Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη νουβέλα του Κώστα Ακρίβου «Ανδρωμάχη» που θα κυκλοφορήσει στις 13 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Δεν υπάρχει, λέω, τίποτα πιο σκληρό και άδικο από το να πρέπει να αγαπάς κάποιον που κανονικά θα έπρεπε να μισείς με όλη σου την ψυχή. Να ανοίγεις την αγκαλιά και να χαρίζεις το φιλί σ’ έναν άνθρωπο που, αν τα πράγματα γίνονταν σωστά από τους θεούς, θα ταίριαζε μονάχα η απέχθεια και η περιφρόνηση. Το μίσος.
Όταν ένιωσα στα σπλάχνα μου να σκιρτάει ο βλαστός του ανθρώπου που κατέστρεψε τη ζωή μου, το πρώτο που σκέφτηκα ήταν ότι πρέπει να αφανιστούμε και οι δύο· εγώ και ο σπόρος του. Μαζί, εντελώς, δίχως έλεος κανένα.
Μόλις κατάφερα να διώξω το θάμπος απ’ τον νου, μπόρεσα να αρθρώσω καθαρά τις σκέψεις με λόγια. «Χάσου, Ανδρομάχη! Φύγε από τούτον τον κόσμο! Τι άλλο χειρότερο περιμένεις για να ασπαστείς μόνη σου τον ίδιο σου τον θάνατο, τι;» Η Πρόκνη ξαφνιάστηκε. Φαίνεται, η δύστυχη, πίστευε πως μια κακιά μοίρα τερματίζεται με τους πολλαπλούς θανάτους. Όμως, τώρα έπρεπε να βιώσει μαζί μ’ εμένα και εκείνη την απόλυτη ντροπή, για να καταλάβει ότι δεν είναι ο θάνατος η κορύφωση του κακού. Το απόγειο της δυστυχίας συντελείται όταν το ίδιο σου το σώμα γεννάει, έστω και χωρίς τη θέλησή σου, ξανά και ξανά το κακό.
Ήταν η νύχτα –ποια άραγε στη σειρά;– που τον άκουσα να ανεβαίνει στο κάρο όπου κειτόμουν άλαλη, πιο πολύ και από νεκρή. Δεν είχαν περάσει πολλές μέρες από τον χαμό της Τροίας κι εγώ ήμουν ακόμη ποτισμένη ως το μεδούλι με τη στυφή γεύση των ανείπωτων γεγονότων. Ένα σώμα δίχως την αίσθηση του έξω κόσμου, στραγγισμένο από δάκρυα και θρήνους. Κάποια στιγμή, μες στο σκοτάδι ένιωσα χέρια να αναδεύουν τα κουρέλια με τα οποία ήμουν σκεπασμένη και να ψάχνουν το κορμί μου. Νόμισα πως ήταν η Πρόκνη και ετοιμάστηκα να της πω να φύγει, να μη νοιάζεται άλλο για μένα. Αλλά όχι. Με το επόμενο άγγιγμα κατάλαβα. Δεν ήταν η δούλη μου, εκείνος ήταν. Ο άνθρωπος που κατέστρεψε τη ζωή μου. Ο Νεοπτόλεμος. Με χέρια ακόμη υγρά από το αίμα των δικών μου έψαχνε τώρα να βρει εμένα για να με μολέψει. Ήρθε από πάνω μου και έσκισε ό,τι τιποτένιο ρούχο φορούσα. Πάλεψα, ούρλιαξα. Τίποτα. Αγρίμι που βρήκε το θήραμά του και το σπαράζει. Δεν κράτησε πολύ η ηδονή του. Με παράτησε ύστερα άφωνη και χάθηκε μες στη νύχτα. Εγώ αηδιασμένη, σιχαμένη με τον ίδιο μου τον εαυτό. Γιατί ήξερα πως έφταιγα. Έφταιγα γιατί συνέχισα να υπάρχω.
Όμως την ομορφιά οι θεοί τη θέλουν μακριά από τους ανθρώπους. Στη φύση, στα ζώα, στα επουράνια. Έτσι μπορούν και την τρυγούν πιο εύκολα απ’ ό,τι αν την είχαν δωρίσει στα θνητά τους δημιουργήματα. Αν τυχόν τους ξεφύγει και σταλάξει λίγη ομορφιά σε κάποιον άνθρωπο, φανερώνεται αμέσως ο φθόνος τους.
Σύρθηκε σε λίγο κοντά μου η Πρόκνη. Μου χάιδεψε συμπονετικά το μέτωπο, γρυλίζοντας θυμωμένη. Είχε δει, είχε καταλάβει. Ήταν σαν να ’λεγε με τον τρόπο της: «Λυπάμαι, Ανδρομάχη. Φοβάμαι, Ανδρομάχη. Πόσο θα κρατήσει ακόμη ο κατήφορος του πόνου και του εξευτελισμού σου;». Ένιωθα τα δάκρυα να πέφτουν από τα μάτια της και να σμίγουν μ’ εκείνα στο δικό μου πρόσωπο. Πάνω μας ο ουρανός έλαμπε με μυριάδες αστέρια. Όμως την ομορφιά οι θεοί τη θέλουν μακριά από τους ανθρώπους. Στη φύση, στα ζώα, στα επουράνια. Έτσι μπορούν και την τρυγούν πιο εύκολα απ’ ό,τι αν την είχαν δωρίσει στα θνητά τους δημιουργήματα. Αν τυχόν τους ξεφύγει και σταλάξει λίγη ομορφιά σε κάποιον άνθρωπο, φανερώνεται αμέσως ο φθόνος τους. Αν είναι άντρας, τον κατηγορούν για αλαζονεία. Αν γυναίκα, ακόμα χειρότερα: για αποπλάνηση. Με την πρώτη ευκαιρία θα πλαγιάσει με την όμορφη γυναίκα ο Δίας, θα την καταραστεί η Ήρα, θα δώσουν εντολή στον Άδη να αναλάβει αυτός το σκοτεινό του καθήκον.
Είχαν περάσει αρκετές μέρες κι άλλες τόσες νύχτες από τότε που τα κάρα άφησαν πίσω τους την πυρπολημένη Τροία, και τώρα πορεύονταν στους δρόμους της Θράκης. Λάσπη, γυμνά δέντρα, άνθρωποι στην άκρη του δρόμου να κοιτάζουν την πομπή μας σκυθρωποί· δεν ήταν όλοι φίλοι των νικηφόρων κατακτητών. Εκείνοι στο μεταξύ προχωρούσαν όλο φωνές και γέλια, κουβαλώντας την κουρσεμένη λεία τους. Χρυσά, ασήμια, τάματα από βωμούς, περιδέραια και βραχιόλια που πριν από λίγο καιρό κοσμούσαν ανύποπτα μέλη, εμάς. Όμως η Τροία ήταν τώρα πιο μακρινή και από ανάμνηση. Ένα τίποτα, παραδομένο στην έχθρα της φωτιάς και σ’ ένα παρελθόν που δεν είχε την παραμικρή πιθανότητα να γίνει μέλλον. Πόσα ήταν τα κάρα; Τη μία και μόνη φορά που γύρισα τα μάτια και δοκίμασα να τα μετρήσω, δεν άντεξα· ήταν σαν να αντίκριζα τα απομεινάρια μιας πόλης που δεν είχε υπάρξει ποτέ. Κουλουριασμένες γυναίκες, άλλες αγίνωτες ακόμη, άλλες στη δική μου ηλικία, κάποιες με άσπρα μαλλιά, να βογκούν και να σέρνουν σιγανά τον θρήνο τους. Ήξεραν όλες πού πάνε και τι τις περιμένει. Δούλες για να κουβαλούν νερό από το πηγάδι· να ταΐζουν στους στάβλους τα ζώα· να δέχονται ραπίσματα από τους άλλους δούλους· στο κορμί τους την πείνα του αφέντη. Αυτές τώρα οι παλιές περήφανες Τρωάδες. Σκέφτηκα πως λάθος κάνω και θρηνώ. Μάλλον δεν ήμουν η μόνη που έπαθε ό,τι εγώ πάνω στο κάρο της ντροπής, και ίσως αυτό να ήταν μονάχα η αρχή. Τέτοια σκέψη πέρασε απ’ το μυαλό μου. Μετά σκέφτηκα πως εκείνο που όφειλα να κάνω ήταν υπομονή. Υπομονή… Τι άνοστη λέξη κέρασαν οι θεοί τους ανθρώπους για να μετριάζεται η συμφορά τους! Μα μπορεί να γλυκαίνεται η ντροπή και να μικραίνει το κακό σφαλίζοντας τα μάτια και σιωπώντας, όπως έκανα εγώ; Και απ’ όσο μπορούσα να καταλάβω, και οι υπόλοιπες γυναίκες στα κάρα.
Ήρθε και την επόμενη νύχτα ο γιος του κτήνους. Κτήνος κι αυτός. Τουλάχιστον τότε, στην αρχή του μαρτυρίου μου, είχα το θάρρος να τον αποκαλώ έτσι. Τα επόμενα χρόνια όφειλα στα νέα μου καθήκοντα ή ν’ αλλάξω τη λέξη ή να διαλέξω τη σιγή. Προτίμησα το δεύτερο. Νεοπτόλεμος ίσον τίποτα, Νεοπτόλεμος το κενό. Το πόσες φορές ήρθε στο κάρο ούτε είχα το μυαλό ούτε τη θέληση να μετρήσω. Το μόνο που κατάλαβα, όταν πια φτάσαμε στη Φθία και έτρεξαν οι δούλοι του να μας προϋπαντήσουν, ήταν πως ήμουν ένα πλάσμα δίχως πνοή ζωής πια. Μια άλλη γυναίκα είχε κάνει αυτό το ταξίδι και έπαθε ό,τι έπαθε. Η δική μου Ανδρομάχη είχε μείνει πίσω στην Τροία. Εκεί η ζωή της, εκεί και ο θάνατος ο κανονικός.