Προδημοσίευση αποσπάσματος από την επανακυκλοφορία του μυθιστορήματος της Γεωργίας Τάτση «Χορός στα ποτήρια», το οποίο θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Κι ενώ, απαστράπτων, ο Αλέξανδρος αγγίζει την έκσταση και τραβάει στο αφτί του το κλαρίνο διεκδικώντας όλο τον ήχο για τον εαυτό του, ενώ αυτοσχεδιάζοντας, σπάει το κορμί αργά και πέφτει στα γόνατα και τεντώνεται πίσω κι ελαφρά ακουμπά την πλάτη στο έδαφος χορεύοντας με το σώμα, και με τα χέρια του χτυπάει τη γη σ’ ένα ερωτικό παιχνίδι με τον θάνατο, σαν να λέει: «δεν σε φοβάμαι χάροντα», ενώ – μπαίνει στον κύκλο κάποιος που δεν είναι φίλος του, ούτε γνωστός του.
Άντρας με ωραίο παράστημα. Αυτός που φώναζε «όπα» και «γεια σου», ο δεύτερος, σείει το μαντίλι κόντρα στο ρυθμό και σκύβει στον Αλέξανδρο, του ψιθυρίζει «ο Αντωνίου». Σηκώνεται ο Αλέξανδρος με αλλοιωμένη όψη, αγριεμένος ξαφνικά και στέκεται μπροστά στον άντρα.
Τα όργανα, αμήχανα, αλλάζουν τον σκοπό, πιάνουν τα «Κλάματα», εύθυμη –παρά το όνομά της– πατινάδα.
Ο Αντωνίου, γοητευμένος από τη χορευτική δεινότητα τού άγνωστου, σ’ αυτόν, Αλέξανδρου, προτάσσει το μαντίλι του δηλώνοντας θαυμασμό στο πρόσωπό του κι επιθυμία να χορέψουνε παρέα.
Διαπερνώντας τον με το βλέμμα, ο Αλέξανδρος αρπάζει το μαντίλι, το ποδοπατά και τον ρωτάει ψιθυριστά, μέσα από τα δόντια: «Γιατί τον σακάτεψες ρε καθοίκι»
Ο άλλος οπισθοχωρεί σαν να είδε φάντασμα.
Έρχεται κοντά του ο Αλέξανδρος, σχεδόν κολλάει το πρόσωπό του στο δικό του.
«Για τον Δημήτρη Ράμμου λέω ρε, γιατί τον σακάτεψες;»
Ο Αντωνίου τον κοιτάζει κατάπληκτος.
«Ποιόν;» μουρμουρίζει τρομοκρατημένος κι ενστικτωδώς, φέρνει τα χέρια του στο στήθος να προφυλαχτεί, λες και το όνομα ήταν ρομφαία και θα τον τρυπούσε.
«Δε φταίω εγώ» ψελλίζει, κίτρινος, και την ίδια στιγμή, σαν το μυαλό του να φωτίστηκε αιφνιδίως, απλώνει το χέρι του στη ζώνη του παντελονιού που τη σκεπάζει το ριχτό πουκάμισό του.
Ο Αντωνίου, γοητευμένος από τη χορευτική δεινότητα τού άγνωστου, σ’ αυτόν, Αλέξανδρου, προτάσσει το μαντίλι του δηλώνοντας θαυμασμό στο πρόσωπό του κι επιθυμία να χορέψουνε παρέα.
Διαπερνώντας τον με το βλέμμα, ο Αλέξανδρος αρπάζει το μαντίλι, το ποδοπατά και τον ρωτάει ψιθυριστά, μέσα από τα δόντια: «Γιατί τον σακάτεψες ρε καθοίκι»,
Οι οργανοπαίκτες είδαν αυτό που θα συνέβαινε πριν να συμβεί. Φορτσάρισαν, διασκεδάζοντας την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, με την ελπίδα να αποτρέψουν το επερχόμενο. Κλαρίνο, βιολί, ντέφι και τουμπελέκι ήρθαν μέσα στον κύκλο δυναμώνοντας το παίξιμο. Κι εκεί που ο ρυθμός γίνεται γρήγορος και κάνει αμέσως γύρισμα να ανέβει – τρεις πυροβολισμοί.
Κάτι σαν αχ ξεφεύγει από το κλαρίνο πριν σιωπήσει, παγώνουν τα δάχτυλα στις χορδές του βιολιού, παγώνει το δοξάρι, πέφτει το ντέφι και κυλάει ανάμεσα στα πανικοβλημένα πόδια.
Οι καθήμενοι ανασηκώθηκαν, εκστομίζοντας «τον σκότωσε» κι όσοι φορούσαν καπέλο, το έβγαλαν στη θέα του κουλουριασμένου Αλέξανδρου που πότε σφάδαζε, πότε αναδευόταν ελαφρά, ιχνογραφώντας με αίμα το σώμα του στο πατημένο χώμα.
Μόλις το έντρομο χέρι της Κιμ άγγιξε το μέτωπό του, άνοιξαν τα ρουθούνια του παράξενα κι εισέπνευσαν –μέχρι τα νύχια των ποδιών του– τη σπιρτάδα του μανταρινιού και το άρωμα, συσπάστηκε ολόκληρος και τινάχτηκε μπροστά μες στο πυρακτωμένο μεσημέρι.