Προδημοσίευση ενός αποσπάσματος από τη συλλογή τριών ιστοριών του Γιώργου Πετράκη «Τις Κυριακές που πετούν τα αεροπλάνα», η οποία θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Πληθώρα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ο Μάρκου στέκεται πίσω απ’ το παράθυρο και έξω από αυτό ορθώνονται κόσμοι ολόκληροι. Το σούρουπο, βγαίνει στο μπαλκόνι και υψώνει τη σημαία των Ρομανόφ, σαν να καλεί μες στο σκοτάδι κρυφούς στρατούς να παρελάσουν απ’ τα Λευκά Όρη, περιμένει να ακούσει τον ξερό κρότο απ’ τις οπλές των αλόγων τους όταν χτυπούν στα βράχια ή τον υπόκωφο στεναγμό όταν οι οπλές τους βουλιάζουν μες στο χιόνι.
«Τον νου σας. Κατεβαίνει απ’ τα βουνά το τάγμα του Νικόλαου» φωνάζει στον άδειο δρόμο.
Τα χιονισμένα όρη προς τον νότο φέγγουν με το φεγγαρόφως. Στα χανιώτικα προάστια δεν κυκλοφορεί κανείς τη νύχτα. Ο Μάρκου κρατά υπομονετικά τα κιάλια νυχτερινής όρασης και παρακολουθεί κάθε πιθανή κίνηση, φορά τα ακουστικά του τιλεμάρκετιν κι ανιχνεύει ήχους εκατοντάδες μέτρα μακριά. Ο Μάρκου γνωρίζει απόρρητα στρατιωτικά μυστικά: τα σύνορα της Ελλάδας δεν είναι στις άκρες, τα σύνορα είναι θαμμένα μες στα Όρη. Αν χαθούν τα Όρη, χάνεται κι η περιφέρεια.
Ο Μάρκου γνωρίζει ακόμα πιο πολλά: Τα Λευκά Όρη είναι τρυπητά, αν κολλήσεις το αυτί σου στο χώμα, θα ακούσεις φορτηγά που μεταφέρουν πολύτιμα πετράδια απ’ το παλάτι των Ρομανόφ και πρίγκιπες κοιμισμένους μέσα σε τεράστιες παγοκυψέλες.
Η Σόφι κάτι έχει ψυλλιαστεί απ’ όλα αυτά. Μεταφέρει παγωμένους λαγούς απ’ το ψυγείο στον μεγάλο καταψύκτη, οι λαγοί δεν χωρούν μες στις σακούλες του σούπερ μάρκετ και τα τριχωτά τους πόδια βγαίνουν απέξω. Τα μεσημέρια, όταν η Σόφι περιμένει να βράσει το πιλάφι, ανοίγει τον μεγάλο καταψύκτη, αρπάζει τους λαγούς απ’ τα ποδάρια τους και τους φέρνει πάλι στο ψυγείο.
Πάνε δέκα χρόνια από το ατύχημα κι ακόμα να του βγει καινούργιο. Του ’λεγαν, Μάρκου, θα βγει καινούργιο, θα φροντίσει η αεροπορία. Τίποτα δεν έγινε. Δεν φτάνουν τα κονδύλια, ο Μάρκου το ξέρει, γιατί με τα κονδύλια φυλούν στα Όρη τις παγοκυψέλες με τους κοιμισμένους πρίγκιπες και περιμένουν χρόνια τώρα να ξυπνήσουν.
«Σόφι, τι κάνουν οι λαγοί πέρα δώθε» της λέει ο Μάρκου.
«Ψάχνουν τη χαμένη τους ταυτότητα. Μια μέρα θα ξυπνήσουν κι αυτοί».
Κι όπως τους βλέπει έτσι ακίνητους, του ’ρχεται να αρπάξει το δεξί ποδάρι τους και να το καρφώσει στο δικό του, το κούλικο. Πάνε δέκα χρόνια από το ατύχημα κι ακόμα να του βγει καινούργιο. Του ’λεγαν, Μάρκου, θα βγει καινούργιο, θα φροντίσει η αεροπορία. Τίποτα δεν έγινε. Δεν φτάνουν τα κονδύλια, ο Μάρκου το ξέρει, γιατί με τα κονδύλια φυλούν στα Όρη τις παγοκυψέλες με τους κοιμισμένους πρίγκιπες και περιμένουν χρόνια τώρα να ξυπνήσουν.
Το κούλικο βγάζει πύον.
«Σόφι, έλα».
Η Σόφι κοπανά το ασύρματο στον πάγκο της κουζίνας.
«Το κούλικο ποδάρι σου ακόμη να το πάρει απόφαση».
«Τι απόφαση;» «Πως έμεινε κούλικο».
Όμως παρά την γκρίνια της πηγαίνει να τον βοηθήσει, καθαρίζει το πύον με οινόπνευμα, ο Μάρκου σφίγγει τα δόντια του απ’ το τσούξιμο, αν και τα κατά βάθος του αρέσει: το πόδι του έχει ακόμη ζωή.
Η Σόφι σέρνει τις μάλλινες παντόφλες της μες στο σπίτι, φορά τις ίδιες παντόφλες χειμώνα καλοκαίρι, φορά τις παντόφλες της όταν κοιμάται, κι όταν ο Μάρκου την κατσαδιάζει, του λέει, κρυώνω, τι σε νοιάζει, κι όταν βγάζει επιτέλους τις παντόφλες της, την Κυριακή, για να κάνει μπάνιο, τότε στο διαμέρισμα αναδύεται μια μυρωδιά από άλλο κόσμο. Τότε ο Μάρκου παίρνει το οινόπνευμα, που κανονικά το έχει αποκλειστικά για την πληγή, και ραντίζει το σπίτι να πεθάνουν τα μικρόβια.
Τώρα κοιμάται. Η Σόφι πάλι κοιμάται. Σκέφτεται να την ξυπνήσει, να της πει, εδώ είμαι. Να της αρπάξει το πρόσωπο πριν προλάβει να γυρίσει αλλού. Είναι χρόνια στην Ελλάδα, αλλά ακόμη την αισθάνεται ξένη. Το πρόσωπό της έχει την παγωμάρα των Ρωσίδων όταν πατήσουν τα σαράντα, σαν κάποιος να ’χει ρουφήξει τη ζωή από μέσα τους. Ο Μάρκου μπαίνει στο δωμάτιο. Στο τρίτο του βήμα οι ξύλινες τάβλες τρίζουν. Και το ξέρει, πατά επίτηδες εκεί. Οι τάβλες βουλιάζουν μια σπιθαμή. Λίγο θέλει να βουλιάξει το πόδι του μέσα. Αν βουλιάξει, ένας κρυμμένος στρατιώτης θ’ απλώσει το σκουριασμένο κράνος του και θα ζητήσει μια φραντζόλα ψωμί. Πλησιάζει και τον χτυπά η μπόχα απ’ τις παντόφλες της, μια ιδέα από φαγητίλα. Να κολατσίζει ήδη ο στρατιώτης; Σαλεύει γύρω απ’ το κρεβάτι, σκύβει και κοιτάζει από κάτω. Βλέπει άλλες παντόφλες, κάλτσες πεταμένες, ένα παραχωμένο βρακί. Στο βάθος βλέπει έναν δίσκο με δυο πιάτα. Ο Μάρκου πριν από την επανάσταση ζούσε σ’ ένα σπίτι που περίσσευαν τα φαγητά. Η Σόφι όμως μεγάλωσε αλλιώς, μετά την επανάσταση. Και δεν θα του το συγχωρέσει ποτέ: Γιατί χάσανε τον πόλεμο. Τώρα παραχώνει τα φαγιά σε απίθανα μέρη, δεν κοιμάται ποτέ γυμνή, δεν έχει αδειάσει εδώ και χρόνια τη βαλίτσα της. Ο Μάρκου την έφερε εδώ για καθαρίστρια και με το ζόρι την έκανε γυναίκα του. Τώρα η Σόφι κάνει τη νοσοκόμα. Στο πορτοφόλι της βαστά μια φωτογραφία ενός στρατιώτη. Στον Μάρκου λέει ότι είναι του πατέρα της. Η Σόφι όμως ξέρει.
Ο οδηγός φτάνει στις οκτώ. Ανοίγει η Σόφι. Το στενόμακρο κεφάλι της ξεπροβάλλει από την πόρτα. Ελέγχει αν είναι ο Σπύρος. Το μαύρο αυτοκίνητο, τα φιμέ τζάμια. Μπαίνει στον δρόμο ανάποδα γιατί βαριέται να κάνει τον κύκλο. Οι γείτονες που τον βλέπουν κατσουφιάζουν. Περιμένει με τη μηχανή αναμμένη. Δεν ανοίγει ποτέ του το παράθυρο. Δεν βγαίνει από το αυτοκίνητο να καθίσει στο καπό.
Η Σόφι κλείνει την πόρτα μόλις βεβαιωθεί ότι είναι αυτός. Ντύνει τον Μάρκου απ’ την κορφή ώς τα νύχια με τα μάλλινα. Καλεί το ασανσέρ. Το ασανσέρ καθυστερεί πολύ ν’ ανέβει. Μόνο ο Μάρκου χρησιμοποιεί το αναπηρικό ασανσέρ. Από το μπαλκόνι του δευτέρου τον κατεβάζει απευθείας στον κήπο. Στην αρχή όλη η γειτονιά έβγαινε και τον έβλεπε. Τώρα το συνήθισαν.
Η Σόφι τον καθίζει στο κρεβάτι. Του φορά την αριστερή μπότα. Ο Μάρκου ακουμπά πάνω της και σηκώνεται, μετά κρατιέται στις ντουλάπες, χοροπηδά με το αριστερό μέχρι τον τοίχο, την πόρτα, τον επόμενο τοίχο, την πολυθρόνα, το τραπέζι. Τότε πιάνει την πατερίτσα και βγαίνει στο μπαλκόνι. Ο κρύος αέρας του παγώνει τα μάτια, δακρύζει. Κοιτάζει γύρω του πριν μπει στο ασανσέρ: όλα στη θέση τους. […]
Ο Γιώργος Πετράκης γεννήθηκε το 1981 στην Αθήνα. Κατάγεται από το Ρέθυμνο. Σπούδασε χημικός μηχανικός, καθώς και εφαρμοσμένα μαθηματικά και διοίκηση επιχειρήσεων. Το πρώτο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Όλα τα κακά σκορπά» (εκδ. Γαβριηλίδη) κυκλοφόρησε το 2019.