Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη συλλογή διηγημάτων του Σόλωνα Παπαγεωργίου «Ονειρεύομαι πίνακες», η οποία θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Στίξις.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ονειρεύομαι πίνακες
Το αδύναμο πλάσμα με το πάλλευκο κεφάλι, το καβουρντισμένο σώμα και τα σκελετωμένα χέρια αφήνει πίσω του χαλάσματα, μια πόλη τσακισμένη από κάποια ανεξιχνίαστη βιβλική καταστροφή. Η καταστροφή στα Σόδομα, στα Γόμορα; Το πλάσμα – αυτό ευθύνεται άραγε ή είναι θύμα της καταστροφής; Σέρνεται στα τέσσερα ατροφικά του άκρα προς μια τυχαία κατεύθυνση, δίχως επιθυμίες, προθέσεις, συναισθήματα.
Ο ξάδελφος Στάθης εκσφενδόνισε ένα ζαρωμένο πορτοκάλι. Το φρούτο προσέκρουσε στον ώμο μου, μα η βολή είχε ήδη εξασθενίσει στη διαδρομή της, οπότε δεν πόνεσα ιδιαίτερα. «Τι θα γίνει, θα χαζεύεις όλη μέρα; Θα ’ρθεις να με βοηθήσεις;» Δίπλα του η Έλενα ανασκάλευε τη φρουτιέρα. Το δάχτυλό της με τη βέρα ίσα που φαινόταν ανάμεσα στα ροδάκινα. Γράπωσε ένα, μου χαμογέλασε, έπειτα το δάγκωσε. Μια στάλα ζουμί κύλησε από το χείλος της.
Πήγα στην κουζίνα, προς το μέρος τους. Ο απορροφητήρας βούιζε αδιάκοπα. Στη φύση υπάρχουν κουκουβάγιες με πρόσωπο σε σχήμα καρδιάς, κι έπειτα υπάρχουν κάποιες άλλες με αντία σαν κέρατα και με βλέμμα μονίμως θυμωμένο. Τα μικροσκοπικά μάτια του Στάθη παραπέμπουν στο δεύτερο είδος. Οι μαύροι κύκλοι γύρω τους είναι τόσο συμπαγείς, που θυμίζουν κάτι το αλλόκοτο, μαύρα λέπια στην ουρά μιας γοργόνας.
Ο Στάθης και η Έλενα. Ζευγάρι από τα δεκαπέντε. Διδάχτηκαν την ευγενή τέχνη της μαγειρικής από έναν τηλεοπτικό σεφ σε κάποιο σεμινάριο τον περασμένο Οκτώβρη. Η εγγραφή τους στα μαθήματα υπήρξε μια σανίδα σωτηρίας, ένας φάρος για τον γάμο τους, που είχε τελματώσει προσωρινά από τις ατέλειωτες συζητήσεις για την ημέρα του καθενός στη δουλειά, για τη θέση τού τάδε φαγητού στο δείνα ράφι του ψυγείου, από τα τόσα χρόνια στο ίδιο κρεβάτι, χρόνια που τα έζησαν χαϊδεύοντας το ίδιο γυμνό σώμα, βλέποντάς το να μαραζώνει σταδιακά και να ’ναι πιο πλαδαρό, πιο αδύναμο μέρα με τη μέρα.
Ο Στάθης και η Έλενα. Ζευγάρι από τα δεκαπέντε. Διδάχτηκαν την ευγενή τέχνη της μαγειρικής από έναν τηλεοπτικό σεφ σε κάποιο σεμινάριο τον περασμένο Οκτώβρη. Η εγγραφή τους στα μαθήματα υπήρξε μια σανίδα σωτηρίας, ένας φάρος για τον γάμο τους...
Το σεμινάριο έπιασε τόπο. Ο ξάδελφός μου χειριζόταν το μαχαίρι σαν επαγγελματίας δολοφόνος ή σαν πάρα πολύ καλός μάγειρας. Έδενε τις σος, τσιγάριζε το κρέας, θρυμμάτιζε χοντρό αλάτι και πιπέρι. Κι όλα αυτά ταυτόχρονα, σαν να είχε ένα επιπλέον ζευγάρι χέρια, όπως η θεά Κάλι.
Το κουτάλι μου χτυπούσε στα τοιχώματα της μικρής γαβάθας, καθώς ανάδευα τη μουστάρδα και το μέλι. Με κάθε χτύπημα κι ένας μικρός ήχος, όπως τα φλιπεράκια στο παρακμάζον εμπορικό κέντρο όπου τρυπώναμε όταν ήμασταν παιδιά. Η Έλενα άφησε τα σερβίτσια στο τραπέζι, έπειτα βούλωσε τα αυτιά με τις παλάμες της ως ένδειξη ενόχλησης. Δίπλα μου ο ξάδελφος αγκομαχούσε με τα μαύρα πνευμόνια του, πάνω από τον νεροχύτη. Το χνότο του χάιδευε τις τρίχες στον αυχένα μου, ορθώνοντάς τες. Από την πέμπτη δημοτικού κάπνιζε ασταμάτητα. Ο εθισμός δεν περιορίστηκε σε αυτόν˙ μεταδόθηκε στην υπόλοιπη οικογένεια σαν ενδημική αρρώστια. Πάντα είχε μια συστάδα με Καρέλια φυλαγμένη για την πάρτη μου. Μου τα έδινε όταν επισκεπτόμασταν το σπίτι της γιαγιάς. Όταν ο πατέρας μου κι η γιαγιά έφευγαν από το σαλόνι για να τοποθετήσουν τα χάπια της στη θήκη με την ημερήσια ένδειξη, ο ξάδελφος έβαζε τα τσιγάρα στην τσέπη μου.
Ο Στάθης τελείωσε το μαγείρεμα την ίδια στιγμή που ακούστηκε το θυροτηλέφωνο.
«Πήγαινε να ανοίξεις».
Η Έλενα υπάκουσε. Το ασανσέρ ανέβηκε στον όροφό μας. Από την τρίφυλλη πόρτα τηλεσκοπικού ανοίγματος εμφανίστηκε η Κατερίνα – με τις μαύρες μπούκλες της να κυματίζουν, τα στραβά δόντια της να πετάγονται και τα χέρια της να απλώνονται προς εμάς. Αγκάλιασε την Έλενα, αγκάλιασε κι εμένα και μπήκε στο σπίτι. Ο Στάθης άφησε κάτω το μαχαίρι, έκανε μια υποτυπώδη προσπάθεια να σκουπίσει τα κόκκινά του χέρια. Σήκωσε την αδελφή του στον αέρα κι οι δυο τους έκαναν μια σβούρα γύρω γύρω. Η Έλενα δυσανασχέτησε, τα κιτρινισμένα δάχτυλά της πίεσαν το τσιγάρο κι εκτόξευσαν την καύτρα στην παπουτσοθήκη.
«Ο Αργύρης έρχεται, προσπαθεί να παρκάρει. Δεν βρίσκεις εύκολα πάρκινγκ στο Παγκράτι». Ο σύζυγος της Κατερίνας, ο Αργύρης, κατέφτασε έπειτα από μερικά λεπτά. Στάθηκε απέναντί μας, με τις φαρδιές του πλάτες και το προσποιητό του χαμόγελο κι εκείνη την ουλή στο μέτωπο, την ουλή που φτάνει ως το δεξί του φρύδι και το διασχίζει κόβοντάς το στα δύο.
Μου έσφιξε το χέρι. «Νωρίς νωρίς μας ήρθες αυτήν τη φορά» είπε, προφανώς αναφερόμενος στην κακή συνήθεια που είχα να φτάνω τελευταίος στις οικογενειακές συγκεντρώσεις, κοντά στη λήξη τους. Δεν μπήκε καν στον κόπο να κρύψει την κακεντρέχειά του. «Μένω εδώ προσωρινά» του υπενθύμισα, κι εκείνος σήκωσε το δεξί, το κομμένο φρύδι, σαν να άκουγε για πρώτη φορά αυτήν την πληροφορία. Πήρε μια καρέκλα, προσγειώθηκε πάνω της. Η Κατερίνα κάθισε δίπλα του, έφερε την παλάμη της στο τριχωτό του χέρι, το χάιδεψε.
Ο Στάθης διάλεξε την καρέκλα στην κεφαλή του τραπεζιού, η σύζυγός του κάθισε στη διπλανή. Εκείνος σφράγισε τα βλέφαρά του, ανακοίνωσε πως είχε φτάσει επιτέλους η ώρα της προσευχής. Βλέποντας την υπόλοιπη οικογένεια να μιμείται τις κινήσεις του, αποφάσισα να συμμετάσχω στο εθιμοτυπικό. Κάποτε είχα απαρνηθεί την πίστη μου, όταν ήμουν μικρός. Όταν φίλησα για πρώτη φορά κοριτσίστικο στήθος, αντιλήφθηκα πως ήρθαμε στη ζωή για να μοιράζουμε μόνο φιλιά σε στήθη, να αισθανόμαστε τα όργανά μας να συσπώνται μέσα μας, να ακούμε τον άνεμο να ουρλιάζει, να δακρύζουμε από την ανοιξιάτικη γύρη. Παλαιότερα πίστευα πως είμαστε πλάσματα των αισθήσεων, τώρα καταφεύγω στην προσευχή. Παλαιότερα πίστευα πως δεν υπάρχει νόημα στη ζωή, τώρα πασχίζω να το βρω, προσεύχομαι να υπάρχει.
[…]