπη και τη ζωή.
Τότε παλέψτε να μην ξεχάσετε την αγάπη για τη ζωή.
Έξω απ’ αυτή τη σιδερένια πόρτα που καγκελώνει τα συναισθήματά μας, γίνονται τόσα. Θέλουμε να τα ζήσουμε.
Τότε γράψτε! (Αμετανόητος εγώ θιασώτης της μυθοπλασίας).
Νίκος Μάντζιος
Μαθηματικός, δάσκαλος Δημιουργικής γραφής, συγγραφέας και συντονιστής της συγκεκριμένης δράσης.
꩜
«Ο χρόνος σταμάτησε» του K. L.
Εκείνη τη μέρα τα ρολόγια σταμάτησαν! Ήταν 15 Δεκεμβρίου, πεντέμισι το ξημέρωμα. Ήμασταν στον ύπνο. Εγώ, αν και είναι καιρός που έχω ξεκόψει απ’ την πιάτσα και την παρανομία, κοιμάμαι ανήσυχα, με το ένα μάτι ανοιχτό. Έξω έκανε πολύ κρύο. Ξαφνικά, το αυτί μου πιάνει έναν θόρυβο, δεν μπορώ να εντοπίσω, ούτε από πού, ούτε τι είναι. Το στομάχι μου σφίχτηκε. Έχω ένα κακό προαίσθημα. Πετάγομαι απ’ το κρεβάτι και παίρνω το πιστόλι που έχω κάτω από το στρώμα. Στο μυαλό μου περνάνε διάφορα. Περισσότερο φοβάμαι μην κάνουν κακό στην οικογένειά μου. Στη γειτονιά, είχα ακούσει περιστατικά με κλέφτες που μπαίνανε στα σπίτια βράδυ, χωρίς να νοιάζονται ποιος είναι μέσα. Πλησιάζω την πόρτα, βλαστημάω από μέσα μου που δεν έχει ματάκι να δω έξω, κολλάω το αυτί στο ξύλο, νομίζω ακούω ανάσες. Οι παλμοί μου ανεβαίνουν.
«Φύγετε», λέω ήσυχα. «Θα φωνάξω την αστυνομία».
Απ’ έξω, μια βουβή αναστάτωση κι ύστερα μια ξερή φωνή:
«Αστυνομία!»
«Τι στο διάολο», πρόλαβα να σκεφτώ. «Πότε κιόλας;»
Η πόρτα πέφτει λες κι ήταν αχυρένια και τη φύσηξε ο κακός λύκος, μπουκάρουν τα ΕΚΑΜ, το κορμί μου γεμίζει από τα λέιζερ των όπλων τους, με ρίχνουν στο πάτωμα, περνάνε χειροπέδες, η κόρη και η γυναίκα μου κλαίνε, κοιτάζω χωρίς λόγο το ρολόι, σταμάτησε, ο χρόνος σταμάτησε, η ζωή σταμάτησε, εφιάλτης είναι, θα ξυπνήσω. Ο Νόμος έχει μνήμη ελέφαντα, δεν ξεχνάει ποτέ.
«Ετλέβα, Ντονίτα, εσείς μη με ξεχάσετε».
꩜ ꩜ ꩜
«Στόχος ο σωφρονισμός» του Λ. Δ.
Χειμώνας του 1998, κρατούμενος στα απάνθρωπα κρατητήρια της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας μέσα σε ένα κελί με κοριούς, κατσαρίδες, βρώμικα στρώματα μέσα στη λίγδα. Όλα μέσα στη βρώμα. Πάνω στους τοίχους αίματα ξεραμένα κι άλλα νωπά: τα δικά μου.
Δεν μπορούσα να κουνηθώ από το ανελέητο ξύλο που έτρωγα συνέχεια. Κάθε μέρα που περνούσε, ώρες ατελείωτες, βασανιστικές, περίμενα να έρθει η ώρα του λυτρωμού: να φύγω για κάποια φυλακή. Τι ειρωνεία, να εύχεσαι να πας σε φυλακή!
Το μόνο που άκουγα, εκτός από τα βογγητά από τα διπλανά κελιά, ήταν, στο βάθος του διαδρόμου, το χαλασμένο καζανάκι της τουαλέτας να τρέχει. Όταν ζητούσα από τον κάθε κομπλεξικό μπάτσο να με πάει στο νοσοκομείο ή να με δει κάποιος γιατρός γιατί κατουρούσα αίμα, κι αυτός γελούσε χαιρέκακα και μου ’δειχνε τ’ αρχίδια του, ερχόμουν σε μία κατάσταση που να μη χρειάζεται κάποιος μεγάλη δύναμη ψυχής για να κρεμαστεί. Πολλοί άλλωστε το έχουν καταφέρει και ησύχασαν. Βρισκόμουν στο μεταίχμιο μεταξύ ζωής και κόλασης. Και κλειδωμένος είκοσι τέσσερις ώρες. Μου ανοίγανε μόνο για την ανάγκη μου, κι αυτό πάλι μετά από ώρες παρακάλια και φωνές, κι αν βέβαια είχαν την όρεξη να έρθουν για να με συνοδέψουν, κι η συνοδεία γινόταν με βρισίδια και κλωτσιές. Έρχονταν με ένα τουπέ κομπλεξικό από τα γεννοφάσκια τους. Λες και τους έφταιγα εγώ που τους γαμούσε ο πατέρας τους όταν ήταν μικροί, ή που η γυναίκα τους τούς βάζει κωλοδάχτυλο γιατί αλλιώς δεν τους σηκώνεται.
Κι όταν ο Θεός θεώρησε πως με τιμώρησε αρκετά εκεί, μια μέρα, με συνοδεία πολλές σειρήνες και φάρους αναμμένους, με πήγαν σε φυλακή και γλίτωσα απ’ το κολαστήριο.
Τώρα εδώ μέσα συνεχίζουν τον ψυχικό μου βιασμό για να σωφρονιστώ. Ένα συνεχές γαμήσι της δημοκρατίας για να γίνω καλύτερος άνθρωπος.