
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Βαγγέλη Ραπτόπουλου «Ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί – Τριάντα έξι σύντομα κείμενα για ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί, από την οικογένεια και τους φίλους μου ως το πάθος με το γράψιμο. Μια επιλεκτική αυτοβιογραφία». Κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Κέδρος. Φωτογραφία © Σπύρος Κατωπόδης (2020).
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
ΦΡΟΝΤΙΣΕ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙΣ
Ύστερα από έντεκα χρόνια ύµνων και εγκωµίων, τη δεκαετία του ’90, τα βιβλία µου άρχισαν να αντιµετωπίζονται από τους κριτικούς σαν σάκος του µποξ.
Tο 1993, µε αφορµή µια ακραία κατεδαφιστική κριτική εναντίον ενός µυθιστορήµατός µου, ο Βασίλης Βασιλικός, που ζούσε τότε στο Παρίσι, έστειλε µια επιστολή διαµαρτυρίας στην «Ελευθεροτυπία».
Εκεί, αφενός έκανε λόγο για «ποδοσφαιροποίηση της κριτικής» και αφετέρου εξέφραζε την απορία του: αν δέχονταν ανάλογες επιθέσεις οι νεότεροι πεζογράφοι όπως η αφεντιά µου, τι περίµενε άραγε τους δόκιµους πεζογράφους;
Εν τω µεταξύ, είχα προλάβει να συντάξω εν θερµώ µια σύντοµη, σαρκαστική, αν όχι υβριστική, επιστολή προς τον κριτικό που µε είχε κάνει κυριολεκτικά µε τα κρεµµυδάκια και του την είχα στείλει.
Είτε το έργο σου είναι επιεικώς µέτριο και γεµάτο αδυναµίες είτε είσαι αληθινά πρωτοπόρος και δεν σε καταλαβαίνουν. Και στις δύο περιπτώσεις δεν γίνεται να κάνεις και πολλά: η κριτική είναι αναγκαίο κακό (ή καλό).
Αρκετά χρόνια µετά, όταν µου δόθηκε η ευκαιρία, ζήτησα συγγνώµη από τον αποδέκτη της επιστολής µου, έχοντας µετανιώσει για την αντίδρασή µου.
Άλλο, όµως, κάτι που κάνεις εν βρασµώ ψυχής και άλλο να καταφεύγεις στα δικαστήρια, όπως απείλησε πριν από λίγα χρόνια ότι θα κάνει ο Γιάννης Σµαραγδής εναντίον όσων κατακρεούργησαν, από κριτικής πλευράς, την ταινία του για τον Καζαντζάκη.
Εν ολίγοις, ακόµη και σήµερα, εξακολουθώ να δείχνω κατανόηση σε µια προσωπική, εν θερµώ αντίδραση ενός δηµιουργού απέναντι στους κριτικούς του, είτε για επιστολή µιλάµε είτε για σωµατική βία, όπως η γροθιά που υποτίθεται (γιατί, ίσως, πρόκειται για φιλολογικό ανέκδοτο) ότι έδωσε σε κάποιον κριτικό του ο Καραγάτσης.
Ωστόσο, θεωρώ εντελώς άστοχο, και για την ακρίβεια απαράδεκτο, όχι µόνο να αµφισβητείς το δικαίωµα κάποιου να απορρίπτει τη δουλειά σου, αλλά επιπλέον να προβιβάζεις τους δικαστές σε ανώτατους κριτές, δηλαδή σε κριτικούς των κριτικών της τέχνης.
Οι αρνητικές κριτικές, έστω και αν πρόκειται για σαρκασµούς και χλευασµούς, όπως εκείνοι που δέχτηκε ο Σµαραγδής, µπορεί να σηµαίνουν δύο πράγµατα. Είτε το έργο σου είναι επιεικώς µέτριο και γεµάτο αδυναµίες είτε είσαι αληθινά πρωτοπόρος και δεν σε καταλαβαίνουν. Και στις δύο περιπτώσεις δεν γίνεται να κάνεις και πολλά: η κριτική είναι αναγκαίο κακό (ή καλό).
Όπως έγραψε και ο Μπαρούχ Σπινόζα: «Ούτε να κλαψουρίζεις ούτε να εξοργίζεσαι. Φρόντισε να καταλάβεις». Οι υπόλοιπες αντιδράσεις δεν έχουν νόηµα. Όχι µόνο επειδή είναι αδύνατον να ελέγξεις πώς θα αντιµετωπίσουν το έργο σου. Αλλά κυρίως επειδή η κριτική, όντας εκ φύσεως θνησιγενής, είναι καταδικασµένη να ξεχαστεί.
Το θέµα είναι να µην ξεχαστεί µαζί της και το έργο σου.