Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του καθηγητή κοινωνιολογίας Νίκου Παναγιωτόπουλου «Η αγάπη για την ανάγνωση», που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Ινστιτούτο του βιβλίου - Καρδαμίτσα.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο
Η κοινωνιολογία ως συνειδητοποίηση
«για κάθε πολιτική που οργανώνει αποτελεσματικά την ανακατανομή των αγαθών, η πολιτιστική δράση αποτελεί το μόνο πραγματικό εργαλείο εκδημοκρατισμού των σπάνιων ευχαριστήσεων: κάθε δισταγμός προς αυτήν αποτελεί δείκτη μιας αριστοκρατικής επιθυμίας να διατηρήσει για τον εαυτό του αυτό που πιστεύει ότι αξίζει, ενώ το κατέχει εκ γεννήσεως ή εκ θέσεως». J.-C. Passeron
Αν και είχα μελετήσει και άλλες πολιτισμικές πρακτικές, όπως αυτές της επίσκεψης στα μουσεία, σε θεατρικές και χορευτικές παραστάσεις, η απόφαση να συντάξω μια σύντομη εκδοχή της έρευνας που δημοσίευσα πρόσφατα σχετικά με τη σχέση που διατηρούν οι Έλληνες πολίτες με την ανάγνωση [1] και, ειδικότερα, με το σύστημα των παραγόντων που καθορίζουν την αγάπη για την ανάγνωση, και η οποία απευθύνεται σε ένα μη εξοικειωμένο με τα κοινωνιολογικά κείμενα κοινό, βασίστηκε στην πεποίθηση πως η ανάγνωση –παρότι κοινωνικά καθορισμένη ως πολιτισμική, δηλαδή κοινωνική, πρακτική– δεν αποτελεί απλώς «μια πολιτισμική πρακτική όπως οι άλλες». Η αναγνωστική πρακτική χρησιμεύει στα πάντα, τόσο στις πιο τεχνικές όσο και στις πιο συμβολικές δραστηριότητες, τόσο στην καθημερινή ζωή όσο και στις απολαύσεις της τέχνης, τόσο στα μαστορέματα της οικιακής καθημερινότητας όσο και στις πλέον γερά θεμελιωμένες επιλογές ενός βίου: διοικητική αναγκαιότητα, εργαλείο όλων των επαγγελμάτων, ανάπαυλα κατάλληλη για κάθε ιδιωτικό ή δημόσιο χώρο, επιδίωξη κοινωνικού στάτους, άσκηση του εγώ ή υπέρ της κατασκευής της προσωπικότητας. Επομένως, οι δύο απλουστευτικοί διαχωρισμοί της ανάγνωσης που χρησιμοποιούνται σε πλήθος ερωτηματολογίων –αφενός, η «λογοτεχνική» ανάγνωση («υψηλή» ή μη) και, αφετέρου, η ανάγνωση «τεκμηρίωσης» («χρηστική» ή μη)– δεν περιγράφουν παρά ατελώς τον θεμελιώδη πολυμορφισμό που έχει ως διαδικασία.
Η αναγνωστική πρακτική χρησιμεύει στα πάντα, τόσο στις πιο τεχνικές όσο και στις πιο συμβολικές δραστηριότητες, τόσο στην καθημερινή ζωή όσο και στις απολαύσεις της τέχνης, τόσο στα μαστορέματα της οικιακής καθημερινότητας όσο και στις πλέον γερά θεμελιωμένες επιλογές ενός βίου...
Παράλληλα, καθώς μια γραπτή πληροφορία λειτουργεί πάντα ως κείμενο –είτε είναι τυπωμένη στη σελίδα ενός βιβλίου είτε εμφανίζεται σε μια οθόνη επεξεργασίας κειμένου, σε μια αλγεβρική παράσταση ή και σε διαδραστική σχέση με ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή–, οδηγούμαστε στην υπόθεση πως η επανάσταση του μέσου ή των μέσων δεν είναι επανάσταση των κωδίκων. Είναι πια δεδομένο πως καμιά πολιτισμική ή τεχνική δεξιότητα δεν θα μπορούσε σήμερα, στην ολοκληρωμένη μορφή της, να μην είναι «εγγράμματη». Η ανάγνωση εφάπτεται σε κάθε δεξιότητα, κάθε επικοινωνία, κάθε ασχολία κατά τον ελεύθερο χρόνο, κάθε ευχαρίστηση, και είναι οπωσδήποτε απαραίτητη για κάθε λογής αποτελεσματικότητα.
Αν δεχθούμε πως η ανάγνωση μπορεί να οριστεί ως «όλα όσα συμβαίνουν όταν οι άνθρωποι διαβάζουν», το ζήτημα της διάδοσής της στις σύγχρονες κοινωνίες αποκτά το ειδικό του βάρος. Οι ανισότητες στην κατανομή της παράγουν άλλες ανισότητες σε όλους τους τομείς της κοινωνικής επικοινωνίας. Όπως σημειώνει ο Passeron, ανεξάρτητα από το αν ο όρος είναι ή όχι ο πιο κατάλληλος, ο μη εγγραμματισμός περιγράφει ευθέως ό,τι αποκρύπτει η πλήρης σχεδόν εξάλειψη του αναλφαβητισμού στις εγγράμματες κοινωνίες μας. Η κοινωνιολογία της ανισότητας στην οικειότητα με την ανάγνωση βρίσκεται στο επίκεντρο της κοινωνιολογίας όλων των ανισοτήτων, όχι μόνο των πολιτισμικών, αλλά και των επαγγελματικών.
Η διάδοση της ανάγνωσης δεν θα γίνει ποτέ μια μηχανική απόρροια της προσφερόμενης δυνατότητας για ανάγνωση, δημόσιας ή ιδιωτικής – ή, τουλάχιστον, όχι περισσότερο από ό,τι είναι μια διαφήμιση ή ένα κήρυγμα, π.χ., εφόσον πρόκειται για μια τεχνική που προϋποθέτει την, ισχυρή και επίμονη, επιθυμία πρακτικής εξάσκησης.
Υπό αυτή την έννοια, με βάση τις αρχές της πολιτισμικής διάχυσης και της κατανάλωσης συμβολικών αγαθών, το ερευνητικό διάβημά μας επέλεξε να θέσει προς εξέταση το εξής: οποιαδήποτε πολιτισμική πολιτική φιλοδοξεί να αυξήσει τα επίπεδα ανάγνωσης πρέπει πρώτα απ’ όλα να φροντίσει να τηρήσει αποστάσεις από μια ψευδαίσθηση, από την πεποίθηση δηλαδή ότι ο εκδημοκρατισμός μιας πρακτικής τόσο σπάνιας όσο η εντατική ανάγνωση δεν έχει ανάγκη παρά μόνο από μια πολιτική αύξησης των μέσων που τίθενται στη διάθεση των λιγότερο προνομιούχων ομάδων. Η διάδοση της ανάγνωσης δεν θα γίνει ποτέ μια μηχανική απόρροια της προσφερόμενης δυνατότητας για ανάγνωση, δημόσιας ή ιδιωτικής – ή, τουλάχιστον, όχι περισσότερο από ό,τι είναι μια διαφήμιση ή ένα κήρυγμα, π.χ., εφόσον πρόκειται για μια τεχνική που προϋποθέτει την, ισχυρή και επίμονη, επιθυμία πρακτικής εξάσκησης. Συνεπώς, οδηγηθήκαμε να θέσουμε στη βάση της επιβεβαίωσης εάν η υφέρπουσα αναλογία μεταξύ οικονομικού αγαθού και πολιτισμικού αγαθού, και γενικότερα η γλώσσα του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης, είναι αποτελεσματική, αν ο λανθάνων οικονομισμός του σχεδιασμού των πολιτικών υπέρ της ανάγνωσης, που έχει πάντοτε την τάση να επιχειρεί μια κοινωνιολογική αναγωγή –και συγκεκριμένα, την αναγωγή του προβλήματος της διάδοσης του πολιτισμού στο πιο διαχειρίσιμο πρόβλημα της υλικής προσβασιμότητας στα μέσα της πολιτισμικής πρακτικής–, είναι επιστημονικά θεμελιωμένος.
Στο πλαίσιο αυτό, θα εξετάσουμε κατά πόσον μπορούμε να ελπίζουμε στον εκδημοκρατισμό των πρακτικών συστηματικής ανάγνωσης –δηλαδή, στη διάδοσή τους στις κοινωνικές κατηγορίες των οποίων οι αναγνωστικές «επιδόσεις» επί του παρόντος είναι χαμηλότερες– με μια προσπάθεια πολιτισμικής πολιτικής που θα επικεντρώνεται αποκλειστικά στην ποσοτική αύξηση των διαθέσιμων μέσων υπέρ της ανάγνωσης, χωρίς να αλλάξει οτιδήποτε άλλο. Με άλλα λόγια, για να είναι ρεαλιστικές οι προσπάθειες εκδημοκρατισμού της ανάγνωσης, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι εξής δύο κοινωνιολογικές πραγματικότητες: (α) η ανισότητα ως προς την κοινωνική κατανομή της ικανότητας να διαβάζει κάποιος γρήγορα και πολύ (β) η συγκέντρωση σε ορισμένες κοινωνικές ομάδες πολιτισμικών στάσεων προσανατολισμένων σε διαφορετικές αξίες σχετικά με τον αυτοπροσδιορισμό ή με τον ελεύθερο χρόνο από την αξία της ανάγνωσης, ή ακόμη και στάσεων που απορρίπτουν και απαξιώνουν ρητά την ανάγνωση.
Υιοθετώντας αυτή τη θεωρητική οπτική, στόχος μας ήταν να απαντήσουμε, επιστημονικά και επιστημολογικά θεμελιωμένα, στις γνωστές ερωτήσεις που οργανώνουν τη δημόσια συζήτηση γύρω από την ανάγνωση και τους παράγοντες που την προσδιορίζουν [2]. Γενικότερα, επιχειρήσαμε να επιβεβαιώσουμε τη διαπίστωση και την ισχύ της συσχέτισης που υφίσταται και διατηρείται μεταξύ της ανάγνωσης και του επιπέδου εκπαίδευσης των αναγνωστών, προσδιορίζοντας τη φιλαναγνωσία σε συνάρτηση με την εκπαίδευση, σχολική και οικογενειακή, και με τη μόρφωση (με τη δεύτερη να εξαρτάται στενά από την πρώτη).
Όπως όλες οι επιστήμες, έτσι και η κοινωνική επιστήμη αποκαλύπτει, όπως θα έλεγε ο Bachelard, «αθέατες σχέσεις» [3], κυρίως στην περίπτωσή της, όμως, το αθέατο λαμβάνει, συχνά, ιδιάζουσα μορφή, τη μορφή, δηλαδή, του «απωθημένου», για να μιλήσουμε όπως ο Bourdieu, που αποκρύπτεται τόσο περισσότερο επιμελώς όσο περισσότερο αφορά μηχανισμούς ή πρακτικές που «διαψεύδουν κατάφωρα το δημοκρατικό credo» [4]. Για αυτό και, εντέλει, επιδίωξη της παρούσας έρευνας αποτελεί η ανάδυση μιας μορφής και διάστασης αυτού του συλλογικού «απωθημένου» – και πιο συγκεκριμένα, των κοινωνικών όρων δυνατότητας της ανάγνωσης. Υπό την οπτική αυτή, η έρευνα αποσκοπεί αντικειμενικά να συμβάλει στο να προσδιοριστούν οι προσφορότεροι τρόποι ως προς την εξειδίκευση, την κοινοποίηση, την αναγνώριση και τη διάχυση των βασικών γενικών αρχών μιας εθνικής πολιτικής για την ανάγνωση.
1. Η έρευνά μας αυτή χρηματοδοτήθηκε από τον ΟΣΔΕΛ και δημοσιεύτηκε με το τίτλο Νίκος Παναγιωτόπουλος, Αναγνώσεις και αναγνώστες, Το βιβλίο και το κοινό του στην Ελλάδα, εκδόσεις Gutenberg, 2022
2. Οι ερωτήσεις αυτές, ειδικότερα, αφορούν τον ρόλο που έχει το βιβλίο στη βιωματική διαδρομή κάθε κοινωνικού υποκειμένου, τις αλλαγές ή τα σημεία καμπής στην αναγνωστική του πορεία, τις επιδιώξεις και τις προσδοκίες του σε σχέση με την ανάγνωση (γιατί διαβάζει, ποια πρακτική επίδραση έχει το βιβλίο στη ζωή του, τι αποκομίζει από την ανάγνωση…), τον ρόλο της οικογένειας, της πολιτισμικής ταυτότητας, την εν δυνάμει πολυγλωσσία (τον εν δυνάμει κοσμοπολιτισμό), την έμφυλη ταυτότητα, την ιδεολογία και την επίδρασή της (π.χ., η περίπτωση του εγγράμματου εθνοκεντρισμού), τη θέση στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας κ.λπ. Ταυτόχρονα επιχειρείται να επαληθευτούν ή να διαψευστούν, και τελικά να κατανοηθούν, διαδεδομένες στερεοτυπικές, κατά κανόνα, αντιλήψεις όπως: οι νέοι δεν διαβάζουν βιβλία, η ανάγνωση (ποιων βιβλίων;) είναι γένους θηλυκού, το σχολικό κεφάλαιο και η κοινωνική καταγωγή (όπως προσδιορίζεται, π.χ., από το επάγγελμα του πατέρα) προσδιορίζουν την αναγνωστική συμπεριφορά, η ανάγνωση βιβλίων λειτουργεί χειραφετητικά, ως αναπλήρωση του ανολοκλήρωτου σχολικού κεφαλαίου για τους ανεπαρκώς εκπαιδευμένους (όσους, π.χ., δεν έχουν ολοκληρώσει την εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση ή δεν έχουν σπουδάσει στο πανεπιστήμιο) συγκεκριμένα είδη, όπως η αστυνομική λογοτεχνία, η επιστημονική φαντασία και τα κόμικς, δεν αποτελούν «σοβαρή» αναγνωστική πρακτική – σηματοδοτούν την αναγνωστική ταυτότητα πιο «χαλαρών» αναγνωστών, η ανάγνωση της «υψηλής» ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας εντάσσεται σε πρακτικές εξαναγκασμένης συμπεριφοράς των μελών της ελίτ, με στόχο την καθιέρωση της κοινωνικής τους θέσης, η αναγνωστική συμπεριφορά παραμένει σταθερή σε όλη τη διάρκεια του ενήλικου βίου, χωρίς διακυμάνσεις, περισσότεροι αναγνώστες απαντώνται στις τάξεις των φοιτητών, των υπαλλήλων, των συνταξιούχων και των νοικοκυρών, και λιγότεροι στις τάξεις των επιχειρηματιών, των ελεύθερων επαγγελματιών και των αγροτών. η εντατική ανάγνωση βιβλίων συσχετίζεται με την πολυγλωσσία, παρατηρείται συμπληρωματικότητα ή αμοιβαίος αποκλεισμός των «χρηστικών» και των «υπέρ της απόλαυσης» αναγνωστικών επιδιώξεων· η ανάγνωση συσχετίζεται θετικά με τις πρακτικές της γραφής και τις ερασιτεχνικές καλλιτεχνικές πρακτικές κ.ο.κ.
3. Βλ. Christian de Montlibert, Εισαγωγή στην κοινωνιολογική συλλογιστική, μτφ. Καίτη Διαμαντάκου, πρόλογος Νίκος Παναγιωτόπουλος, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, 2003 (2η έκδ.).
4. Βλ. Pierre Bourdieu, Νόστιμον ήμαρ. Οκτώβριος 1996, Νίκος Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Εκδόσεις Καρδαμίτσα, 1999, σ. 145-150.