Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Νίκου Ξένιου «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση», το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 19 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Κριτική.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Η Κυβέλη στην Κοιλάδα
H Κυβέλη τέντωσε το κορμί της κι ανάσανε βαθιά: τα πνευμόνια της γέμισαν με αυτόν τον αέρα ανάμνησης της ευτυχίας που δεν αντικαθίσταται με τίποτε. Χαμογέλασε. Η αίσθηση της ελευθερίας την είχε κατακλύσει.
Στην τσέπη της κρατούσε, γραμμένη σ’ ένα μικρό χαρτί, τη διεύθυνση που της είχε δώσει η υπάλληλος της κλινικής. «Θα είναι κάποιο διαμέρισμα, κατά πάσα πιθανότητα», σκέφτηκε. «Ένα διαμέρισμα προσωρινής διαμονής, επιπλωμένο στοιχειωδώς, μέχρι η ζωή μου να ξαναπάρει μπρος». Τα έξοδα ήταν κρατικά, γι’ αυτό δεν φιλοδοξούσε σε κάτι ιδιαίτερα βολικό.
Φυσούσε ένα ανακουφιστικό αεράκι, που θύμιζε εποχές όπου η άνοιξη διακρινόταν στο χώμα να ξετσουμίζει με κάθε μικρή πρασινάδα. Τότε που μοσχοβολούσαν οι περίβολοι των σπιτιών. Τότε που έβαζες τα πόδια σου στην άκρη, εκεί που έσκαγε το κύμα, την ώρα που το φεγγάρι ήταν μεγάλο κι έκανες έτσι μια και το έπιανες…*
Πίσω της, σε μεγάλη απόσταση, μπορούσε μισοκλείνοντας τα μάτια να διακρίνει τις εγκαταστάσεις της κλινικής, σαν άσπρη οικοδομημένη γραμμή στον ορίζοντα. Εκτάσεις οδοστρώματος από ανακυκλωμένο πλαστικό απλώνονταν μπροστά της. Πήρε να κατηφορίζει τη δεύτερη πλαγιά, αυτήν που ξεκινούσε μετά τη στροφή της έρημης λεωφόρου και οδηγούσε στο πλατύ μέρος της Κοιλάδας.
Κανείς δεν το περίμενε πως η Κοιλάδα θα άντεχε άλλον έναν πόλεμο. Ακόμη και ο ήλιος κρυβόταν πίσω από τα σύννεφα για ν’ αποφύγει τη σταχτιά αντανάκλαση από ένα χώμα ορφανεμένο και στείρο.
Κι αυτό, γιατί η βλάστηση είχε εξαφανιστεί ήδη από τα τέλη του εικοστού αιώνα: τα τριφύλλια, τα γαρίφαλα και οι ορχιδέες ήταν τόσο δυσεύρετα, ώστε θα μπορούσες να μιλήσεις για ολοκληρωτικό τους αφανισμό. Τα κωνοφόρα, oι βελανιδιές, οι καστανιές και οι οξιές είχαν χαθεί από τα ορεινά. Στα πεδινά συναντούσες σπάνια χνουδοβελανιδιές, κουμαριές, φυλίκια, αγριελιές, σχίνα, κοκορεβιθιές, χαρουπιές ή αμυγδαλιές. Μόνο στα χωριά με κάποιο υψόμετρο επιβίωνε ένα είδος τάιγκας με αραιά πεύκα, λάρικες και έλατα. Εκεί ζούσαν όσοι χωρικοί παρέμεναν πιστοί στη βλάστηση άλλων εποχών.
Πέντε δεκαετίες πριν, οι υψηλές θερμοκρασίες είχαν απελευθερώσει επικίνδυνα μικρόβια που ζούσαν σε αλμυρές λίμνες και μαζί χλωροφόρμιο και τριχλωροαιθάνιο, που άλλαξαν αμετάκλητα τη σύσταση της ατμόσφαιρας. Η πρασινάδα σταδιακά εξέλιπε από τα πάρκα των μεγαλουπόλεων, όπου είχαν εγκατασταθεί τα μέλη της κυρίαρχης κοινωνικής ομάδας. Η θέρμανση των σπιτιών με παράγωγα άνθρακα και οι εκπομπές μονοξειδίων είχαν αυστηρά απαγορευθεί, ενώ στη μετακίνηση επιβλήθηκαν τα επαναφορτιζόμενα οχήματα και τα uber. Δορυφόροι πήραν τη θέση των κατασκοπευτικών αεροπλάνων, κι αυτή η αλλαγή συντελέστηκε μέσα σε μία δεκαετία.
Οι «Νέοι Δρόμοι για τον Λαό» –μια ομάδα από ανελισσόμενα κοινωνικά αποβράσματα– είχαν πάρει τα ηνία της εξουσίας, και τα πρώτα χρόνια ακολουθούσαν πολιτική ύφεσης. Ήταν άνθρωποι συντηρητικοί και ηλικιωμένοι, που διατηρούσαν την αυταπάτη ότι ο Ψυχρός πόλεμος είχε λήξει. Προσηλωμένοι στην ανάλωση της καθημερινής τους ενέργειας και με ζέση αφοσιωμένοι σ’ εκείνες τις βεβαιότητες που τους είχαν διαμορφώσει, ανέπτυσσαν δημόσιο λόγο κενό νοήματος:
―Μα βεβαίως, κύριοι, έχουμε πλέον περάσει σε μια νέα εποχή!
Για ρεζερβουάρ νερού χρησιμοποιούσαν την κοντινή λίμνη, που τότε διατηρούσε ακόμα μια κάποια επιφάνεια. Μάλιστα, ανέπτυξαν και πλήρες αρδευτικό σχέδιο, αφού πρώτα φύτεψαν παντού σπόρους δημητριακών και ζαχαρότευτλα. Ταυτόχρονα, μετέφεραν σε καινούρια τοποθεσία έναν αρχαίο ναό, που σωζόταν από την εποχή των Αθαμάνων...
Τα έλεγαν αυτά τα ανόητα πράγματα και τα πίστευαν. Όσο για τους κατοίκους των πεδινών περιοχών, αυτούς τους είχαν κολλήσει το παρατσούκλι «η αγέλη» και τους είχαν εγκαταστήσει σε είκοσι πέντε οργανωμένα χωριά με σχολεία, ιατρείο, σωληνώσεις για νερό και περιορισμένη ηλεκτροδότηση με γεννήτριες πλάσματος. Για ρεζερβουάρ νερού χρησιμοποιούσαν την κοντινή λίμνη, που τότε διατηρούσε ακόμα μια κάποια επιφάνεια. Μάλιστα, ανέπτυξαν και πλήρες αρδευτικό σχέδιο, αφού πρώτα φύτεψαν παντού σπόρους δημητριακών και ζαχαρότευτλα. Ταυτόχρονα, μετέφεραν σε καινούρια τοποθεσία έναν αρχαίο ναό, που σωζόταν από την εποχή των Αθαμάνων – αργότερα, όταν ξεχείλισε η λίμνη, ο ναός, που ως τότε είχε διασωθεί από την ανερχόμενη στάθμη, βρέθηκε αίφνης βυθισμένος σ’ ένα φωτεινό, υγρό βασίλειο από φυσαλίδες και αναρριχώμενες κληματσίδες.
Aν δεν υπολογίσει κανείς τι είχαν ζήσει οι πρόγονοί τους την εποχή του μεγάλου πυρηνικού ατυχήματος, oι χωρικοί της Κοιλάδας –κι εκείνοι στις όμορες περιοχές, στην Κορακάδα, στη Σκαλούλα και στο Βουργαρέλι– βίωσαν πρώτοι πρώτοι τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής: η ανάπτυξη υδροϋακίνθων, που εμπόδιζαν την άρδευση, έπληξε ανεπανόρθωτα τους παραποτάμιους οικισμούς. Τα νερά ήταν διαρκώς ταραγμένα και βρόμικα, σαν να είχε χαθεί η ομαλή ροή τους. Παντού στη διευρυμένη κοίτη υπήρχαν διάσπαρτα βράχια και γύρω από τα πέτρινα αυτά νησάκια τα νερά σχημάτιζαν δίνες και στροβιλίζονταν άτακτα μαζί με κομμένους κορμούς κυλώντας ορμητικά προς την πλευρά του καταρράκτη.
Η Κυβέλη ανήκε στη μειονότητα των ανθρώπων που ζούσαν στα βουνά και συνέχιζαν να πιστεύουν πως η βλάστηση μια μέρα θα επέστρεφε. Οι «Νέοι Δρόμοι για τον Λαό» είχαν χαρακτηρίσει αυτούς τους ορεσίβιους ανθρώπους γραφικούς, ξοφλημένους, ακόμη και επικίνδυνους – ετούτη η τελευταία έκφραση με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγούσε σε σύρραξη.
*H φράση είναι δανεισμένη από το θεατρικό έργο του Γιώργου Διαλεγμένου Σε φιλώ στη μούρη.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Το νέο μυθιστόρημα του Νίκου Ξένιου μάς μεταφέρει σε ένα όχι πολύ μακρινό μέλλον όπου η βλάστηση αποτελεί παρελθόν, η ερημοποίηση έχει προχωρήσει και οι άνθρωποι ζουν εντελώς αποκομμένοι από το φυσικό περιβάλλον. Το ακραίο κόμμα «Νέοι Δρόμοι για τον Λαό» παίρνει την εξουσία, χτίζει την Αλλοτεκοίτη στην ξερή κοίτη ενός ποταμού και καταδιώκει όλους όσοι νοσταλγούν το πράσινο, τη γονιμότητα της γης, την αφθονία του νερού.
Η Κυβέλη, καθηγήτρια φιλόλογος και πρωταγωνιστικό πρόσωπο του βιβλίου, ανήκει σε αυτούς που υπερασπίζονται δημόσια την ιερότητα της φύσης. Οι «Νέοι Δρόμοι για τον Λαό» τη συλλαμβάνουν και την κλείνουν σε ψυχιατρείο. Διασχίζοντας την έρημη, άνυδρη χώρα, η δημοσιογράφος Στέλλα Μπεράτη θα έρθει στην Αλλοτεκοίτη για να αναζητήσει τα ίχνη της Κυβέλης προσπαθώντας να συνθέσει το παζλ της παράδοξης ιστορίας της.
Με βαθιά αγάπη προς τον άνθρωπο, ο Νίκος Ξένιος μάς θυμίζει ότι μια ιστορία ποτέ δεν λέγεται με έναν και μόνο τρόπο. Σε μια εποχή απόλυτης σύγχυσης (ιδεολογικής, κοινωνικής, πολιτικής) είναι σημαντικό οι άνθρωποι να έχουν το δικαίωμα και τη διαύγεια να αφηγηθούν μια ιστορία – τη δική τους ιστορία.