
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη «Σε ποιον ανήκει η κόλαση», που κυκλοφορεί στις 14 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Οικογενειακές φωτογραφίες
Μέχρι να πέσει το σκοτάδι σχεδόν όλες οι οικογένειες του χωριού είχαν φορέσει τα καλά τους και είχαν στηθεί μπροστά στον φακό. Την επόμενη μέρα ο φωτογράφος φορτωμένος καλούδια και με τις τσέπες γεμάτες χρήμα, έφυγε λέγοντας πως θα επιστρέψει σε δεκαπέντε μέρες, αφού εμφάνιζε τις φωτογραφίες στο εργαστήρι του στην Καλαμάτα.
Σε μια περιήγησή μας στην Πελοπόννησο, καθ’ οδόν προς τον ναό του Επικούρειου Απόλλωνα, σταματήσαμε σε ένα μικρό χωριό με την ελπίδα να βρούμε κάτι να φάμε. Ο ιδιοκτήτης του μοναδικού καφενείου, ένας κάπως αγριωπός στην όψη μα με ευγενικούς τρόπους άνθρωπος, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του να μας ικανοποιήσει. Αισθανθήκαμε υποχρεωμένοι από την τόση περιποίηση και, καθώς δεν υπήρχε άλλος πελάτης στο μαγαζί, κρίναμε πως ήταν απρέπεια εκ μέρους μας να τον αφήνουμε μόνο του και του ζητήσαμε να έρθει στο τραπέζι μας. Κάποιος από την παρέα άρχισε να τον ρωτάει για την ιστορία του χωριού, αν διαδραμάτισε ρόλο στα χρόνια της Επανάστασης, αν καταγόταν από εκεί κανένας σπουδαίος καπετάνιος, τέτοια, αλλά ο απλός εκείνος άνθρωπος δεν ήξερε να μας πει. Προθυμοποιήθηκε όμως να μας διηγηθεί μια τραγική, όπως τη χαρακτήρισε, ιστορία που συνέβη εκεί κάποτε. Καθώς τρώγαμε ακόμη και δεν είχαμε λόγο να βιαζόμαστε, του ζητήσαμε να συνεχίσει. Πριν από πολύ καιρό, άρχισε να λέει, όταν ακόμη αυτά τα μέρη δεν ήξεραν ούτε από δρόμους και αυτοκίνητα ούτε από τουρίστες, πολλά χρόνια πριν από τον Μεγάλο Πόλεμο, εμφανίστηκε ένας πλανόδιος φωτογράφος. Οι περισσότεροι κάτοικοι πρώτη φορά έβλεπαν τέτοια μηχανή και ήταν ζήτημα αν υπήρχε φωτογραφία έστω και σε ένα σπίτι. Ο ξενομερίτης έστησε τη μηχανή, το ζωγραφισμένο πανί που χρησίμευε για φόντο, έναν πίνακα με φωτογραφίες και τα υπόλοιπα σύνεργά του στην πλατεία, κάτω από ένα μεγάλο δέντρο, και άρχισε να καλεί τον κόσμο. Λεφτά δεν είχαν να δώσουν όλοι, μα ο φωτογράφος δεχόταν και αυγά, κότες, παστό κρέας, ξεραμένα σύκα, ό,τι τέλος πάντων διέθετε ο καθένας. Μέχρι να πέσει το σκοτάδι σχεδόν όλες οι οικογένειες του χωριού είχαν φορέσει τα καλά τους και είχαν στηθεί μπροστά στον φακό. Την επόμενη μέρα ο φωτογράφος φορτωμένος καλούδια και με τις τσέπες γεμάτες χρήμα, έφυγε λέγοντας πως θα επιστρέψει σε δεκαπέντε μέρες, αφού εμφάνιζε τις φωτογραφίες στο εργαστήρι του στην Καλαμάτα. Οι βδομάδες όμως περνούσαν και δεν έλεγε να φανεί. Μπήκε το καλοκαίρι, έφτασε φθινόπωρο, τους έπιασε χειμώνας, τίποτα. Στην αρχή κανείς δεν ήθελε να παραδεχτεί πως είχαν πιαστεί κορόιδα και ο απατεώνας δεν θα επέστρεφε ποτέ. Σε έναν καβγά όμως μεταξύ δύο οικογενειών με κτηματικές διαφορές η γυναίκα της μιας πλευράς, που δεν είχε φωτογραφηθεί, ειρωνεύτηκε τη γειτόνισσά της που χαράμισε τόσα τρόφιμα για μια φωτογραφία, ενώ τα παιδιά τους κυκλοφορούν ξυπόλυτα. Όταν το έμαθε ο άντρας της, έγινε έξαλλος. Λίγο έλειψε να γίνει φονικό. Μα αυτό ήταν μόνο η αρχή. Μέρα με τη μέρα η ανάμνηση της ομαδικής εξαπάτησης αντί να ξεθωριάζει άρχισε να παίρνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις, σαν μεταδοτικός ιός που μόλυνε όλο το χωριό. Όποιος ήθελε να πειράξει τον άλλον του θύμιζε πόσα και τι είχε δώσει στον πανούργο εκείνο ξένο, κι αν τύχαινε να λογοφέρουν κάποιοι, ο καβγάς κατέληγε πάντοτε στο ίδιο αυτό δυσάρεστο γεγονός. Στις αρχές του Απρίλη εμφανίστηκε ένας άλλος φωτογράφος με παρόμοια μηχανή, που όπως και ο προηγούμενος στήθηκε κάτω από το μεγάλο δέντρο της πλατείας και άρχισε να κάνει πως τραβάει φωτογραφίες. Έξαλλοι οι άντρες που βρίσκονταν στο καφενείο εκείνη την ώρα, θεωρώντας πως κι αυτός είχε έρθει να τους κοροϊδέψει, έπεσαν πάνω του και άρχισαν να τον χτυπούν. Ο άτυχος ξένος τρομοκρατήθηκε, κάπου παραπάτησε, έχασε την ισορροπία του, χτύπησε άσχημα το κεφάλι του και σε λίγη ώρα ξεψύχησε. Πήραν την απόφαση από κοινού να τον θάψουν και να κρατήσουν το μυστικό για πάντα. Μα φαίνεται κάποιος τους πρόδωσε και σε λίγες μέρες εμφανίστηκε ένα απόσπασμα χωροφυλακής, το οποίο συνέλαβε όλους τους άντρες του χωριού εκτός από τον παπά. Τέσσερις καταδικάστηκαν σε ισόβια και τρεις σε είκοσι χρόνια κάθειρξη στις Φυλακές Ακροναυπλίας. Όσοι πάντως επέστρεψαν, αφού αποδείχθηκε πως δεν είχαν καμιά ανάμειξη στο φονικό, διηγήθηκαν ότι ως και από την Αθήνα είχαν έρθει φωτογράφοι να τους φωτογραφίσουν ενώ δικάζονταν.