
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Άμος Οζ «Αγαπητοί ζηλωτές - Τρεις στοχασμοί» σε μετάφραση από τα εβραϊκά από τη Λουίζα Μιζάν, το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 7 Μαΐου από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Αγαπητοί ζηλωτές*
Πώς να θεραπεύσεις λοιπόν έναν φανατικό; Να πάρεις στο κυνήγι μια συμμορία πάνοπλων ζηλωτών στα όρη του Αφγανιστάν ή στις ερήμους του Ιράκ είναι ένα πράγμα. Να τα βάλεις με τον ίδιο τον φανατισμό είναι εντελώς άλλο πράγμα. Τίποτα καινούργιο δεν έχω να προτείνω για τους πολέμους στα όρη και στις ερήμους, ούτε για το διαδικτυακό κυνηγητό. Εδώ θα βρείτε μερικές σκέψεις γύρω από τη φύση του φανατισμού και πώς να τον περιορίσουμε.
Η επίθεση στους Δίδυμους Πύργους στη Νέα Υόρκη στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, όπως και οι δεκάδες επιθέσεις σε κέντρα πόλεων και σε πολυσύχναστα μέρη σε διάφορες περιοχές του κόσμου, δεν προέρχεται από την οργή των φτωχών κατά των πλουσίων. Το χάσμα μεταξύ φτώχειας και πλούτου είναι μια αρχαία αδικία, το νέο κύμα βίας όμως δεν είναι μόνο, ούτε κατά κύριο λόγο, αντίδραση σε αυτό το χάσμα. (Αν ήταν έτσι τα πράγματα, οι τρομοκρατικές επιθέσεις θα προέρχονταν από τις αφρικανικές χώρες –τις πλέον φτωχές– και θα έπλητταν τη Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα του Κόλπου – τις πλέον πλούσιες).
Αυτός ο πόλεμος μαίνεται ανάμεσα σε φανατικούς, πεπεισμένους πως ο σκοπός τους αγιάζει όλα τα μέσα, και όλους τους υπόλοιπους, που πιστεύουν πως η ίδια η ζωή είναι σκοπός και όχι μέσο.
Αυτός ο πόλεμος μαίνεται ανάμεσα σε φανατικούς, πεπεισμένους πως ο σκοπός τους αγιάζει όλα τα μέσα, και όλους τους υπόλοιπους, που πιστεύουν πως η ίδια η ζωή είναι σκοπός και όχι μέσο. Είναι η πάλη μεταξύ εκείνων που λένε πως το δίκαιο, και Κύριος οίδε τι εννοούν λέγοντας «δίκαιο», είναι πιο σημαντικό από τη ζωή, και εκείνων που στα δικά τους μάτια η ζωή προηγείται πολλών άλλων αξιών.
Από τότε που ο ερευνητής Σάμιουελ Π. Χάντινγκτον όρισε το σύγχρονο πεδίο μάχης ως «σύγκρουση πολιτισμών», η οποία μαίνεται ουσιαστικά μεταξύ του Ισλάμ και του δυτικού πολιτισμού, κερδίζει έδαφος σε πολλά μέρη μια ρατσιστική εικόνα του κόσμου που απεικονίζει μια σύγκρουση μεταξύ των «άγριων τρομοκρατών» εξ Ανατολής και των «πολιτισμένων» δυτικών. Δεν παρουσιάζει έτσι τα πράγματα ο Χάντινγκτον, αυτή όμως είναι η διαδεδομένη αίσθηση που προκάλεσαν τα λεγόμενά του.
Είναι πολύ βολικό, για παράδειγμα, για την ισραηλινή κυβέρνηση να στηρίζεται σε αυτή τη φθηνή δυτική εκδοχή, γιατί της επιτρέπει να ρίχνει τον αγώνα του παλαιστινιακού λαού για το δικαίωμά του να απελευθερωθεί από την ισραηλινή κατοχή σε αυτή την αναξιοπρεπή «χωματερή» από την οποία αναδύονται ασταμάτητα φανατικοί μουσουλμάνοι δολοφόνοι που εκτελούν αποτρόπαιες πράξεις σε όλα τα πλάτη του κόσμου.
Πολλοί ξεχνούν πως το Ισλάμ δεν έχει καθόλου το μονοπώλιο του βίαιου φανατισμού: η καταστροφή των Δίδυμων πύργων στη Νέα Υόρκη και οι δολοφονικές ενέργειες που εξακολουθούν να συμβαίνουν σε διάφορα μέρη δεν απαντούν υποχρεωτικά στις ερωτήσεις: Είναι η Δύση καλή ή κακή; Είναι η παγκοσμιοποίηση ευλογία ή τέρας; Είναι ο καπιταλισμός απεχθής ή αυτονόητος; Είναι η αθεΐα και η απόλαυση σκλαβιά ή απελευθέρωση; Η δυτική αποικιοκρατία τελείωσε ή φόρεσε νέο προσωπείο;
Σε όλες αυτές τις ερωτήσεις μπορεί να δώσει κανείς απαντήσεις διαφορετικές, ακόμα και αντιφατικές, αλλά καμία από αυτές δεν είναι ο φανατισμός. Ο φανατικός δεν συζητάει καν. Αν κατά τη δική του οπτική κάτι είναι κακό, αν κάτι είναι κακό στα μάτια του Θεού, έχει καθήκον να περάσει από φωτιά και τσεκούρι τον τόπο αυτής της φαυλότητας, ακόμα και αν χρειαστεί γι' αυτό να σκοτώσει όποιον γειτονεύει μαζί του ή όποιον βρέθηκε κατά τύχη εκεί γύρω.
Ο φανατισμός είναι κατά πολύ αρχαιότερος του Ισλάμ. Αρχαιότερος του χριστιανισμού και του ιουδαϊσμού. Αρχαιότερος από όλες τις ιδεολογίες του κόσμου. Είναι βασικό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης, «το γονίδιο του κακού»: Εκείνοι που ανατινάζουν κλινικές όπου πραγματοποιούνται αμβλώσεις, εκείνοι που σκοτώνουν μετανάστες στην Ευρώπη, εκείνοι που σκοτώνουν Εβραίες και Εβραιόπουλα στο Ισραήλ, εκείνοι που καίνε ένα σπίτι στο οποίο βρίσκεται μια ολόκληρη παλαιστινιακή οικογένεια, γονείς και παιδιά, στα κατεχόμενα από το Ισραήλ εδάφη, εκείνοι που βεβηλώνουν συναγωγές και εκκλησίες και τζαμιά και νεκροταφεία, όλοι αυτοί διαφέρουν από την Αλ-Κάιντα και τo Ισλαμικό Κράτος (ISIS) ως προς τις ενέργειες και την κλίμακα των πράξεών τους, όχι όμως και ως προς τη φύση των εγκλημάτων. Σήμερα συνηθίζεται η αναφορά σε «εγκλήματα μίσους», ίσως όμως θα έπρεπε να ακριβολογούμε και να χρησιμοποιούμε τον όρο «εγκλήματα φανατισμού»: Τέτοια εγκλήματα πραγματοποιούνται σχεδόν καθημερινά και εναντίον μουσουλμάνων.
Γενοκτονίες, τζιχάντ, σταυροφορίες, Ιερά Εξέταση και γκούλαγκ, στρατόπεδα θανάτου και θάλαμοι αερίων, θάλαμοι βασανιστηρίων και τρομοκρατικές επιθέσεις αδιακρίτως: Όλα αυτά δεν είναι καινούργια, και σχεδόν όλα προηγήθηκαν εκατοντάδες χρόνια της ανόδου του ισλαμικού εξτρεμισμού.
Όσο οι ερωτήσεις γίνονται δυσκολότερες και πολυπλοκότερες, τόσο μεγαλώνει η δίψα όλο και περισσοτέρων ανθρώπων για απαντήσεις απλές, απαντήσεις της μιας φράσης, απαντήσεις ικανές να υποδείξουν χωρίς δισταγμό τους ενόχους κάθε δυστυχίας μας, να μας εγγυηθούν πως αρκεί να καταστρέψουμε και να εξολοθρεύσουμε τους κακούς και αμέσως θα εξαφανιστούν όλα μας τα προβλήματα.
«Για όλα φταίει η παγκοσμιοποίηση!», «Για όλα φταίνε οι μουσουλμάνοι!», «Για όλα φταίει η ανοχή!» ή «Για όλα φταίει η Δύση!», «Για όλα φταίει ο σιωνισμός!», «Οι μετανάστες!», «Ο αθεϊσμός!», «Οι αριστεροί!» – δεν σου μένει λοιπόν παρά να εξαλείψεις ό,τι περισσεύει, να μαρκάρεις έναν κύκλο γύρω από τον σατανά που μοιάζει αληθινός στα δικά σου μάτια και μετά να εξοντώσεις αυτόν τον σατανά (μαζί με τους γείτονές του και όποιον βρέθηκε κατά τύχη εκεί γύρω), ανοίγοντας έτσι μια και καλή τις πύλες του παραδείσου.
Για όλο και περισσότερους ανθρώπους, το ισχυρότερο δημόσιο αίσθημα είναι μια βαθιά απέχθεια: απέχθεια των ανατρεπτικών για τον «ηγεμόνα», απέχθεια των δυτικών για την Ανατολή, απέχθεια των ανατολικών για τη Δύση, απέχθεια των άθεων για τους θρησκευόμενους, απέχθεια των θρησκευόμενων για τους άθεους – απέχθεια σαρωτική, απεριόριστη, που ανεβαίνει και θεριεύει σαν εμετός από τα βάθη της μιας ή της άλλης απελπισίας. Αυτή η απέχθεια είναι ένα από τα στοιχεία του φανατισμού οποιουδήποτε είδους. [...]
* Βασισμένο σε μια σειρά διαλέξεων που πραγματοποίησα στο Πανεπιστήμιο του Τίμπινγκεν στη Γερμανία το 2002, και οι οποίες δημοσιεύτηκαν σε ένα βιβλίο με τίτλο Κατά του φανατισμού (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2005) που μεταφράστηκε σε είκοσι γλώσσες. Το άρθρο παρουσιάζεται εδώ για πρώτη φορά στα εβραϊκά, αναθεωρημένο, διευρυμένο και επιμελημένο.