Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Δημήτρη Χριστόπουλου «Τζίντιλι», που κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Το Ροδακιό.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
ΜΕΡΕΣ ΣΙΚΕΛΙΚΕΣ
Τον θυμάμαι. Όταν κατέβαινε θυμωμένος ο άνεμος απ’ τα βουνά το χειμώνα. Κίτρινος σαν το θειάφι. Σταυροκοπιόταν. Και όλο βλαστήμαγε τον γερο-Πανίκα που του πήρε τον πατέρα — τον παππού που δε γνώρισα. Κι ένα δημοτικό για κάτι λεμόνια ψιθύριζε. Σαν ξόρκι. Δικαιολογίες για να μη βγαίνει από το σπίτι. Για τον πατέρα μου λέω. Που χλώμιαζε τα καλοκαίρια σαν χίμαγε σάπιος ο αέρας από τον Πόθο κι έκαιγε τα λιγοστά σπαρτά που απόμειναν στον κάμπο. Αυτά προτού μας βάλει με το ζόρι η μάνα μου στο πεντακοσαράκι το ίδιο βράδυ. Σχεδόν λιπόθυμη από τα χάπια.
Ανήμερα των Φώτων. Που πήγαμε οικογενειακώς στη Λίμνη των Σκελετών που λέγανε οι μεγάλοι. Πρώτη φορά ύστερα από καιρό. Και τελευταία. Στη λίμνη που βούτηξαν ανυποψίαστοι για το σταυρό. Μόλις τον έριξε από τη μεσαία προβλήτα ο παπα-Νικόλας. Πέντε ηλεκτροτεχνίτες από τη μονάδα. Το είχαν, λένε, τάμα που σώθηκαν από βέβαιο θάνατο χάρη στον πατέρα μου. Εκείνη τη μέρα που ο αέρας έδερνε τα δέντρα και η λίμνη έμοιαζε αφρισμένη θάλασσα. Βούτηξαν. Κι ο πατέρας μ’ έσφιγγε στην αγκαλιά του μη με σηκώσει ο αέρας. «Τα κλαράκια όταν ψηλώνουν», έλεγε, «τα τσακίζει ο άνεμος». Έβγαλαν το κεφάλι τους και ξαναβούτηξαν. Αέρας. Πολύς αέρας. Και ο σταυρός άφαντος.
Τώρα, αποκλεισμένος εδώ στην ανεμότρυπα, περιπλανιέμαι με τις Τζίντες συντροφιά σαν σκιά δίχως σώμα, περιμένοντας κάθε χρόνο την Ημέρα των Νεκρών. Νεκρόδειπνο τη λένε στα μέρη μας και Ημέρα των Νεκρών στο Μεξικό. Να πετάξω από πάνω μου το σχήμα του θανάτου, με την Τζασμίνα και τον μικρό μου Άγγελο ν’ ανταμώσω και τα νέα τους να μάθω. Να πιάσω και την κιθάρα μου κι ένα σκοπό να γρατζουνίσω. Για κείνο το νωθρό τρένο που έβλεπε τα άλλα τρένα να έρχονται και να φεύγουν, και να ρωτήσω τι απέγινε άραγε εκείνο το νωθρό τρένο και αν τελικά πέρασαν τα άλλα τρένα, γιατί κατά βάθος εγώ πάντα συμπαθούσα τον αργοκίνητο καρβουνιάρη που αγκομαχά στις ανηφόρες, σφυρίζει μόλις μπαίνει στο σταθμό, και μέσα σ’ ένα βαγόνι λαθρεπιβάτης να τρυπώσω για να ξεφύγω, και την εικόνα που έρχεται διαρκώς μπροστά μου οριστικά να διαγράψω. Που κάποιος εκείνη τη μέρα στη λίμνη έβγαλε ξέπνοος το κεφάλι και άφησε μια κραυγή. Και θα ήταν η πρώτη φορά που ο δύτης-νικητής δε θα έπαιρνε ρεγάλο. Που ο άνεμος την πήρε και τη σήκωσε πάνω απ’ τα γύρω βουνά. Αέρας. Πολύς αέρας. Γενάρης μήνας και το νερό αφρίζει.
Εκείνη τη μέρα που ο αέρας έδερνε τα δέντρα και η λίμνη έμοιαζε αφρισμένη θάλασσα. Βούτηξαν. Κι ο πατέρας μ’ έσφιγγε στην αγκαλιά του μη με σηκώσει ο αέρας. «Τα κλαράκια όταν ψηλώνουν», έλεγε, «τα τσακίζει ο άνεμος». Έβγαλαν το κεφάλι τους και ξαναβούτηξαν. Αέρας. Πολύς αέρας. Και ο σταυρός άφαντος.
Και μετά βούτηξαν κι άλλοι. Πολλοί. Και ο αέρας δυνάμωνε και τη λίμνη μαστίγωνε. Ώσπου ένα δρολάπι ξέσπασε ανελέητο και το χαλάζι μάς πετροβολούσε σαν το ρύζι που πετούν στους γάμους να στεριώσει, λένε, το ζευγάρι.
Κι ο πατέρας, σαν κατάλαβε, με την ιδρωμένη του παλάμη έκλεισε τα μάτια μου και στην άσπρη Κορτίνα μ’ έχωσε με το ζόρι. «Αυτά δεν είναι για σένα», είπε. Κι ο φίλος μου ο Βασίλης που νόμιζε πως βρήκαν επιτέλους τον Ε.Τ. τον εξωγήινο — το αγαθό του πνεύμα — έτρεχε στην κατηφόρα δίχως φρένα, έτρεχε κι όλο έτρεχε φωνάζοντας και με τα ρούχα όρμησε στο παγωμένο το νερό, τον εξωγήινο να σώσει, λες κι αντίκριζε ξανά το φως ύστερα από μια μακρά νύχτα. Και από πίσω έτρεχε κι η μάνα του κι η μάνα μου κι άλλες πολλές, με φωνές και αναφιλητά. Την τελευταία στιγμή τον πρόλαβαν. Μικρό παιδί. Αέρας. Πολύς αέρας.
Άμα γυρίσαμε σπίτι ο πατέρας το χαβά του:
Μόν’ η δική μου λεμονιά στην πέτρα είναι βγαλμένη
κάνει τα φύλλα μάλαμα και τα λεμόνια ασήμι
κι όποιος τα πιάσει πιάνεται κι όποιος τα ιδεί πεθαίνει
κι όποιος τα γλυκομυριστεί σκίζει τη γης και μπαίνει.
Τον βρήκα να στέκεται σαν υπνωτισμένος με σώμα νωθρό και μάτια νοτισμένα μπροστά σ’ εκείνη τη βαλσαμωμένη κεφαλή του ελαφιού με τα κέρατα πάνω απ’ το τζάκι. Σαν να της έλεγε κάποιο μυστικό. Σαν να του υπαγόρευε κάτι. Μετά, τσιμουδιά. Σκυμμένος πάνω από τη χιλιοτριμμένη του ατζέντα και την εφημερίδα μπροστά του σαν ασπίδα να τον προστατεύει — από τι άραγε. Να σβήνει και να γράφει. Να γράφει και να διαγράφει. Ν’ ανοίγει φλέβες στο χαρτί που στάζαν αίμα. Η μάνα στο μπάνιο κλεισμένη κι όσο κι αν την παρακαλάγαμε με την αδελφή μου, εκείνη κλειδωμένη. «Μαμά, βγες, σε παρακαλώ! Μαμά! Μαμά!» Κουβέντα. Αργά το απόγευμα, στρίμωξε σε μια βαλίτσα κάποιες αλλαξιές, στρίμωξε κι εμάς στο λευκό πεντακοσαράκι και σαν δραπέτες όπου φύγει-φύγει. Ο πατέρας δεν κουνήθηκε από τη θέση του. «Δεν πρόκανα», έλεγε όλη την ώρα η μάνα στο δρόμο. «Δεν πρόκανα. Σαν τον Αρμένη Ταρνανά να τον χώσω κάτω απ’ το κρεβάτι.» Έκλαιγε με αναφιλητά. Έλεγε κι άλλα. Πέρασαν χρόνια. Δεν τα καλοθυμάμαι πια. Ὁ πατέρας εξακολούθησε να σβήνει και να γράφει. Να γράφει και να διαγράφει. Στη χιλιοτριμμένη του ατζέντα. «Μέρες Σικελικές», έλεγε. «Μέρες Σικελικές. Α ρέ δάσκαλε, τα ‘λεγες εσύ», μονολογούσε. Συστηματικά και ανελλιπώς. Ονόματα. Διευθύνσεις. Τηλέφωνα.
[Η τελευταία διαγραμμένη καταχώριση: Τσεπέλης Γρηγόριος του Ιωάννη και της Μαγδαληνής. Μεσουπόλεως 68, Πτολεμαΐδα, ΤΚ 50200, τηλέφωνο: 2463001000].