Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη νουβέλα του Χρήστου Χρηστίδη «Γυμνός», που κυκλοφορεί στις 15 Ιουνίου από τις εκδόσεις Εντευκτήριο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Μετά την αναγκαστική προσγείωση του αεροπλάνου τους, δύο επιβάτες βρίσκονται σε μια αχαρτογράφητη χώρα και εκεί τους ρουφάει, σχεδόν τους καταπίνει, μια αλλόκοτη, λαβυρινθώδης, φασματική πόλη, όπου συναντούν πρόσωπα άγνωστα αλλά και ταυτόχρονα οικεία.
⑴
Τον ξύπνησε το σκοτάδι, τη στιγμή που το αεροπλάνο άφησε τον ήλιο πίσω του και μπήκε στη νύχτα.
Λίγες ώρες πριν, ένας γιγάντιος κυκλώνας ανάγκασε τον κυβερνήτη –ενώ πετούσε πάνω από τον ωκεανό– να αλλάξει προορισμό προς μια χώρα που δεν είχε επισκεφτεί ποτέ ξανά στο παρελθόν.
Κοίταξε το ρολόι του.
Στο διπλανό κάθισμα ένας ηλικιωμένος κοιμόταν σαν μωρό· ελαφρύ ροχαλητό ανασήκωνε ρυθμικά τα μαραμένα του χείλη. Από την άκρη τους ξεπρόβαλλε μία κλωστή σάλιου, διέσχιζε το πιγούνι και αιωρούνταν μετέωρη, σαν ωμό ασπράδι αυγού, πάνω από τον λαιμό. Έβγαλε ένα μαντίλι και σκούπισε το στόμα του συνεπιβάτη του.
Σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της πτήσης, ο ηλικιωμένος κοιμόταν γαλήνιος· μόνο την ώρα της πάλης του αεροσκάφους με την καταιγίδα άνοιξε για μία στιγμή τα μάτια, κοίταξε έξω από το παράθυρο, σήκωσε το χέρι, χαιρέτησε ζωηρά τα μαύρα σύννεφα και χαμογέλασε στις αστραπές σαν να ήταν φωτογραφικά φλας.
Πίσω από το οβάλ παράθυρο, ο ουρανός σκοτεινός, αδιαπέραστος.
Σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της πτήσης, ο ηλικιωμένος κοιμόταν γαλήνιος· μόνο την ώρα της πάλης του αεροσκάφους με την καταιγίδα άνοιξε για μία στιγμή τα μάτια, κοίταξε έξω από το παράθυρο, σήκωσε το χέρι, χαιρέτησε ζωηρά τα μαύρα σύννεφα και χαμογέλασε στις αστραπές σαν να ήταν φωτογραφικά φλας.
Ήπιε την τελευταία γουλιά ουίσκι. Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στην τουαλέτα στο βάθος της ατράκτου. Στριμώχτηκε στον ασφυκτικό χώρο, σήκωσε το καπάκι της λεκάνης και άδειασε την κύστη του στα τριάντα χιλιάδες πόδια πάνω από την επιφάνεια της γης.
Σαπούνισε με επιμέλεια τα χέρια. Έβγαλε μία χτένα από την τσέπη του σακακιού, την έβρεξε και προσπάθησε να ισιώσει τα μαύρα μαλλιά του μπροστά στον καθρέφτη. Επέλεξε ένα γαλακτερό μπουκάλι από το ντουλάπι του μπάνιου. Ξεβίδωσε το καπάκι. Μυρωδιά πεύκου. Έσταξε λίγη κολόνια στην παλάμη και την άπλωσε στα μάγουλα και στον λαιμό.
Επέστρεψε στη θέση του. Ο ηλικιωμένος εξακολουθούσε να κοιμάται.
Κοίταξε το ρολόι του.
Ξεχώρισε ένα ταξιδιωτικό περιοδικό από τη θήκη του μπροστινού καθίσματος. Το ξεφύλλισε μηχανικά και συνάντησε αμμουδερές παραλίες, κοραλλένιες θάλασσες, αδιαπέραστα δάση, ορμητικούς καταρράκτες και χιονισμένες βουνοκορφές που τρυπούσαν τα σύννεφα. Το έκλεισε και το τοποθέτησε πίσω στη θέση του.
Στο βάθος του διαδρόμου άνοιξε η κουρτίνα και εμφανίστηκε η αεροσυνοδός με το λεμονί ταγέρ και το αστραφτερό χαμόγελο. Πάνω στον δίσκο που κρατούσε υπήρχε ένα μικροσκοπικό μπουκάλι ουίσκι. Τον πλησίασε. Ακούμπησε το ποτό και μία χαρτοπετσέτα στο ανοιχτό τραπεζάκι πάνω από τα πόδια του. Η παλάμη της έσφιξε το μπροστινό κάθισμα. Τα νύχια της άψογα, βαμμένα στο χρώμα του ροδιού. Έγειρε το μπούστο στο ύψος των ματιών του. Τα ρουθούνια του πλημμύρισαν άρωμα γαρύφαλλου. Τα τύμπανα των αυτιών του δονήθηκαν από την ερεθιστικά βραχνή φωνή της:
― Τόσα χρόνια πετάω και δεν έτυχε ποτέ να επισκεφτώ αυτήν τη χώρα. Λένε ότι είναι συναρπαστική.
Πρόσεξε τα υγρά χείλη της, πόσο σχολαστικά ήταν βαμμένα, με το βαθύ κόκκινο κραγιόν να ακολουθεί αυστηρά τη σαρκώδη επιφάνεια. Τα μάτια της, ακύμαντα, προσπάθησαν να κατευνάσουν την ανησυχία του, καθώς τον ενημέρωσε:
― Θα χρειαστείτε βίζα, μπορείτε όμως να δηλώσετε αναγκαστική προσγείωση και, πληρώνοντας κάποιο παράβολο, να περάσετε τον έλεγχο διαβατηρίων. Λένε ότι το τέλος εισόδου είναι διαπραγματεύσιμο, αρκεί να τους πείτε–
― Μεριμνήσατε για ασθενοφόρο; τη διέκοψε απότομα.
Το βλέμμα της γλίστρησε στον ηλικιωμένο δίπλα του.
― Ειδοποιήσαμε τον πύργο ελέγχου. Έχουν φροντίσει για αναπηρική πολυθρόνα. Για ασθενοφόρο θα πρέπει να συνεννοηθείτε ο ίδιος στις Πληροφορίες. Πιθανόν να έχει κάποιο κόστος. Είμαι σίγουρη ότι όλα θα πάνε καλά στην–
― Εγώ όμως δεν είμαι καθόλου σίγουρος για το τι θα συναντήσουμε σε αυτήν την άκρη του κόσμου.
― Όλα θα πάνε μια χαρά, τον καθησύχασε η αεροσυνοδός και απομακρύνθηκε λικνίζοντας τους γοφούς της.
Σηκώθηκε και άνοιξε το ντουλάπι πάνω από το κάθισμα. Διάλεξε μία γκρι φανελένια κουβέρτα ανάμεσα από αποσκευές, μαξιλάρια και σωσίβια. Την τράβηξε έξω. Την άνοιξε και την τύλιξε σαν γκρίζο σπάργανο γύρω από το ζαρωμένο σώμα του ηλικιωμένου.
Κοίταξε το ρολόι του.
Ήπιε την τελευταία γουλιά ουίσκι. Δίπλωσε με προσοχή τη χαρτοπετσέτα σαν καλοσιδερωμένο πουκάμισο και την τοποθέτησε μέσα στο ποτήρι. Τα φώτα στην καμπίνα χαμήλωσαν, καθώς το αεροσκάφος ξεκίνησε την κάθοδο. Έγειρε το κεφάλι στο κάθισμα και έκλεισε τα μάτια.