
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Γιώργου Περαντωνάκη «Πυθαγόρας», που κυκλοφορεί στις 9 Ιουνίου από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
⑴
Τελικά ο θάνατος έρχεται να μας θυμίσει ότι πρέπει να ζήσουμε τη ζωή μας. Αλλιώς.
Είχα ξυπνήσει απ' το πρωί και πήγα ως συνήθως στον κυρ Τάκη στη γωνία, η Πρωτομαγιά έπεφτε, αν θυμάσαι, Κυριακή, μια παράξενη μέρα, όπως τόσα και τόσα σ' αυτόν τον τόπο· η απεργία μεταφέρθηκε για την επόμενη Τρίτη, αλλά μερικοί έκαναν πορεία την ίδια μέρα, πάντα διχασμένη η Ελλάδα, πάντα οι μεν κάνουν κάτι άλλο από τους δε, διαδηλώσεις, πορείες, το κέντρο να κλείνει, τα μαγαζιά το ίδιο, η καρδιά μας επίσης. Πάντα θεωρούσα όλα αυτά φανφάρες κι επικίνδυνες υποθέσεις, εκείνη η μέρα, που λες, ήταν απεργία, αργία καλύτερα, ας μην κρυβόμαστε, δεν πήγα στη δουλειά, πήγα στο πρακτορείο να παίξω το δελτίο μου.
Ο θείος Χρήστος πέθανε δυο φορές, μια όταν πέθανε ο μπαμπάς και μια τότε, το ίδιο θα έκανε κι ο μπαμπάς, ήταν αδέλφια, μην το ξεχνάς, μην ξεχνάς πώς μεγάλωσαν στο χωριό, πώς επικοινωνούσαν χωρίς να μιλάνε, πώς μάλωναν χωρίς να θυμώνουν.
Ο θάνατος έρχεται να μας θυμίσει ότι δεν είμαστε αθάνατοι. Κι ότι έχουμε πολλά να κάνουμε πριν φτάσουμε σ' αυτόν.
Τ' απόγευμα με πήρε τηλέφωνο η θεία Αναστασία, φαντάστηκα ότι πήρε κι εσένα, όταν ήλθε το μήνυμά σου το επιβεβαίωσα, άρα ξέρεις πόσο ήσυχα, πόσο ανεπαίσθητα, όπως έζησε, έφυγε ο θείος Χρήστος· σπάνια μιλούσε, σπάνια ενοχλούσε, όταν το 'μαθα, ταράχτηκα, και θες να σου πω το γιατί; γιατί ένιωσα ότι ο πατέρας μας πέθανε για δεύτερη φορά, ξέρεις ότι τους μπέρδευαν; παρόλο που είχαν λίγα χρόνια διαφορά, μερικές φορές στο χωριό φώναζαν Ηλία τον θείο, δεν ξέρω αν φώναζαν και τον μπαμπά Χρήστο, όχι δεν θα κάνω αναδρομή στην κοινή αδελφική τους ζωή, άλλωστε δεν σ' ενδιαφέρει, απλώς ήθελα να καταλάβεις γιατί πονάει κανείς. Ο θείος Χρήστος πέθανε δυο φορές, μια όταν πέθανε ο μπαμπάς και μια τότε, το ίδιο θα έκανε κι ο μπαμπάς, ήταν αδέλφια, μην το ξεχνάς, μην ξεχνάς πώς μεγάλωσαν στο χωριό, πώς επικοινωνούσαν χωρίς να μιλάνε, πώς μάλωναν χωρίς να θυμώνουν.
Ο θάνατος είναι μια ευκαιρία. Να εκτονώσουμε συσσωρευμένες εντάσεις, να λυτρωθούμε από δικά μας κόμπλεξ, ν' αποφορτίσουμε τις δυνάμεις που πιέζουν τεκτονικά την ψυχή μας, ο θάνατος μερικές φορές είναι αναγκαίος.
Εσύ πόνεσες ίσως πιο πολύ απ' όλους με τον θάνατο του μπαμπά, όπως το καταλαβαίνω σιγά-σιγά, συχώρεσέ με που σε μαθαίνω πόντο-πόντο, μέσα σου έσπασαν πολλά προστατευμένα αγγεία, δύο λόγοι, δυο μικρές φλέβες που μάτωσαν, επειδή θα έμενες μόνος, θα 'μενες σ' ένα σπίτι χωρίς συντροφιά, χωρίς κάποιον να εκτονώσεις την οργή σου, ν' ακούσεις και ν' ακουστείς, να 'χεις την έγνοια του, αυτό το αντιλήφθηκαν όλοι, αλλά και για κάποιον άλλο λόγο που ποτέ δεν είπες, που ποτέ δεν παραδέχτηκες στον καθρέφτη, όταν κοίταζες την ομορφιά σου, κι αυτός είναι ότι του 'μοιαζες, του 'μοιαζες τόσο που 'βλεπες τον εαυτό σου σ' ένα άλλο σώμα να φεύγει, τόσο έμοιαζες του μπαμπά που 'ξερα, όταν σ' έβλεπα να μεγαλώνεις, πώς ήταν ο πατέρας μικρός, με κοντά παντελονάκια και γρατζουνισμένα γόνατα, με τη σιωπή και με τον θυμό, με τα μαλώματα στον δρόμο και με τη σκληρή δουλειά στο χωράφι.
Ξέρεις γιατί θυμήθηκα την κηδεία του θείου; Όχι δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο, μια απλή ταφή ενός λαϊκού μεροκαματιάρη, ενός τσαγκάρη που 'φυγε ξαφνικά κι όλοι αναγνώριζαν πως δεν είχε πειράξει άνθρωπο, καμιά κακή κουβέντα δεν είχε ξεφύγει ποτέ απ' το στόμα του, έκανε μια καθόλα αξιοπρεπή οικογένεια, έζησε ήσυχα και πέθανε χωρίς φωνές, τακ-τακ, σόλες, κορδόνια, κόλλες, τακ-τακ. Για κείνον ήταν ένα γρήγορο τέλος, για τους άλλους μια επώδυνη αναχώρηση, η κηδεία, θα τη θυμάσαι άλλωστε, ήταν μια συνηθισμένη τελετή χωρίς υπερβολές και φωνασκίες, τα τυπικά λόγια, που ενίοτε φαντάζουν ψεύτικα, τα μαύρα ρούχα, ο καφές της παρηγοριάς, η θεία που θυμήθηκε παλιούς θανάτους, όπως π.χ. του πατέρα μας, οι ξαδέρφες μας με το παράπονο πως δεν τον αποχαιρέτησαν κ.λπ. Τι σ' τα ξαναλέω, αφού ήσουν εκεί – μολονότι δεν ξέρω αν καταλάβαμε τα ίδια.
Ο θάνατος φωτίζει αναδρομικά όσα δεν ζήσαμε, όσα δεν κάναμε στον αγαπημένο νεκρό, όσα δεν βάλαμε στη μεταξύ μας σχέση.
Σου θυμίζω την κηδεία για να σταθώ στη σιωπή σου, σε πλησίασα στο προαύλιο της εκκλησίας, όπου στεκόσουν σχετικά μόνος όπως πάντα, κι είχα κάποιες ελπίδες, κακώς, κάπως αναθερμασμένες, κακώς, απ' τις τελευταίες μεσολαβήσεις, κακώς, μα γι' άλλη μια φορά συνειδητοποίησα ότι δεν ήξερα ούτε ξέρω τον αδελφό μου, σε χαιρέτησα απλώς για να σε χαιρετήσω, κακώς, εσύ μια σιωπή νταμάρι, ο τοίχος απέναντι, του νεκροταφείου, μιλούσε πιο πολύ απ' τη δική σου απολυτότητα, άλλη μια απογοήτευση, άλλη μια ντροπή, η σιωπή σου αγέρωχη, αυτάρκης, υπεροπτική, δίκαιη όσο η αναισθησία του δικαστή που δεν τον νοιάζει τίποτα πέρα απ' το να απονείμει το δίκιο, στην περίπτωσή του το νομικό, στη δική σου το σκληρά προσωπικό, αυτή η απηνής σιωπή, Χρὴ σιγᾶν ἢ κρείσσονα σιγῆς λέγειν, σιωπή, η πιο κατάλληλη για την ιδιοσυγκρασία σου, όπως κι αυτή που τηρείς τώρα: κομμένες οι συζητήσεις αφού το δίκιο δεν τίθεται σε διαπραγματεύσεις, αφού έχεις δίκιο και δεν χωράνε κουβέντες, αφού δεν έχω δικαίωμα ούτε καν στον διάλογο... αφού έχεις δίκιο, τι τα συζητάμε, αφού κάνω λάθος, τι χάνουμε τα λόγια μας, αφού έχεις δίκιο...
Έχεις δίκιο;
Αν δεν αιφνιδιαζόμουν, κακώς, θα σου μιλούσα για τον θείο, δυο κουβέντες αδιάφορες, ενώ όλοι θα νόμιζαν ότι πιάσαμε ζεστή αδελφική κουβεντούλα, θα σου 'λεγα πως τον αγαπούσε ο πατέρας και πως ποτέ δεν έπαυε να νοιάζεται γι' αυτόν, παρά τα διάφορα με τα οποία γέμισε τη ζωή του, και παρά τη διαφορά ιδιοσυγκρασίας, ποτέ δεν θα σταματούσε να μιλάει μαζί του, απλά, ανεπιτήδευτα, άκομψα καμιά φορά, όπως μιλάνε οι λαϊκοί άνθρωποι, απότομα, με υψωμένη τη φωνή, αφού δεν ήξερε να μιλά χαμηλόφωνα, με ακράδαντη αίσθηση περί της μίας αλήθειας, με σαφείς οδηγίες σαν μεγάλος αδελφός, ο πατέρας μας πίστευε σε μια ακλόνητη τιμή, αλλά ποτέ δεν θα την επέβαλε στον αδελφό του, θα σου μιλούσα γι' αυτό, αλλά αιφνιδιάστηκα, κακώς, κι έφυγα, δεν το περίμενα γι' άλλη μια φορά, κακώς, σαν τα τηλέφωνα που δεν σηκώνεις, σαν την ταφόπλακα σιωπή που δεν μετακινείται, όλα στη σταύρωση, τίποτα στην ανάσταση.
Όμως ταυτόχρονα, εκείνη τη στιγμή πήρα τις αποφάσεις μου, μπήκα στο αυτοκίνητο κι έκλαψα για ώρα. Σκυμμένος-στο-τιμόνι-έκλαψα-όσο-δεν-έκλαψα-στην-κηδεία, όσο-δεν-έκλαψα-τον-νεκρό, όσο-δεν-είχα-κλάψει-καν-τη-μακαρίτισσα-τη-μάνα-μας που-'φυγε-νωρίς, όσο-δεν-είχα-κλάψει-τον-πατέρα, έκλαψα-για-τους-ζωντανούς-νεκρούς-πού-'χα-στη-ζωή-μου κι-αυτοί-πονάνε-πιο-πολύ-απ'-τους-άλλους, όσους-τους-σκέπασε-το-χώμα-και-δεν-περιφέρουν-τη-ζωή-και-την-αναξιοπρέπειά-τους. Έκλαψα-για-σένα-που-'χεις-θάψει-ζωντανή-τη-ζωή-σου.
Κι όσο οδηγούσα να επιστρέψω σπίτι, κατέστρωσα το σχέδιό μου, ένα σχέδιο πιο τολμηρό απ' τις ως τώρα άβουλες ή διπλωματικές, όπως θες πες τες, ενέργειές μου, στη μία περίπου ώρα που μου πήρε μέχρι να παρκάρω έξω απ' το σπίτι μου, έβαλα όλες τις παραμέτρους κάτω, ώστε να φτάσω στην επιτυχία του σχεδίου μου. Ο γόρδιος δεσμός κόβεται με σπαθί, το σάπιο κρέας με μαχαίρι, το Γιβραλτάρ με καμένα καράβια. Στ' ασανσέρ γονάτισα μόνος μπροστά στους καθρέφτες, έκλαψα πάλι κι έβγαλα τον τελευταίο λυγμό πριν τη μεγάλη απόφαση, στηρίχτηκα στην πόρτα και σκούπισα τα δάκρυα. Είχα αποφασίσει το σχέδιό μου. Κι όπως βλέπεις, το πραγματοποίησα.
Ο θάνατος έρχεται να μας θυμίσει πόσα σ 'αγαπώ δεν είπαμε.