Προδημοσίευση αποσπάσματος από το πεζογράφημα του Χάρη Βλαβιανού «Πλατωνικοί διάλογοι ή γιατί στο σπήλαιο κάνουν όλοι πάρτι», που θα κυκλοφορήσει μέσα Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Πατάκη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
ΤΕΛΟΣ ΚΑΛΟ ΟΛΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ
Ο Αριστείδης θεωρεί τον εαυτό του ειδικό στον Σαίξπηρ. Ισχυρίζεται ότι έχει διαβάσει όλα τα έργα του Βάρδου και κάθε σχετική μελέτη. Έχει μάλιστα αναπτύξει και δικές του θεωρίες για το ποιοι έγραψαν τις περίφημες τραγωδίες (ο κατάλογός του περιέχει 87 ονόματα, με επικρατέστερο –αν είναι ποτέ δυνατόν!– αυτό του Ιταλού Μικελάντζελο Φλόριο!) και ποια γυναίκα κρύβεται πίσω από τη διαβόητη «σκοτεινή κυρία» των σονέτων του. Το πρώτο βράδυ που γνωριστήκαμε, σ’ ένα πληκτικό δείπνο φίλων, απήγγειλε μπροστά σ’ όλους –προφανώς για να με εντυπωσιάσει– ένα εκτενές απόσπασμα από τον Βιασμό της Λουκρητίας. Όλοι ένιωσαν κάπως αμήχανα, με την ξαφνική αυτή επίδειξη ποιητικού οίστρου (δεδομένου ότι το σουφλέ σοκολάτας είχε μόλις σερβιριστεί και δεν μπορούσαν να το αγγίξουν πριν ολοκληρώσει τη σκηνή του βιασμού), αλλά εγώ η ανόητη ένιωσα ένα δυνατό τσίμπημα στην καρδιά. Λέω ανόητη γιατί έπρεπε από τότε να προβλέψω τι θ’ ακολουθούσε. Ο άνθρωπος είναι παράφρων, κι όσο περνάει ο καιρός η κατάστασή του όλο και χειροτερεύει. Κάθε τι που λέει είναι απόφθεγμα από έργα του Ελισαβετιανού. Μιλάει πλέον μόνο με στίχους του. Εχθές, την ώρα που ετοιμαζόμουν να πάω στη λαϊκή, γύρισε και μου είπε:
Το πρώτο βράδυ που γνωριστήκαμε, σ’ ένα πληκτικό δείπνο φίλων, απήγγειλε μπροστά σ’ όλους –προφανώς για να με εντυπωσιάσει– ένα εκτενές απόσπασμα από τον Βιασμό της Λουκρητίας.
«Θα φύγεις τέτοια ώρα; Δεν έχει χαράξει ακόμη».
«Τι;» είπα.
«“Ρωμαίος και Ιουλιέτα”, σκηνή 3, πράξη 5, στίχος 1» είπε.
«Τα έχεις εντελώς χαμένα;» είπα. «Δεν φτάνει που διαρκώς ξεφουρνίζεις σαιξπηρικές ατάκες, θα προσθέτεις τώρα και την πηγή;»
«Μια ελαφρόμυαλη σύζυγος, αναγκάζει τον άντρα της να πάρει τα μέτρα του!» είπε. «“Έμπορος της Βενετίας”, σκηνή 5, πράξη 1, στίχος 130».
«Ελαφρόμυαλη ε! Αν δεν βγω όμως εγώ να ψωνίσω, θα πεθάνεις απ’ την πείνα» είπα.
«Φαγητά που είναι γλυκά στη γεύση, αποδεικνύονται πολύ βαριά στη χώνεψη» είπε. «“Ριχάρδος Β’”, σκηνή 1, πράξη 3, στίχος 236».
«Είσαι τρελός!» είπα.
«Δυο αγάπες έχω – την άνεση και την απελπισία», είπε. «“Σονέτο 144”, στίχος 1».
«Φυσικά! Την άνεσή του θέλει ο κύριος! Αυτός όλη μέρα να κάθεται και ν’ αποστηθίζει ηλίθιους στίχους κι εγώ να λιώνω στη δουλειά» είπα.
«Η αγάπη σ’ έχει μεταμορφώσει σ’ ένα εξημερωμένο φίδι» είπε. «“Όπως σας αρέσει”, σκηνή 4, πράξη 3, στίχος 69».
«Φίδι;» είπα.
«Είσαι όμως κι εσύ ερωτευμένη μ’ ένα τέρας» είπε. «“Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας”, σκηνή 3, πράξη 2, στίχος 6».
«Όντως! Είσαι ένα τέρας!» είπα, «και καθώς έκλεινα την πόρτα πίσω μου τον άκουσα να φωνάζει:
«Καταλαβαίνω τον θυμό στις λέξεις σου, αλλά όχι τις λέξεις σου! “Οθέλλος”, σκηνή 4, πράξη 2, στίχος 32».
Λίγο πριν επιστρέψω στο σπίτι, μπήκα σ’ ένα ανθοπωλείο ν’ αγοράσω λίγα λουλούδια. Τουλάχιστον αυτά θα μου φτιάξουν τη διάθεση σκέφτηκα. Στα αριστερά μου είδα μια υπέροχη ορχιδέα, τα φύλλα της οποίας ήταν βρεγμένα κι έλαμπαν μέσα στο πρωινό φως.
«Τα φροντίζετε πολύ τα φυτά σας», είπα στον ανθοπώλη.
«Ναι», είπε. Όπως ο Αδάμ».
«Ο Αδάμ;» είπα
«Ο Αδάμ ήταν ο πρώτος κηπουρός», είπε.
«Τι εννοείτε;» είπα.
«“Ερρίκος ΣΤ’”» είπε. «Σκηνή 4, πράξη 2, στίχος, 129».
«Α! Είσαι κι εσύ για δέσιμο!» είπα.
«Γιατί ποιος άλλος;» είπε.
«Ο Αριστείδης», είπα.
«Σε ποιο έργο;» είπε.
«Να πάτε και οι δύο στο διάολο!», είπα. «Σκηνή 1, πράξη 1, στίχος 1».