Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Μάκη Καραγιάννη «Η σκόνη του κόσμου όταν γκρεμίζεται», το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 27 Απριλίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Το καλοκαίρι έμπαινε ασυγκράτητο, μα εμείς είχαμε μάτια μόνο για τον πόλεμο. Ο αέρας λίκνιζε τις κορφές των πεύκων και κατέβαινε ζεστός από τα βουνά. Τα σπουργίτια πετάγονταν ξαφνικά από κλαδί σε κλαδί κι οι απόκρημνες οροσειρές έπλεαν στο σκούρο γαλάζιο του ουρανού. Τέτοιες μέρες στο Φλάμπουρο κυμάτιζαν στον κάμπο τα κίτρινα στάχυα κι έγερναν ικετευτικά στο χωράφι από τον άνεμο. Ο θέρος είχε αρχίσει.
Χαράματα στις είκοσι μία του Ιούνη είχαμε πατήσει την Αλατόπετρα. Με την ανατολή, και καθώς η μικρότερη νύχτα του δίσεχτου εκείνου χρόνου διαλυόταν στην κονταυγή, σκαρφαλώσαμε στην Γκούντα Τρύπα. Στάθηκα όρθιος πάνω στο τουφέκι και κοίταξα με δέος τον πανύψηλο άντρα με το παχύ μουστάκι και τα γένια. Σαν άγαλμα ορθωνόταν περήφανος με τα σταυρωτά φισεκλίκια μπροστά στην ομάδα. Στο σβέρκο τα κατσαρά μαλλιά του έκαναν δίπλες γύρω από τον φαλακρό θόλο του κρανίου. Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα το όνομα του ανθρώπου κι ένιωσα το γερό σφίξιμο του χεριού του.
Ο καπετάνιος άφησε το Στάγιερ να γλιστρήσει με γδούπο στο χώμα. Σήκωσε την παλάμη αντήλιο και έριξε το βλέμμα μακριά. Ερημιά μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι. Βορειοδυτικά, στα υψώματα του Προφήτη Ηλία, έπεφταν ανάριες τουφεκιές. Στο βάθος του ορίζοντα τα σκόρπια σύννεφα κύκλωναν τις καταπράσινες βουνοκορφές. Άφησε τον Διομήδη στο παρατηρητήριο και κουρνιάσαμε στο βάθος της σπηλιάς.
Ξεθεωμένοι έγειραν όλοι κάτω από τη ρίζα του βράχου. Βολεύτηκα μπροστά στα σακίδια της ομάδας. Ένας παράξενος άντρας –το πετσί του γυάλιζε από τον ιδρώτα– έπαιζε στα χέρια ένα πολυβόλο. Με κοίταξε κατάματα. «Σκαμπάζεις από όπλα;» με ρώτησε και στο στόμα του φάνηκαν δυο χαλασμένα δόντια.
«Λίγα πράγματα. Αλλά μαθαίνω γρήγορα» είπα ντροπαλά.
«Τούτο δω είναι το Μπρεν» είπε. Άπλωσε με το χέρι το δίποδο που είχε για να ακουμπάει στο έδαφος και το ξανάκλεισε. «Θερίζει κορμιά» ξανάπε. «Εκατόν είκοσι βολές το λεπτό».
Το ’πιασε από το χερούλι. Το ακούμπησε στον βράχο και ξάπλωσε νυσταγμένος στο αριστερό του μπράτσο. Έγειρα κι εγώ στο πλευρό πάνω στο σακίδιο. Ύστερα από ώρα σήκωσα το κεφάλι και ξανακοίταξα με τρόπο. Ο καπετάνιος κοιμόταν ανάσκελα με ένα πιστόλι Παραμπέλουμ στη ζώνη. Το πελώριο στήθος του ανεβοκατέβαινε ξεφυσώντας.
Σαν έμασε η μέρα, ζαλωθήκαμε τα όπλα. Το σούρουπο πιάσαμε το χαραγμένο από τα ζώα μονοπάτι και τραβήξαμε νοτιοανατολικά. Επόμενος στόχος η κορφή της Αετομηλιάς. Πήραμε πέντε μέτρα απόσταση και πέσαμε στην απότομη κατηφοριά. Όπως τα ζαγάρια στον ντορό, βάλαμε το κεφάλι κάτω και βαδίζαμε μεσοπλαγίς. Σταματάγαμε. Κρατάγαμε την ανάσα και αφουγκραζόμασταν να πιάσουμε τις φωνές του εχθρού που χτένιζε την περιοχή. Δεν ακουγόταν ψυχή. Κάπου κάπου γλιστροπατάγαμε. Τα τρόχαλα κύλαγαν στην κατηφοριά κι έπεφταν με πάταγο στα γκρέμουρα. Ο καπετάνιος γύριζε απότομα το κεφάλι σε μια σιωπηλή επίπληξη.
Άμα ξεφεγγάρωσε, άρχισαν να αχνοφαίνονται τα πατήματα. Μέσα στην ησυχία της νύχτας ακουγόταν μόνο το τρίξιμο από τις αρβύλες. Τα παγούρια χτύπαγαν ρυθμικά κρεμασμένα στο ζωστήρα. Ο κίτρινος δίσκος της σελήνης κρεμόταν στην κορφή της Αετομηλιάς και πάνω από τους γκρίζους όγκους των κορυφογραμμών έλαμπαν μυριάδες αστέρια.
Κατηφορίσαμε ανατολικά στο Μεγάλο Ρέμα του Κρυονερίτη. Μπροστά μας ο καπετάνιος αμίλητος και πίσω του αράδα οι μαύρες φιγούρες της ομάδας. Ακολουθούσα τελευταίος με τα μάτια ορθάνοιχτα κι είχα γίνει ένα με το σκοτάδι. Κάποια στιγμή έγινε αντικατάσταση και μου ’δωσαν το οπλοπολυβόλο του παράξενου άντρα, που τον έλεγαν Μηνά. Ασήκωτο. Το κορμί μου είχε μουσκέψει στον ιδρώτα. Έτρεχα να τους φτάσω, μα δε μου έδινε κανείς σημασία. Δε μ’ ένοιαζε όμως. Ήθελα να φαίνομαι άντρας, σαν κι αυτούς.
Εκεί που έσβηνε το δάσος άρχισαν οι πυκνοί θάμνοι και τα λευκάδια. Από μακριά ακούστηκε να κελαρύζει τρεχούμενο νερό. Είχε γανιάσει η ψυχή μου από τη δίψα. Κάναμε μια στάση. Σκύψαμε στα γόνατα. Ήπιαμε λαίμαργα με τις χούφτες και γεμίσαμε τα παγούρια. Στρωθήκαμε όλοι στο χώμα να ξανασάνουμε κι ακουμπήσαμε το βάρος στον κορμό ενός θεόρατου πλάτανου. Στον σκοτεινό ουράνιο θόλο η Μεγάλη Άρκτος και πιο πέρα εκείνο το ανάποδο Μ από τον αστερισμό της Κασσιόπης. Άλλαξα το Μπρεν με τον Μηνά και πήρα πάλι το τουφέκι μου.
Σαν περάσαμε το ρέμα, σταθήκαμε απότομα. Στη ρίζα μιας ψηλής λεύκας ένας ανεξιχνίαστος σκοτεινός όγκος μάς έκοβε το δρόμο. Άμα ζυγώσαμε, διακρίναμε το διαλυμένο σκέλεθρο ενός μουλαριού. Δίπλα του σωριασμένα τα λιανοκόκαλα του αναβάτη και χωνεμένη καβαλίνα. Το κρανίο του γυάλιζε στο φεγγαρόφωτο. Εκείνος που τον λέγαν Κοκκινοτρίχη περνώντας δίπλα του του ’ριξε μια κλοτσιά και κύλησε στα χορτάρια. «Βρομάει ο μακαρίτης» είπε χασκογελώντας και κλείσαμε τη μύτη από την αποπνικτική δυσοσμία της λιωμένης σάρκας. Συνεχίσαμε σιωπηλοί. Αφήσαμε το μονοπάτι δίπλα στη ρεματιά και πήραμε την ανηφοριά.
Αναρράχη. Δίστρατο. Ανήλιο. Περιβόλι. Αλατόπετρα. Μακριά στο βάθος μαύριζαν οι βουνοπλαγιές της Αετομηλιάς. Η μικρή ομάδα των ανταρτών ανέβαινε αγκομαχώντας όλη νύχτα, ανάμεσα στις δασωμένες πλαγιές και τα ψηλόκορμα πεύκα. Μετά την Κομμένη Πέτρα το τοπίο άλλαζε. Όσο προχωρούσαν γινόταν γυμνό. Σπαρμένο μαύρα λιθάρια και κοντά πουρνάρια.
Από μακριά ακούστηκε να κελαρύζει τρεχούμενο νερό. Είχε γανιάσει η ψυχή μου από τη δίψα. Κάναμε μια στάση. Σκύψαμε στα γόνατα. Ήπιαμε λαίμαργα με τις χούφτες και γεμίσαμε τα παγούρια. Στρωθήκαμε όλοι στο χώμα να ξανασάνουμε κι ακουμπήσαμε το βάρος στον κορμό ενός θεόρατου πλάτανου.
Η αυγή τούς βρήκε να καβατζάρουν τη βραχωμένη κορφή της Αετομηλιάς και να ξεφυσάνε από την κούραση. Ο καπετάν Μάρκος σταμάτησε πρώτος. Ούτε φωνή ούτε σάλαγος. Στην ανατολή ξεφύτρωνε κατακόκκινος ο δίσκος του ήλιου. Έβαφε με αίμα τις κορφές σε όλη τη γραμμή του ορίζοντα, που απλώνονταν μέχρι τα πέρατα της δημιουργίας. Μέσα στην πρωινή διαύγεια στάθηκαν όλοι με τα τουφέκια στον ώμο, σαν σιωπηλός θίασος στη σκηνή. Ο καπετάνιος κοίταξε ολόγυρα. Σήκωσε το κεφάλι σαν να οσμιζόταν απειλή και προσπαθούσε να διαβάσει την αινιγματική γλώσσα της γης. Η ορεινή σκηνογραφία, με τους κινδύνους που ενέδρευαν, έμοιαζε για τους πρωταγωνιστές της δαιμονικής αυτής εποχής σαν το ματοβαμμένο θυσιαστήριο ενός πανάρχαιου δράματος.
Πέσαμε στην κατηφοριά. Στα μισά της φαλακρής πλαγιάς, από την κούραση, οι γυναίκες δεν μπόραγαν να μαζέψουν τα πόδια. Σταματήσαμε σε μια μεγάλη πέτρα. Ξεφορτωθήκαμε του γυλιούς και σωριαστήκαμε με την πλάτη στο χώμα.
Δεν προλάβαμε να ξανασάνουμε. Χαζολογάγαμε. Εκείνος με τα τεράστια μαύρα μάτια που τον έλεγαν Ζιώγα είχε βγάλει το δίκοχο κι απ’ τα μακριά αχτένιστα μαλλιά πέφταν λιγδιασμένα δαχτυλίδια στο μέτωπο. Τα τράβηξε απ’ τα μάτια και τέντωσε το αυτί.
«Πάψτε» μας έγνεψε. «Δεν είμαστε καλά» είπε κι έδειξε μπροστά με το δάχτυλο.
Από μακριά ακούγονταν σβησμένες φωνές. Ο καπετάνιος έβγαλε τα κιάλια και κοίταξε με προσοχή. Κάτω η γυμνή γη της κατηφοριάς έσβηνε σε μια χαράδρα γεμάτη πλατάνια και ρείκια. Από την αντικρινή όχθη ξεκίναγε ένα μονοπάτι με κυπαρισσότοιχο, που λόξευε και οδηγούσε σ’ ένα μεγάλο ψήλωμα. Τα μάτια του σταμάτησαν στην κορφή. Τρεις φαντάροι είχαν ξετρυπώσει μέσα από τα πευκόδεντρα. Οι σκιές τους απλώνονταν μακριές στον πρωινό ήλιο. Πιο πέρα σκηνές και δεμένα μουλάρια. Στα ριζά του λόφου, από την πλευρά των αντιπρανών, είχε κατασκηνώσει ένας λόχος του κυβερνητικού στρατού.
Ο καπετάνιος είπε πως κάναμε λάθος που σταματήσαμε πάνω στη φαλακρή πλαγιά. Κατέβασε τα κιάλια που κρέμονταν από το λαιμό και τα ’κλεισε στη θήκη. Μα αν κινάγαμε τώρα, θα μας έπαιρναν χαμπάρι. Η γη είναι γυμνή, συμπλήρωσε. Συρθήκαμε με την κοιλιά πίσω από μια συστάδα βράχων και λουφάξαμε. Ζεμάταγε ο ήλιος. Στο μέτωπό μου ο ιδρώτας κύλαγε στα φρύδια. Μα δεν μποράγαμε να κάνουμε κι αλλιώς. Κάποια στιγμή ο Χριστόφορος, ένας κοντούλης αγρότης που τον έλεγαν και Ζαβό, σκούντηξε με το κοντάκι τον Ζιώγα, που μουρμούριζε να σωπάσει. Αφουγκραστήκαμε με προσοχή. Σε λίγο ένας σκύλος ανέβαινε στην ανηφοριά και γάβγιζε τα ίχνη μας. Στο κατόπι του ένας φαντάρος. Σαν πεταλίδες κολλήσαμε στο βράχο. Δε βλέπαμε. Μα ξεχωρίζαμε το τρίξιμο της αρβύλας στο χορτάρι. Τα βήματα ζύγωναν. Πάγωσε το αίμα μου. Μύριζε άγρια μέντα κι ένα μπαμπακωτό άσπρο σύννεφο ξεμάκραινε στον ουρανό.
Ο καπετάνιος μάς κοίταξε σιωπηλά κι έφερε το δάχτυλο στα χείλη. Όπλισε μαλακά και σημάδεψε το φαντάρο. Έκλεισα τα μάτια. Με τον πυροβολισμό διπλώθηκε στα δύο κι έπεσε με έναν ξερό γδούπο στο χώμα κουτρουβαλώντας σαν βαριά πέτρα στην κατηφοριά. Η τουφεκιά ακούστηκε αναδιπλασιασμένη στην αντικρινή πλαγιά. Μετά ξανασημάδεψε το σκύλο, που ούρλιαζε αλλοπαρμένος.
Βάλαμε τα πόδια στην πλάτη. Με μια ανάσα και την ψυχή στο στόμα φτάσαμε στο φρύδι της κορφής. Πίσω μας οι όλμοι και οι ριπές από τα πολυβόλα του λόχου ξεσήκωναν τον τόπο. Χυθήκαμε στην πίσω πλευρά και πήραμε τον γκρεμοκατήφορο. Σε λίγο ο στρατός έπιασε την κορφή της Αετομηλιάς που είχαμε αφήσει. Βούιζαν στ’ αυτιά μας οι ριπές. Μετά από ώρα οι πυροβολισμοί μάκρυναν. Σαν φτάσαμε πάλι στην Κομμένη Πέτρα, χαθήκαμε στα ευλογημένα πεύκα. Κρυφτήκαμε σ’ ένα λαγκάδι και κουρνιάσαμε σε κάτι βαθιά γούπατα.
Έτρεχαν τ’ αστέρια πάνω από τις κορφές των έλατων. Στη μαλακή ανηφοριά προς τον Αϊ-Δημήτρη μάς έπιασε το φεγγάρι. Ο καπετάνιος σήκωσε το κεφάλι στον ουρανό και λογάριασε πως είχαμε δρόμο ακόμα. Είχαμε κινήσει το απόβραδο προς τη ρεματιά, μα αλλάξαμε δρομολόγιο. Ένα χιλιόμετρο μετά στρίψαμε κατά το νοτιά με κατεύθυνση τώρα τις υπώρειες του Ζυγού. Πεζοπορία πάλι με τα όπλα και τα σακίδια στην πλάτη.
Αχάραγα φτάσαμε στην Καψάλα. Ψάξαμε για ντορό ανθρώπων ή ζώων, μα το ύψωμα φαινόταν απάτητο. Καταυλιστήκαμε πρόχειρα. Ο καπετάνιος όρισε τον Χριστόφορο στη σκοπιά και γείραμε ψόφιοι στη ρίζα ενός ψηλόκορμου έλατου. Μονοκόμματος μου ’ρθε ο ύπνος κάτω από τα βλέφαρα κι έλυσε γρήγορα το κορμί μου.
Το μεσημέρι μάς καλοξύπνησαν τα πουλιά. Ένα πετρογέρακο έκανε κύκλους στον ασπρογάλαζο ουρανό. Βούιζε ο άνεμος και κούναγε ρυθμικά τις κορφές των δέντρων. Η πείνα μάς είχε ζαλίσει και σκάβαμε τα σακίδια για περιτρίμματα. Ο καπετάνιος βγήκε στο ξέφωτο κι αγνάντεψε το τοπίο. Στα δυτικά λίγα άσπρα σύννεφα διέσχιζαν την καμπύλη του ουρανού κι ακουμπούσαν στην τεθλασμένη γραμμή του ορίζοντα. Πιο κάτω, μια ώρα δρόμο από το χωριό του Αϊ-Δημήτρη, γυάλιζαν στον ήλιο οι τσίγκοι μιας στάνης.
Το απομεσήμερο πέντε άντρες κατηφορίσαμε και πλησιάσαμε το γρέκι. Στα εβδομήντα μέτρα σταθήκαμε. Δεν ακουγόταν φωνή, μήτε τσουκάνια από πρόβατα. Άμα ζυγώσαμε κι άλλο, γλιστρήσαμε πρηνηδόν πίσω από τον κορμό ενός δέντρου. Ο καπετάνιος έγνεψε με το κεφάλι στον Μηνά, δυο μέτρα ντερέκι, και στους δυο Παλιοκαστρινούς να μπουν μέσα. Ένα γέρικο μαντρόσκυλο τους μυρίστηκε, μα το μαύλισαν σιγανά. Απ’ το ζυγουρομάντρι δυο αρνιά βέλαξαν σαν να γύρευαν τις μάνες τους.
Σε λίγο βγήκαν έξω σέρνοντας ένα γέρο απ’ τις μασχάλες. Χωμένος ανάμεσα στα άχερα, πίσω απ’ τα σαμάρια, έκανε τον ψόφιο κοριό. Τον σβάρνιξαν προς την κατεύθυνση του Μάρκου και τον πέταξαν σαν μαδέρι μπρούμυτα στα πόδια του.
Οι πέντε κάναμε έναν κύκλο γύρω του. Ο Μηνάς, που τον έλεγαν κι Αγέλαστο, τον σκούντηξε στα κωλιά με την άκρη της αρβύλας και τον γύρισε ανάσκελα.
«Πατριώτη, τι θα δώσεις για τον αγώνα;» ρώτησε μέσα από τα χείλη, που ήταν πάντα σφιγμένα για να μη φαίνονται τα χαλασμένα δόντια.
Ο γέρος κοίταξε χλωμός τους αρματωμένους άντρες με φόντο τον γαλάζιο ουρανό.
«Το κοπάδ’ είναι στη Δριστέλα. Δυο ώρες δρόμο» είπε ψελλίζοντας.
«Ξινόγαλο έχω μόνο, παιδιά, κάνα δύο καρβέλια και τυρί» πρόσθεσε με τρεμάμενη φωνούλα.
«Τσιγάρα έχεις;»
Έβγαλε το πακέτο από την τσέπη και το κράτησε στην παλάμη.
Ο καπετάνιος παρακολουθούσε το διάλογο σιωπηλός.
«Φάνηκε στρατός στην Καψάλα;» ξαναρώτησε ο Μηνάς.
«Πέρασε μια διλοχία».
«Πότε;»
«Πριν μια βδομάδα».
Τον αγριοκοίταξε. Έστρεψε το βλέμμα στον καπετάνιο.
«Δε μιλάει καλά» είπε και σήκωσε το πιστόλι. «Θα μας προδώσει».
«Να χαρείτε τη μανούλα σας, παιδιά» ψιθύρισε ο γέρος σε μια ύστατη προσπάθεια. Σαν δαρμένο σκυλί μαζεύτηκε κι έσφιξε το πακέτο στη χούφτα. Τα δάχτυλά του ροζιασμένα από το άρμεγμα. Ο Αγέλαστος όπλισε και γύρισε τώρα το βλέμμα στο γέρο σαν να τον ζύγιζε.
Ο καπετάνιος κοίταξε το πρόσωπο του τσομπάνου. Τυραγνισμένο. Ζαρωμένο από τα χρόνια και τις ρυτίδες. Σαν του πατέρα του. Άπλωσε αργά το χέρι. Έπιασε το όπλο του Μηνά και το κατέβασε. Ο παππούλης παιχνίδισε τα βλέφαρα. Χαλάρωσε το πακέτο στην παλάμη και ξεφούσκωσε τα πνευμόνια. Φορτωθήκαμε τα ζυγούρια στην πλάτη. Μαζέψαμε τα λίγα καρβέλια, ένα τουλούμι τυρί και τα κουβαλήσαμε στην Καψάλα.
Το βραδάκι κατεβήκαμε σε μια βαθιά χαράδρα γεμάτη κροκάλες. Η φωτιά ήταν προδότης κι έπρεπε να χωθούμε κατάπατα για να ψήσουμε τα αρνιά. Κοίταγα τον καπετάνιο, που πάταγε με το γόνα το κορμί τους. Γύριζε το λαιμό με τη μεγάλη παλάμη κι έμπηγε το μαχαίρι στη σάρκα. Τα αρνιά σπαρταρούσαν. Βέλαζαν από τον πόνο. Σφίγγονταν και τινάζονταν απελπισμένα να ξεφύγουν από το λεπίδι, μα εκείνος το βύθιζε πιο βαθιά. Το αίμα πεταγόταν με ορμή και πιτσίλιζε το χώμα. Κι ύστερα, όπως τα ’γδερνε, κρεμασμένα σε ένα κλαδί, στράγγιζε από τα σφαχτάρια κι έκανε μικρά ρυάκια στο χορτάρι. Ο καπετάνιος τύλιγε με τέχνη τα έντερα και τα γλυκάδια πάνω στη βέργα με τις συκωταριές. Στο τέλος έπλυνε το μαχαίρι με νερό. Το σκούπισε δύο φορές πάνω στο πουκάμισο και το ’συρε προσεκτικά στην άκρη του αντίχειρα. Σήκωσα το βλέμμα. Τα πρώτα αστέρια είχαν ανάψει στον ουρανό.