prodimosieysi stefanakis

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Δημήτρη Στεφανάκη «Μινώταυρος», το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 23 Μαρτίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

«Για το φονικό δεν κατέχω πράμα» απαντούσε ο Γιαννιός Αστάκης όλα τα χρόνια της ζωής του σε όποιον ρωτούσε να μάθει για τη δολοφονία του Μπραήμη, του επονομαζόμενου Μινώταυρου.

Είναι όμως σίγουρο πως o φόνος έγινε ένα αυγουστιάτικο μεσημέρι του 1894 στην Άρβη, με τον τρόπο που γίνονταν πάντοτε όλα στην περιοχή, σχεδιασμένα δηλαδή ως την τελευταία λεπτομέρεια ώστε να μην αφήνεται τίποτα στην τύχη. Και δεν ψεύδονται όσοι ισχυρίζονται ότι τη χαριστική βολή στον Τούρκο την έδωσε ο αδερφός του Γιαννιού, ο Μιχαήλος. Το έλεγε άλλωστε από παιδί: «Εγώ μια μέρα θα τον ξεκάνω τον Μπραήμη». Τον μάλωνε ο κύρης του, μα ο μικρός τον χαβά του. Τον χλεύαζαν οι χωριανοί: «Και τι θα κάμεις; Δεν μας είπες, ωρέ Μιχαήλο». Όμως εκείνος φύλαγε να δώσει την απάντηση στην ώρα της. Έκλωθε χρόνια μες στο παιδικό μυαλό του το σχέδιο της δολοφονίας αγριεύοντας τη φαντασία του, και ίσως αυτό εξηγεί τις κρίσεις επιληψίας που τον έφταναν ως τη λιποθυμία. Σχεδίαζε και σχεδίαζε, προβλέποντας το καθετί, και σημείωνε τις ανομίες του Τούρκου νταή με την ακρίβεια που δείχνει κανείς στους αριθμούς. Με την προτροπή του θείου Αθανασού, που ξεσυνεριζόταν τον ανιψιό του στην κουζουλάδα, μελέτησε για καιρό τις κινήσεις του Μπραήμη στην επαρχία και κάτεχε πια καλά τις αδυναμίες του: τα μεθοκοπήματά του στον τούρκικο καφενέ της Άρβης, τα πάρε δώσε με την πόρνη τη Μαγδαληνή, που από παραφθορά του ονόματός της κατέληξε να τη φωνάζουν Μανταληνή, το πηγαινέλα από τη Γεράπετρο μ’ ένα καΐκι της εμπιστοσύνης του, το σμίξιμό του με τους Γερλήδες, τους τρομερούς Τουρκοκρήτες που κατέβαιναν κάθε φορά ποδαράτοι από τη Βιάννο για να τον συναντήσουν και να ξεχυθούν στην επαρχία. Χωρίς αυτούς ο Μπραήμης έμοιαζε με χοχλιό δίχως καύκαλο.

Και τα ταίριαξε όλα στην εντέλεια ο νεαρός Μιχαήλος στα κατάστιχα εκείνης της μέρας, ώστε και ο Μπραήμης να μεθοκοπά στον καφενέ με τη Μανταληνή κι ο καϊκτσής να μην τον περιμένει, παρά να γλιστρήσει μακριά από το αγκυροβόλιο, αλλά και οι Γερλήδες να μη φανούν, όπως συνήθως, αφού οι χαΐνηδες, ειδοποιημένοι, τους καρτέρεψαν και τους γύρισαν πίσω. Ακόμα και ο γερο-καφετζής, που θα έπρεπε κανονικά να παραστέκει στον μουστερή του, αγνόησε ή έκανε πως αγνόησε τις ύποπτες κινήσεις των τεσσάρων νεαρών που έζωσαν το μαγαζί του.

Έτσι έπεσε στη φάκα ο Μπραήμης εκείνο το μεσημέρι του Αυγούστου. Και όλα λειτούργησαν σαν μια καλοστημένη παράσταση στην οποία οι ηθοποιοί ήξεραν από πριν πού πρέπει να σταθούν, τι να πουν και τι να κάνουν.

Ο μόνος που αγνοούσε την κατάληξη ήταν ο άμεσα ενδιαφερόμενος. Οι σύντροφοι του Μιχαήλου, ψυχωμένοι νέοι όλοι τους, τον πίεζαν να τελειώνουν μια ώρα αρχύτερα, αλλά εκείνος άφησε τον χρόνο να δουλέψει, να φάει και να πιει ο Μπραήμης έτσι ώστε να τον βρουν ζαβλακωμένο από το σπίρτο και από τη ζέστη, καταδικασμένο στα σίγουρα. Τώρα θα πλήρωνε για όλες τις ασχήμιες του, κι όταν τους είδε να μπουκάρουν και κατάλαβε πια τι τον περίμενε, ήταν αργά.

Τη μέρα που σφάξανε τον Μπραήμη έπνευσε αέρας ενθουσιασμού σε όλα τα χωριά της Βιάννου. Ο πατέρας του Μιχαήλου, ο Σταύρος Αστάκης, ένας λεβεντάνθρωπος που έσκυβε για να περάσει από τις πόρτες, έσφιξε όλο το απόγευμα ίσαμε διακόσια χέρια και δέχτηκε τα συγχαρητήρια αυστηρός και ανέκφραστος, όπως πάντα.

Κατά το σούρουπο πήρε τον δρόμο που οδηγούσε στην άκρη του χωριού, εκεί όπου είχε το κονάκι του ο Μανούσαγας. Δεν πήγαινε με φόβο. Ο αγάς είχε ζητήσει να τον δει, αλλά ο θεληματάρης τού μετέφερε αυτή την πρόσκληση χωρίς κάτι επιτακτικό στον τόνο της φωνής του. Περισσότερο με παράκληση φίλου έμοιαζε. Και η αλήθεια είναι ότι με τον αγά ο Σταύρος Αστάκης ή «Αγριμάκης», όπως άκουγε στο χωριό, δεν είχε διαφορές.

Μισό αιώνα σχεδόν ο Οθωμανός διαφέντεψε ήπια, παρά την αγραμματοσύνη και τη xοντροκοπιά του, σαν ένας μικρός θεός που όλοι έτρεμαν την τιμωρία του. Μέσα στα χρόνια κουβαλούσε τα χούγια του – αλλά και ποιος ο αναμάρτητος; Ως νέος είχε τις απαιτήσεις του, κι όσο υπήρχαν μουσουλμάνοι στο χωριό, θάρρευε και έκανε τα δικά του. Μεθούσε και άπλωνε χέρι στα κορίτσια του κοσμάκη και στο ξένο βιος, αλλά τα χέρια του με αίμα δεν τα λέρωσε. Ύστερα, όταν έλειψαν οι ομόθρησκοί του και πλήθυναν οι χαΐνηδες στα γύρω βουνά, ο Μανούσαγας συμμορφώθηκε.

Ο Σταύρος σύγκρινε τα μάτια του αγά και του παπά. Παράξενο: Ο ένας είχε ξεκινήσει από την αγριάδα και μαλάκωνε με τα χρόνια, ο άλλος από τη γλύκα του Θεού είχε πέσει σ’ έναν θυμό που μάταια γύρευε να εξηγήσει.

Μες στο αγύριστο κεφάλι του είχε τελικά λίγα δράμια μυαλό. Τον συνέτισε και η ποδάγρα, που τον βασάνιζε από μια ηλικία και μετά. Μακάρι να γνώριζαν κι άλλα χωριά τέτοιους αγάδες.

Τον υποδέχτηκε με το φέσι και τα φράγκικα ρούχα. Από τη θηριώδη κορμοστασιά είχε απομείνει ένας γέρικος σκελετός, με πλούσια, μακριά γενειάδα, που τη φώτιζε αχνά το φως από τα λαδοφάναρα. Στο βλέμμα του είχε θρονιάσει μια ανεξήγητη μελαγχολία, που εύκολα κανείς τη συνέχεε με τη σοφία. Ή ίσως δεν ήταν σοφία αλλά γλυκύτητα.

Ο Σταύρος σύγκρινε τα μάτια του αγά και του παπά. Παράξενο: Ο ένας είχε ξεκινήσει από την αγριάδα και μαλάκωνε με τα χρόνια, ο άλλος από τη γλύκα του Θεού είχε πέσει σ’ έναν θυμό που μάταια γύρευε να εξηγήσει. Τα αψιδωτά φρύδια του Μανούσαγα κάτω από το φεσάκι του δεν είχαν χάσει το σχήμα τους και θύμιζαν στον Σταύρο τις καμάρες που αντίκρισε νέος στα τείχη του Μεγάλου Κάστρου. Κάθε φορά που άρχιζε μια φράση του, αυτά τα καλοσχηματισμένα φρύδια ανασηκώνονταν και έδιναν μια ιλαρή έκφραση στο πρόσωπό του. Καθισμένος ο αγάς σε μια σκουρόχρωμη πολυθρόνα που είχε ξεφτίσει με τα χρόνια, με το πονεμένο ποδάρι του πάνω σ’ έναν μικρό σοφά, έκανε νόημα στον επισκέπτη του να καθίσει και στον φαμέγιο να βγει απ’ το δωμάτιο. Στην αρχή δεν έλεγε τίποτα, άφηνε μόνο τις χάντρες από το κομπολόι του να πέφτουν η μία πάνω στην άλλη σαν τους χτύπους ενός ρολογιού. Όταν άρχισε να μιλά, ήταν σαν να είχαν ειπωθεί τα ανούσια λόγια και τώρα πήγαινε κατευθείαν στην ουσία:

«Σκέφτομαι, κυρ Σταύρο, τα κοπέλια σου. Τα έχω έγνοια, να σου πω. Με αυτά που άκουσα σήμερα, ανήσυχο με βλέπεις. Θέλω να ξέρεις πως, αν έρθουν οι δικοί μου να ζητήσουν λογαριασμό, δεν θα μπορώ να κάνω πράμα. Και οφείλω, κυρ Σταύρο, οφείλω στον γονέα σου, που κάποτε μ’ έσωσε από τον χαΐνη τον Συμιακό. Κι όπως τότε εκείνος, έτσι κι εγώ σε συμβουλεύω να κρυφτούνε τα παιδιά. Και πάντα με τον τσιφτέ αγκαλιά. Θα πάρει καιρό τούτη η δουλειά!»

Ο Σταύρος Αστάκης δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Κοίταξε έκπληκτος τον συνομιλητή του, που σαν να μετάνιωνε για όσα ξεστόμισε και είχε χαμηλώσει το βλέμμα.

«Εγώ, αγά μου…» άρχισε ο Σταύρος.
«Μην πεις πράμα» τον έκοψε ο αξιωματούχος. «Στοχάζομαι καμιά φορά τι σόι χριστιανός θα είχα γίνει του λόγου μου. Και λέω, κυρ Σταύρο, πως τον Χριστό και τον Αλλάχ ούτε συ ούτε κι εγώ τους απαντήσαμε ποτέ. Εκτός κι αν εσύ τους απάντησες».
«Όχι βέβαια!»
«Τότε, για ποιον λόγο δεν φιλιώνουμε παρά τρωγόμαστε σαν τα σκυλιά μες στον αιώνα;»

Μεσολάβησε ένα διάστημα σιωπής, όπου ακουγόταν μόνο το τρίξιμο της πολυθρόνας του αγά, που γύρευε κάπως να βολευτεί, και ο μακρινός αχός από τις ενθουσιώδεις φωνές των χωρικών, που δεν έλεγαν να κοπάσουν όλο το απόγευμα. Μ’ ένα νεύμα του ο ηλικιωμένος άντρας τού έδειξε πως μπορούσε να αποσυρθεί. Ο Σταύρος τον ευχαρίστησε με την παλάμη στο στήθος και χωρίς άλλη ειδοποίηση σηκώθηκε και βγήκε στον δρόμο.

Είχε πια σουρουπώσει για τα καλά όταν φώναξε τον μεγάλο του γιο, τον Γιαννιό, και του είπε να ετοιμάσει τον γάιδαρο και να φύγει αύριο πρωί πρωί για τον Τσούτσουρο. Ο Γιαννιός, που σκεφτόταν την αρραβωνιαστικιά του, είπε πως μπορούσε να φύγει και την άλλη βδομάδα. Ήταν νωρίς ακόμη για τον τρύγο. Πιο πολύ βάρος θα γινόταν στον θείο του τον Αθανασό τώρα. Το σκοτεινό βλέμμα του γονιού του, ωστόσο, του έδωσε να καταλάβει.

Χωρίς άλλη κουβέντα πήγε να ετοιμαστεί. Η μάνα του, η Χαχαλού, υπολόγισε μια αλλαξιά παραπάνω απ’ ό,τι συνήθως και του έδωσε την ευχή της.

«Θα κάμουμε χρόνο ίσως να σε ξαναδούμε, Γιαννιέ μου» του είπε και την πήραν τα κλάματα.

Έτρεξε στο σπίτι των Αγγελάκηδων με την ελπίδα πως η Σωτηρία θα είχε επιστρέψει από τη Βιάννο. Χτύπησε και δεν του άνοιξε κανείς. Επέμεινε όμως γιατί έβλεπε το αναιμικό φως του κεριού στο παράθυρο. Στο τέλος πρόβαλε η Ελενάρα. Μες στο μισοσκόταδο διέκρινε τη στιβαρή φιγούρα της. Από τον καιρό που ήταν δάσκαλοί του αυτή και ο άντρας της δεν άλλαξε τίποτα. Ακόμα και τώρα που θα γινόταν γαμπρός της του φερόταν λες και ήταν μαθητής του δημοτικού. Τη ρώτησε για την κόρη της, εκείνη αποκρίθηκε πως θα επέστρεφε μεθαύριο, και τότε ο Γιαννιός είπε πως θα χρειαζόταν να απουσιάσει για μερικές μέρες, δεν θα ήταν για πολύ, μόνο μερικές μέρες. Η Ελένη δεν σχολίασε. Την καληνύχτισε και γύρισε σπίτι.

Έκοψε ένα φύλλο από τα κατάστιχα του πατέρα του, δανείστηκε το μολύβι του και στο φως του κεριού έγραψε ένα ολιγόλογο σημείωμα στην αρραβωνιαστικιά του. Του ήταν πιο βολικό να της γράφει παρά να της μιλά, και θα της έγραφε βουνά ολόκληρα από λέξεις, αν δεν είχε τον φόβο του ανθρώπου που δεν παιδεύτηκε με τα γράμματα όσο θα έπρεπε. Η Σωτηρία τού έκανε παράπονα γι’ αυτό: «Πάλι τσιγκουνεύτηκες τις λέξεις, Γιαννιέ, λες και τις πληρώνεις». Άμα όμως ξεθάρρευε και της έγραφε κάτι περισσότερο, πάντα θα έκανε κάποιο λάθος, και το μάτι της πήγαινε πρώτα σ’ αυτό και μετά σε όσα έλεγαν οι λέξεις.

metaixmio stefanakis minotavrosΑυτή τη φορά τουλάχιστον έδωσε τον καλύτερό του εαυτό, μα όσο κι αν το μελέτησε, στο τέλος δεν ήταν σίγουρος πως ήταν και ολόσωστο. Το εμπιστεύτηκε στην αδερφή του την Υπομονή για να της το δώσει κι εκείνη βαρυγκώμησε − «δεν της καλοθελώ», όπως έλεγε συχνά για τη μέλλουσα νύφη της.

Είπε πως θα πλάγιαζε νωρίς, αλλά ήθελε να δει και τους φίλους του. Το χωριό ξεχείλιζε από κόσμο. Οι γυναίκες στις αυλές των σπιτιών και οι άντρες στους καφενέδες με τα ψευτοφάναρα δημιουργούσαν ένα πανδαιμόνιο μες στη ζεστή αυγουστιάτικη νύχτα. Το φεγγάρι έριχνε απλόχερα φως στα σκοτεινά σοκάκια κι ο Γιαννιός σκέφτηκε: Αύριο θα ’χουμε πανσέληνο. Είναι παράξενο πώς η χαρά και η καλοκαιρία γιγαντώνουν τα χωριά και τα κάνουν να μοιάζουν με μεγάλες πόλεις. Αντίθετα, τις βροχερές νύχτες του χειμώνα, που η ανθρώπινη ψυχή, θέλει δεν θέλει, θλίβεται και αναδιπλώνεται, νομίζεις πως το ίδιο χωριό είναι δυο σπιτάκια όλα κι όλα.

Όποιον καφενέ κι αν έβρισκε στον δρόμο του έστεκε, γιατί όλο και κάποιος τον φώναζε να τον κεράσει. Μιλούσαν για τον αδερφό του λες και ήταν εθνικός ήρωας. Ένας γέρος ιστόρησε την τελευταία φορά που ο Μπραήμης με τους δικούς του είχε περάσει από το χωριό. Ήταν καλοκαίρι, μέρα μεσημέρι. Ο Τούρκος νταής, τύφλα στο μεθύσι, βολτάριζε στους δρόμους με την ολοκαίνουργια γυαλιστερή πιστόλα του, όταν είδε έναν χωριανό με την κατσίκα του να περνά από μπροστά του. Του φώναξε: «Στάσου, κακομοίρη άνθρωπε, να σου πω. Τούτη δω την καινούργια πιστόλα μού την πούλησαν στη Γεράπετρο και ξέχασα να δοκιμάσω αν ξαμώνει καλά. Λέω λοιπόν να τη δοκιμάσω πάνω σου ή πάνω στην κατσίκα σου. Εσύ να διαλέξεις. Αν έχετε τύχη και δεν πάρει φωτιά, καλώς· ειδεμή, ετσάτανε το κισμέτ σας». Ο χωριανός –τι να κάνει– έδειξε έντρομος το ζώο και ο Μπραήμης με μια πιστολιά το σώριασε χάμω. Παράγγειλε ύστερα στον άτυχο άνθρωπο να το μαγειρέψει, και το βραδάκι πήγανε στο σπίτι του όλη η συμμορία και αρχίσανε να τρώνε και να πίνουν. Έσυραν με το ζόρι και κάποια θηλυκά από το χωριό και ύστερα, όταν τέλειωσε το τσιμπούσι, θέλανε οπωσδήποτε να τα πάρουν μαζί τους. Οι χωριανοί έτρεξαν στον αγά, που μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχε ξεμυτίσει, κι εκείνος, πιεζόμενος, έστειλε μήνυμα στον Μπραήμη να διαλέξει ένα απ’ όλα μόνο για τη χάρη του. Ο Μπραήμης όρισε την κόρη του παπά. Είπαν πως το έκανε επίτηδες. Επίτηδες ξεπίτηδες, την πήρε και η κοπέλα γύρισε ύστερα από μια βδομάδα στο χωριό μισόγυμνη και ατιμασμένη. Ανήμερα της Παναγίας κρεμάστηκε από τον κλώνο της ελιάς από την ντροπή της.

Ακολουθήστε την bookpress.gr στο Google News και διαβάστε πρώτοι τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

«Απάρνηση» του Άρη Μαραγκόπουλου (προδημοσίευση)

«Απάρνηση» του Άρη Μαραγκόπουλου (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπασμάτων από το μυθιστόρημα του Άρη Μαραγκόπουλου «Απάρνηση», το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 24 Φεβρουαρίου από τις εκδόσεις Τόπος.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Επιφάνεια Ι
(Ο Νικόλας δεν είναι πια εδώ)

...
«(Α)Κατάλληλο Timing» της Ελένης Αλεξανδροπούλου (προδημοσίευση)

«(Α)Κατάλληλο Timing» της Ελένης Αλεξανδροπούλου (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη συλλογή διηγημάτων της Ελένης Αλεξανδροπούλου «(Α)Κατάλληλο Timing», η οποία θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Νίκας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

«Ο Αύγουστος, όσο μεγαλώνεις, μοιάζει πικρός. Οι περισ...

«Mind the gap» του Λάζαρου Αλεξάκη (προδημοσίευση)

«Mind the gap» του Λάζαρου Αλεξάκη (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη συλλογή διηγημάτων του Λάζαρου Αλεξάκη «Mind the gap», η οποία θα κυκλοφορήσει στις 5 Φεβρουαρίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Είχε φτάσει σε μικρή απόσταση από τη βιτρίνα, και το νυχτεριν...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

7 θεατρικές φωνές στις εκδόσεις Βακχικόν

7 θεατρικές φωνές στις εκδόσεις Βακχικόν

Επτά νέες θεατρικές εκδόσεις που κυκλοφόρησαν το τελευταίο διάστημα από τις εκδόσεις Βακχικόν. 

Επιμέλεια: Book Press

Λιώνουν οι πάγοι, Βίκυ Κλεφτογιάννη

...
«Ανήκουστος βλάβη» του Ντέιβιντ Λοτζ (κριτική) – Μια καυστική παρωδία των campus novels

«Ανήκουστος βλάβη» του Ντέιβιντ Λοτζ (κριτική) – Μια καυστική παρωδία των campus novels

Για το μυθιστόρημα του Ντέιβιντ Λοτζ (David Lodge) «Ανήκουστος Βλάβη», που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κυψέλη σε μετάφραση Έφης Τσιρώνη.

Γράφει ο Αντώνης Γουλιανός

Στο μυθιστόρημά του Deaf Sentence (με...

Εκδήλωση για τη συλλογή διηγημάτων του Δήμου Χρυσού «Ο ερημίτης του Ραχμαντάν και άλλες ιστορίες»

Εκδήλωση για τη συλλογή διηγημάτων του Δήμου Χρυσού «Ο ερημίτης του Ραχμαντάν και άλλες ιστορίες»

Παρουσίαση της συλλογής διηγημάτων του Δήμου Χρυσού «Ο ερημίτης του Ραχμαντάν και άλλες ιστορίες», τη Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου.

Επιμέλεια: Book Press

Τη Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου, στις 19:30, η Αλυσίδα Πολιτισμού IANOS και ...

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«Στη σκόνη» της Μοργκάνα Κρέτζμαν (προδημοσίευση)

«Στη σκόνη» της Μοργκάνα Κρέτζμαν (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Βραζιλιάνας Μοργκάνα Κρέτζμαν [Morgana Kretzmann] «Στη σκόνη» (μτφρ. Ζωή Καραμπέκιου), το οποίο θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Βακχικόν.

Επιμέλεια: Κωστας Αγοραστός

Ρόδια και Τσιγάρα

...
«Απάρνηση» του Άρη Μαραγκόπουλου (προδημοσίευση)

«Απάρνηση» του Άρη Μαραγκόπουλου (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπασμάτων από το μυθιστόρημα του Άρη Μαραγκόπουλου «Απάρνηση», το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 24 Φεβρουαρίου από τις εκδόσεις Τόπος.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Επιφάνεια Ι
(Ο Νικόλας δεν είναι πια εδώ)

...
«Ψυχή ντυμένη αέρα» της Έλενας Χουζούρη (προδημοσίευση)

«Ψυχή ντυμένη αέρα» της Έλενας Χουζούρη (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη μελέτη της Έλενας Χουζούρη «Ψυχή ντυμένη αέρα – Ανθούλα Σταθοπούλου - Βαφοπούλου: Η μούσα της μεσοπολεμικής Θεσσαλονίκης», η οποία θα κυκλοφορήσει το επόμενο διάστημα από τις εκδόσεις Επίκεντρο.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Η Μάγε...

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

«Τι να διαβάσω;» – 15 επανεκδόσεις ελληνικής πεζογραφίας που έρχονται στα βιβλιοπωλεία το επόμενο διάστημα

«Τι να διαβάσω;» – 15 επανεκδόσεις ελληνικής πεζογραφίας που έρχονται στα βιβλιοπωλεία το επόμενο διάστημα

Δεκαπέντε βιβλία πεζογραφίας, εξαντλημένα (τα περισσότερα), επανεκδίδονται και διεκδικούν νέους αναγνώστες.

Γράφει ο Κώστας Αγοραστός

Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας: Αγγλία (εκδ. Διόπτρα)

...
«Τι να διαβάσω;» – 15 βιβλία ελληνικής πεζογραφίας που κυκλοφορούν το επόμενο διάστημα

«Τι να διαβάσω;» – 15 βιβλία ελληνικής πεζογραφίας που κυκλοφορούν το επόμενο διάστημα

Δεκαπέντε βιβλία ελληνικής πεζογραφίας (μυθιστορήματα, νουβέλες και διηγήματα) που αναμένουμε τις επόμενες μέρες ή εβδομάδες. Στην κεντρική εικόνα, ο Αλέξης Πανσέληνος, η Μάρω Βαμβουνάκη και ο Μιχάλης Μοδινός.

Γράφει ο Κώστας Αγοραστός

Μυθιστ...

Σίρλεϊ Τζάκσον (1916-1965): Η ευαίσθητη μάγισσα των αμερικανικών γραμμάτων

Σίρλεϊ Τζάκσον (1916-1965): Η ευαίσθητη μάγισσα των αμερικανικών γραμμάτων

Η Σίρλεϊ Τζάκσον [Shirley Jackson, 1916-1965] ήταν πολλά περισσότερα από μια συγγραφέας ιστοριών τρόμου. Με άξονα δύο βιβλία της που κυκλοφόρησαν ή επανακυκλοφόρησαν πρόσφατα «Η λοταρία και άλλες ιστορίες» (μτφρ. Χρυσόστομος Τσαπραΐλης) και «Ζούσαμε πάντα σε ένα κάστρο» (μτφρ. Βάσια Τζανακάρη) από τις εκδόσεις ...

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

Newsletter

Θέλω να λαμβάνω το newsletter σας
ΕΓΓΡΑΦΗ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

ΦΑΚΕΛΟΙ