Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Μαριαλένας Σπυροπούλου «Τάισέ με», που κυκλοφορεί στις 6 Φεβρουαρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Τα χρόνια που υλοποιούνταν το σχέδιο, που εγκαθιδρυόταν η γυναικεία παντοδυναµία, ο χάρτης του κόσµου άλλαζε. Οι άνδρες εξορίζονταν σε µια πιο πρωτόγονη κατάσταση. Αποσυρµένοι από την ενεργό δράση, έχοντας χάσει θέσεις και αξιώµατα, περιουσίες και ελευθερίες, οδηγούνταν σε µια παραβατική και ανεξέλεγκτη κατάσταση για να εκδηλώσουν την οργή τους. Ήταν οι µεγάλοι ηττηµένοι, οι θυµωµένοι, οι πιο καταστροφικοί. Δεν αποδέχονταν τη βίαιη εκτόπισή τους, την αλλαγή του καθεστώτος. Αντιδρούσαν µε όποιον τρόπο µπορούσαν. Η αστυνοµία, που στελεχωνόταν αποκλειστικά από ροµπότ, φυλάκιζε και εξόριζε συνεχώς άνδρες. Και αυτοί έπαιρναν την εκδίκησή τους όπως µπορούσαν. Άλλοτε κατέφευγαν σε µαζικούς βιασµούς, άλλοτε σε αποπλάνηση νεαρών κοριτσιών για να τις εµποδίσουν να εισαχθούν στο Γυναικείο Πρόγραµµα από τον Επίσηµο Σχολικό Επαγγελµατικό Προσανατολισµό. Η αλλαγή ξεκινούσε από την Παγκόσµια Εκπαίδευση. Τα σχολεία προωθούσαν πλέον ολοκληρωτικά το Γυναικείο Πρόγραµµα, στην πλειονότητά τους οι δάσκαλοι, οι καθηγητές και οι διευθυντές ήταν γυναίκες. Τα αγόρια δεν φοιτούσαν στα ίδια σχολεία µε τα κορίτσια. Απαγορευόταν για αυτά η κανονική εκπαίδευση που οδηγούσε στην ανώτατη µόρφωση, το πανεπιστήµιο γινόταν αποκλειστικά γυναικεία υπόθεση και εκείνοι εξαναγκάζονταν στην καλλιέργεια της γης και στα πρακτικά επαγγέλµατα. Το Γυναικείο Πρόγραµµα απαιτούσε στενή επιτήρηση. Σε αυτό το Πρόγραµµα οφειλόταν η αλλαγή των κοινωνιών, η επιτυχία της Γυναικείας Αποστολής, ήταν σχολαστικά µεθοδευµένο και ξεκινούσε από το σχολείο, την τρυφερή ηλικία των κοριτσιών. Ένα κλειστό επιστηµονικό Πρόγραµµα µε ενδοκρινολόγους, ψυχιάτρους, ψυχολόγους, φιλοσόφους, παιδαγωγούς, φυσικούς, µαθηµατικούς και γυναικολόγους, καθώς και µια καινούργια οµάδα επιστηµόνων, ειδικών νευρολόγων και ψυχοσωµατιστών, που µελετούσαν τη γυναικεία φυσιολογία και βάσει αυτής επέλεγαν ποιο κορίτσι είχε τις σωµατικές και ψυχικές προδιαγραφές για να ενταχθεί µε επιτυχία στο Πρόγραµµα. Δεν αρκούσε µόνο το πνεύµα. Η επιτυχία κρυβόταν στο σώµα. Το σώµα έπρεπε να έχει συγκεκριµένες προδιαγραφές. Τα πειράµατα είχαν ξεκινήσει από το τέλος του εικοστού αιώνα, αν και το σχέδιο υλοποιούνταν µε µυστικό τρόπο για δεκαετίες. Είχε παγιωθεί µια κατάσταση στον κόσµο χωρίς διαφυγή, µια πορεία προδιαγεγραµµένη που έµοιαζε µε φυσική εξέλιξη. Οι γυναίκες περίµεναν αιώνες αυτή την καταξίωση. Από την αρχαία Ελλάδα µέχρι την εδραίωση του δυτικού πολιτισµού οι γυναίκες πάσχιζαν να σπάσουν τα δεσµά τους. Δεν ήταν το δικαίωµα της ψήφου που αναζητούσαν πια, ήταν ο κόσµος ο ίδιος, το βλέµµα του κόσµου, η αλλαγή των κύριων ονοµάτων στα λεξικά. Να ξαναγράψουν τη Βίβλο. Να ξεφύγουν από τον Άνδρα Νοµοθέτη που µορφοποίησε τον ανδροκρατούµενο κόσµο, έναν σαθρό ανδροκρατούµενο κόσµο, έναν κόσµο γεµάτο καταπίεση, ανταγωνισµό και φθόνο. Έναν κόσµο εγκατάλειψης, µίσους και πολέµων. Ο ανδρικός κόσµος έπρεπε να καταρρεύσει.
Ήρθε η στιγµή για τη Γυναικεία Αποστολή.
Δυνατές, στέρεες, αποφασισµένες, οι γυναίκες επαγρυπνούσαν για να µην µπορέσει να ανατραπεί το καθεστώς, να µη σταµατήσει το Γυναικείο Πρόγραµµα. Τα αγόρια, που δέχονταν ελλιπή εκπαίδευση, πολύ σύντοµα εξορίστηκαν στην ύπαιθρο µαζί µε τους πατεράδες τους. Τα αστικά κέντρα δεν προσέφεραν καµία διέξοδο, µέχρι που έγινε αναγκαστική, επιβεβληµένη η έξοδος. Η πορεία είχε απρόσµενα και δυσάρεστα αποτελέσµατα για αυτά, µικρά αγόρια πέθαιναν από εγκατάλειψη και πείνα. Όσες είχαν ήδη γίνει µητέρες µε το προηγούµενο καθεστώς ήρθαν αντιµέτωπες µε το αδιέξοδο, έπρεπε µέσα σε µια νύχτα να γίνουν παγερά αδιάφορες για τα παιδιά τους, για όλα τα αγόρια και για όσα κορίτσια δεν είχαν τις προδιαγραφές να εξελιχθούν.
Κατηφορίζοντας την Κηφισίας, αφήνει το αυτοκίνητό της πιο µακριά από το πατρικό της. Έχει ανάγκη να περπατήσει στους δρόµους όπου µεγάλωσε. Εκεί όπου έπαιζε µπάλα, κυνηγητό, τα «µήλα», στη γειτονιά όπου κατέβαιναν όλα τα παιδιά στους δρόµους. Της άρεσε που µεγάλωνε σε προάστιο, το Χαλάνδρι διέθετε απλότητα όταν µεγάλωνε, και παραµένει το παιδικό της καταφύγιο. Αντιθέτως, το κέντρο της Αθήνας µπήκε στη ζωή της τις νύχτες, ταυτίστηκε µε την ελευθερία της, τις κοπάνες της εφηβείας, τη φοιτητική της ζωή, δρόµους στους οποίους εκείνη χανόταν, τα µπαρ φώτιζαν για εκείνη τις κακοτοπιές. Δεν ζηλεύει την αδερφή της που ζει στο Λονδίνο. Δεν µπορεί να αποµακρυνθεί από όσα γνωρίζει, ο τόπος για εκείνη έχει παλιές µυρωδιές, σαν γάτα επιστρέφει εκεί όπου ανήκει. Είναι όλα τόσο ανήσυχα, ρευστά, κινητικά µέσα της, αναζητά από τον τόπο της ακινησία, τη σταθερότητα που δεν έχει. Η πόλη της διαθέτει την ατµόσφαιρα σκασιαρχείου, σε προκαλεί να παρεκκλίνεις. Ένα βαρύ κιλίµι ανάµεικτων επιρροών η Αθήνα. Ένα ιδιότυπο µάγµα Ανατολής και Δύσης, βαλκανικής προέλευσης. Είναι όµως ανθεκτικό να το πατάς τις νύχτες, ανέπαφο να το τινάζεις το πρωί από τις µνήµες που το κηλίδωσαν. Και να το ξαναστρώνεις όπως όπως, χωρίς µνήµη. Στρώνει τη φούστα της και σηκώνει το βλέµµα στην πολυκατοικία όπου µεγάλωσε. Βλέπει από ψηλά τις ελιές που κρέµονται από το µπαλκόνι του σαλονιού. Θα µπορούσα να έχω πάει για µπάνιο, σκέφτηκε, τόση ζέστη για Απρίλιο. Κόβει µια µαργαρίτα και την κρατάει στην παλάµη της. Την κοιτάζει εξονυχιστικά, την αυτοτέλειά της, µια ολοκλήρωση που έχει από τη φύση της. Δεν θα τη µαδήσει. Δεν θέλει να δει αν την αγαπάει. Δεν θέλει τίποτα. Να τρέξει, να το βάλει στα πόδια βουτώντας τις γάµπες της σε κρύα θαλασσινά νερά. Να καθρεφτίσει το πρόσωπό της κάνοντας µπουρµπουλήθρες. Να πετάει φούσκες µε νερό και σαπούνι. Να παίζει σκοινάκι. Να γυρνάει τη µέση της γύρω από ένα χούλα χουπ. Να ξαπλώνει µε τα παπούτσια καρφωµένα στον τοίχο, αφήνοντας µαύρες πατηµασιές. Να ρουφάει για ώρες νερό µε καλαµάκι και να εκνευρίζει τους γύρω της. Αυτά θέλει να κάνει. Όχι να δει αν την αγαπάει. Η αγάπη είναι σκληρή, σε υποχρεώνει, έρχεται από τα βάθη του θυµού, αν σε αγαπάει κάποιος πρέπει να ανταποκριθείς, σου έχουν µάθει να έχεις ανάγκη την αγάπη. Ακόµα και αν εσύ θέλεις χρόνο να σκεφτείς τι είναι η αγάπη, ακόµα και αν θέλεις χρόνο γενικά. Κοιτάζει τη µαργαρίτα και της σκάει ένα χαµόγελο. Μια λιλά µαργαρίτα, µισεί αυτό το χρώµα. Την ξανακοιτάζει, της έρχονται δεύτερες σκέψεις, στη συγκεκριµένη µαργαρίτα το λιλά ταιριάζει, αφήνεται, τη µαδάει, πιάνει τον εαυτό της να πεισµώνει, να µαδάει, να θέλει να την αγαπάει. Πηγαίνει κόντρα στην αρχική της απόφαση. Αφήνεται. Την αγαπάει. Καµιά φορά πρέπει να πηγαίνεις κόντρα στη φύση σου.
Η µητέρα της στην κουζίνα βάζει τα γεµιστά στον φούρνο, αποφεύγει τις εισαγωγές, τη βοµβαρδίζει µε τα νέα. «Θα το ήθελες αλλιώς. Πώς αλλιώς;» Βγάζει την ποδιά, στρώνει το λουλουδάτο φόρεµά της και ισιώνει τον κότσο της. «Πώς αλλιώς, παιδί µου;» Η Μαρίνα βγάζει τα παπούτσια της και ξαπλώνει στον καναπέ που έχουν στην κουζίνα. Την αγαπάει αυτή τη γωνιά, στο κόκκινο ριχτάρι ξάπλωνε η εφηβεία της, κλαίγοντας παρέα µε το αγκοµαχητό του ψυγείου, έχει ξεπεράσει µεθύσια µε τον θόρυβο του πλυντηρίου των πιάτων κοιτώντας θολά το πάτωµα, άκουγε τούρκικους σταθµούς από το παλιό ραδιόφωνο – κληρονοµιά του παππού, ο παππούς πέθανε, το ραδιόφωνο ζει εκατό χρόνια µετά. Εκεί δίπλα στην τροφοθήκη, τις δύσκολες µέρες και νύχτες των Πανελληνίων Εξετάσεων, άνοιγε το παράθυρο να πάρει αέρα και βούταγε κρυφά στη µερέντα µέχρι να πιάσει πάτο. «Θα βγάλεις σπυριά» της έλεγε η αδερφή της. «Εσύ να κοιτάς τον κώλο σου» αυθαδίαζε η µικρή. Πέντε χρόνια διαφορά, αλλά, ανόµοιες καθώς ήταν, οι αδερφές πάλευαν ποια θα εξουδετερώσει την άλλη. Πολύ συχνά τα κατάφερναν, ενίοτε συσπειρώνονταν στο πρόσωπο του µεγάλου εχθρού, του πατέρα. Η µεγάλη, Γεωργία όπως και η πατρική γιαγιά, εδώ και µερικά χρόνια ήταν πια η Τζο, που ζούσε στους κήπους του Κένσινγκτον µαζί µε τον Πίτερ Παν, όπως κορόιδευε τον άνδρα της η αδερφή της. Ο Πίτερ είναι το αγόρι που ερωτεύτηκε όταν πήγε για Εράσµους στην Αγγλία, τελειώνοντας τις σπουδές της στη Νοµική. Ψηλός, αδύνατος, κοκκινοµάλλης, µε ωχρά γαλανά µάτια, που η Μαρίνα δεν έχανε ευκαιρία να τον φωνάζει «Ωχρά κηλίδα». Η Τζο αποφάσισε πολύ γρήγορα να µείνει στην Αγγλία και να κάνει µε διαφορά ενάµιση χρόνου δύο αγγλάκια, διαψεύδοντας την επικράτηση του σκούρου γονιδίου. Δύο κοκκινοµάλλικα παιδάκια ίδια µε τη µητέρα του Πίτερ, την Ντέµπορα. Ήταν γκαλερίστα και ιέρεια της µόδας, είχε ως σήµα κατατεθέν κόκκινο ακανόνιστο µαλλί, φακίδες, και µια µικρή µύτη, το αχνό σηµείο στον χάρτη του προσώπου της. Η Ντέµπορα, που δεν χώρεσε ούτε στο ρούχο της µητρότητας στα νιάτα της, παρότι φορούσε µόνο κελεµπίες, πάθαινε πλέον ασφυξία στον ρόλο της γιαγιάς. Δεν ήθελε να βλέπει συχνά ούτε τον γιο της ούτε τα εγγόνια της. Περίµενε, έλεγε, να µεγαλώσουν λίγο, ήταν καλή µε τις πιο µεγάλες ηλικίες, µια δικαιολογία που την απελευθέρωνε. Έτσι και η Τζο, από τη στιγµή που έφτασε στην Αγγλία, δεν της ζητούσε ποτέ τίποτα. Τα είχε όµως καταφέρει µόνη της. Είχε στήσει µια ζωή µε τον Πίτερ στο Τσέλσι. Πηγαίνουν τις Κυριακές στους κήπους των µουσείων, πίνουν καφέ στη Σάατσι και στο Μουσείο Βικτόρια και Άλµπερτ τις καθηµερινές, το Σάββατο πίνουν ένα µαρτίνι για αρχή στο JuJu και τρώνε συχνά µέσα στην εβδοµάδα στο The Pig’s ears.
«Μπαµπά, θα σταµατήσεις; Πριν µας αρχίσεις πάλι µε τα πολιτικά, ο Γιάννης µού έκανε πρόταση γάµου. Μη λες ακόµη τίποτα. Δεν έχω απαντήσει, δεν θέλω να το συζητήσω, δεν ξέρω αν θα δεχτώ. Μου ήρθε απότοµα. Και τώρα θέλω να πας µέσα, θέλω µόνο µε τη µαµά να µιλήσω».
Η µητέρα της στραµµένη προς τον νεροχύτη ψιθυρίζει κάτι στον βασιλικό που έχει στο παράθυρο. Βγάζει τα ψάρια από το ψυγείο και κοιτάζει την ώρα για να δει αν προλαβαίνει να τα καθαρίσει. Μια µελωδία σιγοτραγουδά, «το σ’ αγαπώ για να πιστέψεις τι να πω, πως είναι ο κόσµος αδειανός χωρίς εσένα».
Η Μαρίνα βουρκώνει και χαµηλώνει το βλέµµα. Οι µητέρες είναι κάτι άπιαστο, σχεδόν ένα άγνωστο πρόσωπο. Τα παιδιά γνωρίζουν ελάχιστα για αυτές, µια τις βάζουν ψηλά, µια τις χτυπάνε αλύπητα, πάλι και πάλι σε όλη τους τη ζωή εκεί σκοντάφτουν, στο χαλάκι που στρώνουν κάθε µέρα µπροστά στην πόρτα του δωµατίου τους και µπουσουλάνε προς την ανάγκη τους, κινούνται συνεχώς προς εκείνες, όσο και αν νοµίζουν ότι ξεµακραίνουν. Δεν θα γίνει ποτέ τόσο καλή σαν τη µητέρα της, αυτή η σκέψη τη στοιχειώνει.
«Με την αδερφή σου µίλησες; Είδα και τη γιαγιά προχθές, µε ρωτούσε για σένα. Σ’ έχει επιθυµήσει, παιδί µου, να πας να τη δεις. Κι όταν θα πας, κάντε ένα σκάιπ µε την Τζο, εσύ τα ξέρεις αυτά, µήπως δει λίγο η γιαγιά τα µικρά. Δεν νοµίζω ότι θα ζήσει πολύ ακόµα».
Η πόρτα ανοίγει και µπαίνει ο πατέρας της Μαρίνας. Τη βλέπει, ξαφνιάζεται. «Ω, ποια µας θυµήθηκε;» Δεν τους έχει συνηθίσει σε πολλές πρωινές επισκέψεις. Τον τελευταίο καιρό αφιερώνει τον χρόνο της µόνο στον Γιάννη και στους φίλους της. Τους γονείς τούς παίρνει τηλέφωνο όταν ξεµένει από χρήµατα, όταν χαλάει το αυτοκίνητο, όταν θέλει φαγητό από τη µάνα της. Τη γιαγιά έχει πολύ καιρό να τη δει µετά το εγκεφαλικό. «Άσχηµα τα πράγµατα» ξεφυσά «πολύ άσχηµα. Θα µας βάλει σε µπελάδες ο ανίκανος. Θα φέρει τους ξένους να µας ελέγχουν. Αποτύχανε. Η αρχή του τέλους, µανάρι µου» ο Γρηγόρης ανοίγει την εφηµερίδα και κάνει νόηµα στη γυναίκα του να ετοιµάσει γρήγορα τον καφέ του. «Να δεις που θα βγει να το πει το αµερικανάκι ότι είµαστε σε πτώχευση και θα µας φέρει εδώ τις επιτροπές. Τέρµα τα ψέµατα, Ολγάκι. Τέρµα. Βγήκαν όλα στη φόρα. Τα έφαγαν. Θα κόψουν και τις συντάξεις. Αυτά εδώ τα µικρά σκέφτοµαι. Τρέχα να βρεις, ρε Μαρίνα, καµιά κανονική δουλειά, µε τα ιδιαίτερα, παιδί µου… Ή φύγε κι εσύ έξω σαν τη Γεωργίτσα. Δεν βλέπεις τι θα γίνει σε αυτή τη χώρα;»