
Προδημοσίευση του προλόγου του T.S. Eliot για το βιβλίο της Simone Weil Ανάγκη για ρίζες (μτφρ. Μαρία Μαλαφέκα), που θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις Κέδρος.
Tο μόνο είδος εισαγωγής που θα μπορούσε να αξίζει μια μόνιμη σχέση με ένα βιβλίο της Σιμόν Βέιλ θα ήταν – όπως εκείνη του Γκιστάβ Τιμπόν στο Gravity and Grace –*1 μια εισαγωγή από κάποιον που τη γνώρισε. Ο αναγνώστης των βιβλίων της βρίσκεται αντιμέτωπος με μια δύσκολη, παράφορη και περίπλοκη προσωπικότητα και η βοήθεια όσων είχαν το πλεονέκτημα να συζητήσουν ή να αλληλογραφήσουν μαζί της επί μακρό χρονικό διάστημα, ιδίως εκείνων που τη γνώρισαν υπό τις ιδιόμορφες συνθήκες των τελευταίων πέντε ετών του βίου της, θα είναι πάντα πολύτιμη στο μέλλον. Δε διαθέτω αυτά τα προσόντα. Οι στόχοι μου, γράφοντας αυτό τον πρόλογο, είναι, πρώτον, να δηλώσω την πίστη μου στη σπουδαιότητα της συγγραφέως και του συγκεκριμένου βιβλίου· δεύτερον, να προειδοποιήσω τον αναγνώστη να μην το κρίνει βιαστικά ούτε να προβεί σε κάποια συνοπτική ταξινόμηση – να τον πείσω να συγκρατήσει τις προκαταλήψεις του και να δείξει υπομονή έναντι των προκαταλήψεων της Σιμόν Βέιλ. Όταν κανείς γνωρίσει και αποδεχθεί το έργο της, ένας τέτοιος πρόλογος θα είναι πλέον περιττός.
Όλο το έργο της Σιμόν Βέιλ είδε τη δημοσιότητα μετά το θάνατό της. Το Gravity and Grace – μια συλλογή κειμένων από τα ογκώδη σημειωματάριά της, σε επιμέλεια του Τιμπόν, και ο πρώτος τόμος που εμφανίστηκε στη Γαλλία – έχει θαυμάσιο περιεχόμενο, αλλά είναι κατά τι απατηλό ως προς τη μορφή του. Η σύγκριση με τον Πασκάλ (έναν συγγραφέα για τον οποίο η Σιμόν Βέιλ ενίοτε μιλούσε με σκαιότητα) ενδεχομένως είναι υπερβολική. Ο κατακερματισμός των αποσπασμάτων εκμαιεύει βαθιές ενοράσεις και εκπληκτική αυθεντικότητα, αλλά φανερώνει επίσης ότι η σκέψη της αποτελούνταν από περιστασιακές εκλάμψεις έμπνευσης. Αφού διάβασα το Waiting on God 2 και τον παρόντα τόμο, διαπίστωσα ότι οφείλω να προσπαθήσω να κατανοήσω την προσωπικότητα της συγγραφέως· και ότι ήταν αναγκαίο το διάβασμα και ξαναδιάβασμα όλου του έργου της προκειμένου να προχωρήσει αυτή η αργή διαδικασία κατανόησης. Στην προσπάθειά μας να την καταλάβουμε, δεν πρέπει να μας αποσπάσει την προσοχή – κάτι που είναι εντελώς πιθανό να συμβεί με το πρώτο διάβασμα – η σκέψη πόσο πολύ και σε ποια σημεία συμφωνούμε ή διαφωνούμε. Πρέπει απλώς να αφεθούμε στην προσωπικότητα μιας ευφυούς γυναίκας, ευφυούς με τρόπο που προσεγγίζει την ευφυΐατων αγίων.
Ίσως η λέξη «ευφυΐα» δεν είναι η σωστή. Ο μόνος ιερέας με τον οποίο συζήτησε για την πίστη και τις αμφιβολίες της είπε: πιστεύωότιηψυχήτηςείναιασυγκρίτωςανώτερηαπότηνευφυΐατης. Αυτό υποδεικνύει με έναν διαφορετικό τρόπο ότι η πρώτη μας εμπειρία από τη Σιμόν Βέιλ δε θα έπρεπε να εκφραστεί με όρους αποδοχής ή διαφωνίας. Δεν μπορώ να φανταστώ κανέναν που να συμφωνεί με όλες τις απόψεις της ή που να μη διαφωνεί έντονα με ορισμένες. Αλλά η συμφωνία και η απόρριψη είναι δευτερεύουσας σημασίας: εκείνο που μετράει είναι η επαφή με μια σπουδαία ψυχή. Η Σιμόν Βέιλ θα μπορούσε να είχε γίνει αγία. Όπως ορισμένοι άγιοι, έπρεπε να ξεπεράσει μεγάλα εμπόδια και έπρεπε να επιδείξει μεγαλύτερη δύναμη από όση εμείς οι υπόλοιποι. Kάποιος που θα μπορούσε να γίνει άγιος μπορεί να είναι πολύ δύσκολος χαρακτήρας: υποπτεύομαι πως ορισμένες φορές η Σιμόν Βέιλ δε θα μπορούσε να κερδίσει την ευνοϊκή κρίση. Πού και πού, εντυπωσιάζεται κανείς από την αντίθεση ανάμεσα σε μια σχεδόν υπεράνθρωπη ταπεινοφροσύνη και σε κάτι που δίνει την εντύπωση μιας σχεδόν εξωφρενικής αλαζονείας. Υπάρχει μια σημαντική πρόταση του ιερέα που προανέφερα. Λέει ότι δε θυμάται «να είχε ακούσει ποτέ τη Σιμόν Βέιλ να υποχωρεί σε μια συζήτηση, παρά την έντιμη επιθυμία της να είναι αντικειμενική». Το σχόλιο φωτίζει μεγάλο μέρος του δημοσιευμένου έργου της. Δεν πιστεύω ότι εμψυχώθηκε ποτέ από την ευχαρίστηση που της έδινε η επιστημονική της δεινότητα – μια αυτοικανοποίηση που, κατά τη γνώμη μου, προσεγγίζει επικίνδυνα ο Πασκάλ στις Επιστολέςτου – από την επίδειξη ισχύος κατατροπώνοντας άλλους σε μια αντιπαράθεση. Μάλλον ζούσε με τόση ένταση τις σκέψεις της, ώστε η εγκατάλειψη οποιασδήποτε άποψης απαιτούσε να αλλάξει όλη της την ύπαρξη: μια διαδικασία που δεν μπορούσε να γίνει ανώδυνα ούτε να λάβει χώρα στη διάρκεια μιας συζήτησης. Και – ιδίως στους νέους και σε εκείνους, όπως η Σιμόν Βέιλ, στους οποίους δε βρίσκουμε αίσθηση του χιούμορ – η οίηση και η ανιδιοτέλεια μοιάζουν τόσο πολύ ώστε μπορεί να τις συγχέουμε.
Στο The Need of Roots η ωριμότητα της κοινωνικής και πολιτικής της σκέψης είναι άκρως αξιοσημείωτη
Η δήλωση ότι η «ψυχή της είναι ασυγκρίτως ανώτερη από την ευφυΐα της» θα παρανοηθεί, όμως, εάν δοθεί η εντύπωση ότι υποτιμά τη διάνοιά της. Βεβαίως μπορούσε να είναι άδικη και μη εγκρατής· βεβαίως επιδόθηκε σε κάποιες εκπληκτικές παρεκκλίσεις και υπερβολές. Όμως εκείνες οι άμετρες διαβεβαιώσεις που βάζουν σε δοκιμασία την υπομονή του αναγνώστη δεν ξεπηδούν από κάποιο ψεγάδι της νοητικής της ικανότητας, αλλά από το πληθωρικό της ταμπεραμέντο. Προερχόταν από μια οικογένεια που δεν της έλειπε η πνευματική προίκα – ο αδελφός της είναι διακεκριμένος μαθηματικός· και η δική της διάνοια ήταν άξια της ψυχής που τη χρησιμοποιούσε. Η διάνοια όμως, ιδίως όταν καταπιάνεται με τέτοια προβλήματα όπως εκείνα που ταλαιπώρησαν τη Σιμόν Βέιλ, ωριμάζει αργά· και δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η Σιμόν Βέιλ πέθανε τριάντα τριών ετών. Νομίζω ότι στο The Need of Roots ιδίως η ωριμότητα της κοινωνικής και πολιτικής της σκέψης είναι άκρως αξιοσημείωτη. Είχε όμως μια πολύ μεγάλη ψυχή που έπρεπε να ωριμάσει· και δεν πρέπει να κριτικάρουμε τη φιλοσοφία της όπως θα κάναμε για ένα άτομο ηλικιακά μεγαλύτερο κατά είκοσι ή τριάντα χρόνια.
Είναι με πιο αυθεντικό τρόπο ενθουσιώδης της τάξης και της ιεραρχίας απ’ ό,τι οι περισσότεροι απ’ αυτούς που αυτοαποκαλούνται Συντηρητικοί και με τον πιο αυθεντικό τρόπο αφοσιωμένη στο λαό απ’ ό,τι οι περισότεροι απ’ αυτούς που αυτοαποκαλούνται Σοσιαλιστές
Στο έργο μιας τέτοιας συγγραφέως πρέπει να αναμένουμε ότι θα συναντήσουμε το παράδοξο. Η Σιμόν Βέιλ ήταν τρία πράγματα στον ανώτατο βαθμό: Γαλλίδα, Εβραία και χριστιανή. Ήταν πατριώτισσα που ευχαρίστως θα επέστρεφε στη Γαλλία για να υποφέρει και να πεθάνει για τους συμπατριώτες της: και πέθανε – απ’ ό,τι φαίνεται, εν μέρει ως αποτέλεσμα μιας αυτοεπιβεβλημένης δοκιμασίας με το να αρνείται να λάβει περισσότερη τροφή από τις μερίδες συσσιτίου των απλών ανθρώπων στη Γαλλία – το 1943 σε ένα σανατόριο στο Άσφορντ του Κεντ. Ήταν επίσης μια πατριώτισσα που είδε καθαρά, όπως δείχνει το βιβλίο της, τα σφάλματα και την πνευματική αδυναμία της Γαλλίας της εποχής της. Ήταν χριστιανή απόλυτα αφοσιωμένη στον Κύριό Μας της Θείας Ευχαριστίας, αλλά αρνήθηκε να βαπτισθεί και το μεγαλύτερο μέρος των κειμένων της αποτελεί μια τρομερή κριτική της Εκκλησίας. Ένιωθε έντονα Εβραία και υπέφερε για τις συμφορές των Εβραίων στη Γερμανία· ωστόσο, κατέκρινε δριμύτατα το Ισραήλ3 με όλη τη σφοδρότητα ενός Εβραίου Προφήτη. Γνωρίζουμε πως οι Προφήτες λιθοβολούνταν στην Ιερουσαλήμ: η Σιμόν Βέιλ εκτίθεται στον μέχρι θανάτου λιθοβολισμό σε πολλούς τομείς. Στην πολιτική της σκέψη εμφανίζεται αυστηρή επικρίτρια τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς· ταυτόχρονα είναι με πιο αυθεντικό τρόπο ενθουσιώδης της τάξης και της ιεραρχίας απ’ ό,τι οι περισσότεροι απ’ αυτούς που αυτοαποκαλούνται Συντηρητικοί και με τον πιο αυθεντικό τρόπο αφοσιωμένη στο λαό απ’ ό,τι οι περισότεροι απ’ αυτούς που αυτοαποκαλούνται Σοσιαλιστές. Όσον αφορά τη στάση της έναντι της Εκκλησίας της Ρώμης και τη στάση της έναντι του Ισραήλ επιθυμώ, στον περιορισμένο χώρο ενός προλόγου, να κάνω μόνο μία παρατήρηση. Οι δυο στάσεις δεν είναι απλώς συμβατές αλλά και συνεκτικές, και θα πρέπει να εκληφθούν ως ενιαία στάση. Η εκ μέρους της απόρριψη του Ισραήλ την κατέστησε μια άκρως ετερόδοξη χριστιανή. Με το να αποκηρύσσει όλη, πλην ελαχίστων τμημάτων, την Παλαιά Διαθήκη (και σ’ αυτά που συμφωνούσε διέκρινε ίχνη χαλδαϊκής ή αιγυπτιακής επιρροής) κατατάσσεται σε κάτι εξαιρετικά όμοιο με την αίρεση των Μαρκιωνιτών. Αρνούμενη τη θεϊκή αποστολή του Ισραήλ, απορρίπτει ταυτόχρονα το θεμέλιο της χριστιανικής εκκλησίας. Να λοιπόν ποιες ήταν οι δυσκολίες που της προκαλούσε η μεγάλη πνευματική αγωνία της. Πρέπει να διαβεβαιώσω ότι δεν υπάρχει ίχνος προτεσταντισμού στη συγγραφή της: για εκείνη, χριστιανική εκκλησία μπορούσε να είναι μόνο η Εκκλησία της Ρώμης. Στην Εκκλησία υπάρχουν πολλά που δε βλέπει ή για τα οποία παραμένει περιέργως σιωπηλή: φαίνεται να μη δίνει σημασία στην Παρθένο Μαρία· όσο για τους Αγίους, ενδιαφέρεται μόνο για εκείνους που προσελκύουν το ενδιαφέρον της με τα κείμενά τους – όπως ο Θωμάς Ακινάτης (τον οποίο αντιπαθεί, πιθανώς λόγω ανεπαρκούς εξοικείωσης) και ο Άγιος Ιωάννης του Σταυρού (τον οποίο θαυμάζει για τη βαθιά του γνώση περί της πνευματικής μεθόδου).
Από μια άποψη έχει, εκ πρώτης όψεως, κάτι κοινό με ορισμένους σύγχρονους διανοούμενους (κυρίως εκείνους που έχουν ένα ασαφώς φιλελεύθερο προτεσταντικό υπόβαθρο) που βρίσκουν το δρόμο τους προς τη θρησκευτική ζωή μόνο μέσω του μυστικισμού της Ανατολής.
Ο ενθουσιασμός της για οτιδήποτε ελληνικό (συμπεριλαμβανομένων των μυστηρίων) ήταν απεριόριστος. Για εκείνη, δεν υπήρχε αποκάλυψη στο Ισραήλ, αλλά κατά κύριο λόγο στους Χαλδαίους, στους Αιγύπτιους και στους Ινδούς. Η στάση της μπορεί να φαίνεται επικίνδυνα κοντινή με εκείνη των ουνιβερσαλιστών που επιμένουν ότι η έσχατη και η εσωτερική αλήθεια είναι μία, ότι όλες οι θρησκείες έχουν κάποια ίχνη της και ότι δεν έχει σημασία ποια από τις μεγάλες θρησκείες ακολουθούμε. Ωστόσο, σώζεται από αυτό το σφάλμα – και αυτό είναι άξιο θαυμασμού και ευγνωμοσύνης – λόγω της αφοσίωσής της στο πρόσωπο του Κυρίου Μας.
Ως προς την κριτική της προς την ιουδαϊκή και τη χριστιανική πίστη νομίζω ότι οφείλουμε να προβούμε σε μια τριπλή διάκριση, θέτοντας στον εαυτό μας τα εξής ερωτήματα: πόσο είναι δίκαιη; Πόσο σοβαρή είναι η ένσταση που πρέπει να αντικρουστεί; και πόσο μπορεί να δικαιολογηθεί, ως σφάλμα, λαμβάνοντας υπόψη την ανωριμότητα μιας μεγάλης και παθιασμένης προσωπικότητας; Οι αναλύσεις μας ενδεχομένως διαφέρουν κατά πολύ: οφείλουμε όμως να θέσουμε τα ερωτήματα και να απαντήσουμε για εμάς τους ίδιους.
Δε γνωρίζω πόσο καλή ήταν στη μελέτη των ελληνικών θεμάτων. Δε γνωρίζω πόσο επαρκής ήταν η γνώση της για την ιστορία των πολιτισμών της Ανατολικής Μεσογείου. Δε γνωρίζω εάν μπορούσε να διαβάσει τις Ουπανισάδες στα σανσκριτικά· και αν μπορούσε, πόσο μεγάλη ήταν η ικανότητά της σε κάτι που δεν αποτελεί μόνο μια εξαιρετικά αναπτυγμένη γλώσσα, αλλά και έναν τρόπο σκέψης οι δυσκολίες του οποίου καθίστανται τρομερές για τον Ευρωπαίο μελετητή όσο πιο φιλόπονα αφιερώνεται σ’ αυτόν. Ωστόσο, δεν πιστεύω ότι σ’ αυτό τον τομέα επιδεικνύει ιστορική σκέψη. Ο λιβανωτός προς την Ελλάδα και τη «σοφία της Ανατολής», όπως επίσης ο δυσμενής σχολιασμός της για τη Ρώμη και το Ισραήλ μού φαίνονται σχεδόν σκόπιμοι. Στις μεν πρώτες βλέπει μόνο ό,τι μπορεί να θαυμάσει· αποκηρύττει δε αδιακρίτως τη Ρώμη και το Ισραήλ. Επειδή απεχθάνεται τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, απεχθάνεται τον Βιργίλιο.
Ο θαυμασμός της, όταν δεν κινητοποιείται από την απέχθειά της, μοιάζει, τουλάχιστον, να εντείνεται απ’ αυτήν. Μπορούμε να συμμεριστούμε τη φρίκη της για τις κτηνωδίες της επεκτατικής πολιτικής ή των ιμπεριαλιστικών λαών (όπως οι Ρωμαίοι στην Ευρώπη και οι Ισπανοί στην Αμερική) που συντρίβει τους τοπικούς πολιτισμούς.
Όταν όμως, προκειμένου να ενισχύσει την εκ μέρους της αποκήρυξη των Ρωμαίων, προσπαθεί να υπερασπιστεί την κουλτούρα των δρυϊδών, νομίζουμε ότι οι ελάχιστες γνώσεις μας γι’ αυτή την εξαφανισμένη κοινωνία δεν μπορούν να παράσχουν οποιαδήποτε βάση για τις εικασίες της. Μπορούμε να συμμεριστούμε την αποστροφή της για τις βαρβαρότητες που διαπράχθηκαν κατά την καταστολή της αίρεσης των Αλβιγηνών και ακόμη να υποθέσουμε ότι ο ιδιόμορφος πολιτισμός της Προβηγκίας δε θα είχε σταματήσει να αναπτύσσεται. Θα ήταν ο κόσμος καλύτερος σήμερα, εάν υπήρχαν ακόμη έξι διαφορετικές, ανθηρές κουλτούρες ανάμεσα στη Μάγχη και στη Μεσόγειο, αντί μιας που τη γνωρίζουμε ως Γαλλία; Η Σιμόν Βέιλ ξεκινά με μια ενόραση· όμως η λογική των συναισθημάτων της την οδηγεί σε τόσο μεγάλες γενικεύσεις που είναι άνευ νοήματος. Μπορούμε να ισχυριστούμε εντελώς βάσιμα ότι είμαστε τόσο βαθιά στο σκοτάδι για το πώς θα έμοιαζε ο σημερινός κόσμος εάν τα πράγματα είχαν πάρει άλλο δρόμο, ώστε το κατά πόσο ήταν καλός ή κακός ο εκλατινισμός που επέφερε η ρωμαϊκή κατάκτηση στη Δυτική Ευρώπη δεν μπορεί να απαντηθεί. Ωστόσο, αυτού του είδους τα πετάγματα της φαντασίας της δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι ακυρώνουν τη θεμελιώδη ιδέα της Σιμόν Βέιλ για το ρίζωμακαι τις προειδοποιήσεις της για τους κινδύνους μιας υπερσυγκεντρωτικής κοινωνίας.
Το παρόν βιβλίο γράφτηκε στη διάρκεια του τελευταίου έτους της ζωής της Σιμόν Βέιλ, όταν εργαζόταν στο γαλλικό αρχηγείο, στο Λονδίνο· και καταλαβαίνω πως προέρχεται από μνημόνια που υπέβαλλε αναφορικά με την πολιτική που έπρεπε να ακολουθηθεί μετά την Απελευθέρωση. Τα προβλήματα της στιγμής την οδηγούσαν σε πολύ ευρύτερα ενδιαφέροντα· όμως, ακόμη και εκείνες οι σελίδες που αναφέρονται στο πρόγραμμα που επρόκειτο να εφαρμόσουν οι Ελεύθεροι Γάλλοι στη διάρκεια του πολέμου και αμέσως μετά την Απελευθέρωση δείχνουν τέτοια προβλεπτικότητα και ωριμότητα κρίσης που έχουν αξεπέραστη αξία. Πιστεύω ότι το βιβλίο αυτό, ανάμεσα στα δημοσιευμένα έργα της, προσεγγίζει πιο πολύ τη μορφή με την οποία η ίδια θα επέλεγε να το δώσει στη δημοσιότητα.
Στάθηκα για λίγο σε ορισμένες ιδέες που συναντά κανείς σε όλα τα κείμενά της, δίνοντας κάποια έμφαση στα σφάλματα και στις υπερβολές της. Το έκανα πιστεύοντας ότι πολλοί αναγνώστες, που έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή με κάποιον ισχυρισμό που πιθανώς εγείρει την πνευματική δυσπιστία ή τον συγκινησιακό ανταγωνισμό, ενδεχομένως θα αποθαρρύνονταν να γνωρίσουν καλύτερα μια μεγάλη ψυχή και ένα λαμπρό μυαλό. Η Σιμόν Βέιλ χρειάζεται την υπομονή των αναγνωστών της, όπως, αναμφίβολα, χρειαζόταν την υπομονή των φίλων που τη θαύμαζαν και την εκτιμούσαν πιο πολύ. Όμως, παρά τη σφοδρότητα των συμπαθειών και αντιπαθειών της, παρά τις μη δικαιολογημένες γενικεύσεις που επισήμανα ενδεικτικά, βρίσκω στο παρόν βιβλίο ιδιαίτερα ισορροπημένη κρίση, σοφή αποφυγή των ακροτήτων, ιδιότητες εκπληκτικές για ένα άτομο τόσο νεαρής ηλικίας. Πιθανώς ωφελήθηκε, χωρίς να το αντιληφθεί πλήρως, από τις συζητήσεις της με τον Γκιστάβ Τιμπόν, από την επαφή της με αυτό τον σοφό και σώφρονα διανοητή.
Παρά τη σφοδρότητα των συμπαθειών και αντιπαθειών της, παρά τις μη δικαιολογημένες γενικεύσεις που επισήμανα ενδεικτικά, βρίσκω στο παρόν βιβλίο ιδιαίτερα ισορροπημένη κρίση, σοφή αποφυγή των ακροτήτων
Ως πολιτική διανοήτρια, όπως και σε όποιο άλλο πεδίο, η Σιμόν Βέιλ δεν μπορεί να ταξινομηθεί σε κάποια κατηγορία. Η παραδοξότητα των συμπαθειών της είναι μια επιβοηθητική αιτία ισορροπίας.
Από τη μια υποστήριζε παθιασμένα τους απλούς ανθρώπους και ιδίως τους καταπιεσμένους – όσους καταπιέζονταν από τη μοχθηρία και την ιδιοτέλεια και όσους καταπιέζονταν από τις ανώνυμες δυνάμεις της μοντέρνας κοινωνίας. Είχε εργαστεί σε εργοστάσιο της Ρενό, είχε εργαστεί ως αγρότισσα, για να μοιραστεί τις ίδιες συνθήκες ζωής με τους ανθρώπους της πόλης και της υπαίθρου. Από την άλλη, ήταν εκ φύσεως μοναχική και ατομικίστρια, ένιωθε βαθιά φρίκη για ό,τι αποκαλούσε συλλογικότητα– το τέρας που δημιουργήθηκε από τον μοντέρνο ολοκληρωτισμό. Νοιαζόταν ιδίως για τις ανθρώπινες ψυχές. Η μελέτη της για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις εκθέτει τη σφαλερότητα ορισμένων περιττολογιών, που ακόμη υπάρχουν και χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου ως ηθικά ερεθίσματα. Δεν είναι λιγότερο εντυπωσιακό παράδειγμα της διορατικότητας, της αίσθησης ισορροπιών και της κοινής λογικής της η μελέτη της για τη μοναρχία· και η σύντομη επισκόπηση της πολιτικής ιστορίας της Γαλλίας είναι ταυτόχρονα καταδίκη της Γαλλικής Επανάστασης και ισχυρό επιχείρημα κατά της παλινόρθωσης της βασιλείας. Δεν μπορεί να ταξινομηθεί ούτε ως αντιδραστική ούτε ως σοσιαλίστρια.
Το παρόν βιβλίο ανήκει σ’ εκείνη την κατηγορία των προοιμίων στην πολιτική, που οι πολιτικοί σπανίως διαβάζουν και τα οποία οι περισσότεροι εξ αυτών θα ήταν απίθανο να κατανοήσουν ή να αντιληφθούν τον τρόπο εφαρμογής τους. Τέτοια βιβλία δεν επηρεάζουν τη σύγχρονη πολιτική διαδικασία: για όσους άνδρες και γυναίκες έχουν ακολουθήσει ήδη αυτή τη σταδιοδρομία και δεσμεύονται από την ειδική ορολογία της αγοράς, τέτοιου τύπου βιβλία έρχονται πάντα πολύ αργά. Είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που μελετούν οι νέοι πριν χάσουν την άνεση χρόνου που διαθέτουν και πριν καταστρέψει την ικανότητά τους να σκέφτονται μια ζωή προεκλογικών αγώνων και ενδημίας στο νομοθετικό σώμα· είναι ένα από τα βιβλία η επίδραση των οποίων θα φανεί, όπως μπορούμε απλώς να ελπίζουμε, στη νοοτροπία μιας άλλης γενιάς.