
Προδημοσίευση από τη συλλογή διηγημάτων του Βασίλη Παπαγεωργίου «Ωραίες ψυχές» που κυκλοφορεί στις 8 Μαΐου από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Σοφούλη
Μου αρέσει να περπατώ αργά, σαν υπνωτισμένος. Μου αρέσει καθετί ήπιο. Τόνοι, ζώα, άνθρωποι, μέρη, χρώματα. Περπατώ στην παραλία, τη διασχίζω όλη κάτω από τα μικρά, πεύκα που όταν θα έχουν μεγαλώσει δεν θα υπάρχω. Αυτό με κάνει και σκέφτομαι τις διαφορετικές πορείες του χρόνου για τον καθένα μας, για κάθε πλάσμα. Όπως σκέφτομαι και τη δυνατότητα να υπάρχουν όντα ή καταστάσεις που δεν επηρεάζονται από τον χρόνο. Τον γνωρίζουν τον χρόνο, τον παρακολουθούν που τους παρακολουθεί, αλλά δεν τους αγγίζει. Ή δεν τον γνωρίζουν καν. Το ίδιο ισχύει και για τον χρόνο, που είναι ένα πλάσμα και αυτός. Και σίγουρα υπάρχει ένας άλλος ή άλλοι χρόνοι που παρακολουθούν τον χρόνο. Ή τον αγνοούν. Αυτή η γνώση και αυτή η άγνοια γεννούν το αίσθημα της ηπιότητας μέσα μου και την ανάγκη μου να την αναζητώ. Περνώ από την πίσω μεριά του μεγάρου μουσικής. Σαν φρούριο με τα μικρά του παράθυρα. Σαν φυλακή. Σαν να πνίγεται η μουσική εκεί μέσα. Προχωρώ για λίγο δίπλα στο θλιβερό νερό και σε μερικούς ψαράδες χαμένους μέσα σε θλιβερή μοναξιά χειρότερη και από τη δική μου και συνεχίζω στη οδό Σοφούλη. Κοντά στον ιστιοπλοϊκό όμιλο έχω μια ήσυχη γωνιά όπου ξαπλώνω πάνω στο πεζοδρόμιο, δίπλα σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Είναι μια ήπια, χειμωνιάτικη μέρα. Έχει χλωμό, αλλά ζεστό ήλιο, δεν φυσά, οι ήχοι είναι απόμακροι την ώρα αυτή που έχω φτάσει, τέσσερις το απόγευμα. Με ξυπνά η άγρια φωνή κάποιου που μιλάει ένα βήμα από μένα στο τηλέφωνο του ανοιχτού θαλάμου. Δεν κάνω προσπάθεια να τον δω. Τον φαντάζομαι από τη φωνή του με εξίσου άγριο πρόσωπο, με άγρια διάθεση και άγριες χειρονομίες. Τον ακούω που λέει ότι θα σπάσει χέρια, ότι τα τρολ και όσοι φορούν κουκούλα θα καταλήξουν στον γύψο. Θα τους σπάσει το σώμα. Τέτοια αγριότητα μου είναι ανεξήγητη. Άγριες ψυχές μέσα σε άγριο σκοτάδι και σε άγριο φως. Θα σπάσω τα χέρια όποιου τα λέει αυτά, λέει. Και αυτά τα λένε τα τρολ και οι κουκουλοφόροι. Για ποιους ακριβώς μιλάει με άπταιστο συντακτικό δεν θέλω να καταλάβω, δεν έχει επίσης κανένα νόημα. Έχει όμως νόημα το μίσος και το μένος στη φωνή του. Είναι η φωνή ενός σπασμένου ανθρώπου. Καταστραμμένου. Πόσο καταστραμμένου; Πολύ, πάρα πολύ. Και αυτό με αναστατώνει. Να έρθει ο αέρας να τον πάρει, να τον σηκώσει και να μην τον ξανακατεβάσει πριν τον έχει αλλάξει εντελώς. Ο αέρας που έρχεται πριν από το φως, σαν ανάσα. Δεν μπορώ να αναπνεύσω χωρίς τον αέρα αυτόν. Να μυρίσω, να σκεφτώ. Ένας ήπιος αέρας. Από πού έρχεται; Τι βρίσκεται πίσω του; Ο αέρας μιας ψυχής. Ο αέρας σαν ψυχή. Ψυχανεμισμός χωρίς υπονοούμενα ή νοούμενα. Σκέτο, καθαρό, γλυκό αεράκι. Η αύρα της αβύσσου. Αέρας που δεν σπάει τίποτε. Που ούτε καν σκορπίζει. Μετά μίλησε με στόμφο για μια αγορά που μόλις έκανε. Ένα ακίνητο στη Χανιώτη μπροστά στη θάλασσα για ένα εκατομμύριο. Θα μπορούσε λέει να κατεβάσει την τιμή περισσότερο. Θα μπορούσε να σπάσει την τιμή κι άλλο. Την τιμή του ακινήτου. Την τιμή του πωλητή. Το σώμα του. Την ψυχή του. Μελετώντας τους ανθρώπους όλους, απλούς και περίπλοκους είναι η σωτηρία μου. Μελετώ την οριακή σκέψη σε οριακούς ανθρώπους. Την αβυσσαλέα σκέψη σε αβυσσαλέους ανθρώπους. Όταν είμαι ξαπλωμένος, όπως τώρα εδώ, και σηκώνομαι μόνο για μερικά βήματα πίσω μπρος και πάνω κάτω, απολαμβάνω να μετατρέπω το τετριμμένο σε κάτι εξαιρετικό, πέρα από μέτρα και σταθμά. Αυτή είναι νομίζω η ομορφιά. Η ελευθερία να μετατρέπω κάθε λεπτομέρεια σε κάτι άπειρο, απύθμενο. Αυτή είναι η χώρα μου. Το μέρος που μπορώ να μετατρέπω και να δίνω. Όσο περισσότερο δίνω τόσο περισσότερο γνωρίζω ένα μέρος. Και όσο περισσότερο γνωρίζω ένα μέρος τόσο πιο απρόσκοπτα μπορώ να δίνω. Η ευχέρεια του να δίνεις. Αυτός είναι ο πατριωτισμός μου. Και τον φυσώ όσο πιο ήπια μπορώ προς τον βάναυσο σπάστη που μιλά ακόμη στο τηλέφωνο. Τον εμψυχώνω. Αν και είμαι σκυλί δεν είμαι κυνικός. Κάθε άλλο. Και με ανησυχεί το ότι φαίνεται ότι εμείς του δρόμου είμαστε όλα μεγαλόσωμα σκυλιά. Πώς εξηγείται τώρα αυτό; Θέλω να είμαι προσγειωμένος και γήινος, χωμάτινος. Εντελώς χωμάτινος. Να περπατούν επάνω μου άνθρωποι, μυρμήγκια, να τρέχουν πάνω μου νερά και άνεμοι. Να έχω παραιτηθεί εντελώς από κάθε επιθυμία και κάθε σκοπό. Να είμαι χώμα ζωντανό που ανανεώνεται μόνο του. Που οι μνήμες του γίνονται λίπασμα και χάνονται για πάντα, και κάθε στιγμή ξεκινά από την αρχή έτοιμη να βγάλει βλαστούς με τη δική της σχέση με τον χρόνο. Φρέσκο χώμα. Υγρό και γόνιμο. Αφημένο στη γονιμότητά του. Είμαι χώμα ξαπλωμένο στο πεζοδρόμιο. Έχει ένα στρώμα για πέταμα εδώ πιο πέρα μπροστά στο συνεργείο της Σούμπαρου, όπου θα μπορούσα να περάσω τη νύχτα αν δεν το μαζέψουν στο μεταξύ. Το πρόβλημα είναι ότι οτιδήποτε μαλακό θα μου καταστρέψει την πλάτη που έχει συνηθίσει τη σκληρότητα του πεζοδρομίου. Και θα πρέπει να πω χωρίς δεύτερη σκέψη ότι το σώμα μου έχει συνηθίσει σε οτιδήποτε σκληρό, στην ίδια τη σκληρότητα. Είμαι προετοιμασμένος, γυμνασμένος, να τη διαισθάνομαι, να την αποδέχομαι και να την αντιμετωπίζω. Δεν έχω όμως καταφέρει ακόμη να την ξεπερνώ, ιδιαίτερα τη σκληρότητα των ανθρώπων, που συχνά είναι αναπάντεχη και ανεξήγητη. Και πάντα ανυπόφορη στην μονότονη επαναληπτικότητά της, που έχω την αίσθηση ότι την κάνει διπλά σκληρή. Και αυτό που θα σπάσει τη σκληρότητα είναι ο ήπιος άνεμος. Αυτός που κάνει τα πλατάνια, αυτά τα τεράστια δέντρα με τα τεράστια φύλλα και το τεράστιο θρόισμα να ρίχνουν τα φύλλα από το τέλος κιόλας του Αυγούστου. Τώρα γυμνά με αφήνουν να βλέπω τον ουρανό. Να βλέπω την πόλη σαν τεράστιο διαστημόπλοιο και σαν πελώριο σύννεφο και σαν επακριβώς δομημένο κοσμητικό συμβάν έτοιμο να απογειωθεί χωρίς να μετακινηθεί. Έτοιμο να συναρμόσει όλα τα σπασμένα, να συνταιριάξει όλα τα θραύσματα. Να κάνει κάτι αποτελεσματικό με τη σκληρότητα.