Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Emmanuel Levinas «Πάουλ Τσέλαν: Από το Είναι στο Άλλο» σε μετάφραση και επίμετρο του Θωμά Συμεωνίδη, το οποίο κυκλοφορεί το επόμενο διάστημα από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Το μικρό δοκίμιο που αφιερώνει ο Εμμανουέλ Λεβινάς (1906-1995) στον Πάουλ Τσέλαν (1920-1970) εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1972 στο Revue de Belles Lettres (no 2-3) και στη συνέχεια συμπεριλήφθηκε στη συλλογή Noms Propres (1976), όπου ο Λεβινάς καταπιάνεται με φιλοσόφους και συγγραφείς όπως οι Μάρτιν Μπούμπερ, Ζακ Ντερριντά, Μαρσέλ Προυστ και άλλοι. Ο τρόπος με τον οποίο ο Λεβινάς προσεγγίζει το έργο και τη σκέψη του Τσέλαν είναι ενδεικτικός του τρόπου με τον οποίο η ηθική, η αισθητική και η οντολογία συναρθρώνονται στο φιλοσοφικό του οικοδόμημα.
Ο τρόπος με τον οποίο ο Λεβινάς προσεγγίζει το έργο και τη σκέψη του Τσέλαν είναι ενδεικτικός του τρόπου με τον οποίο η ηθική, η αισθητική και η οντολογία συναρθρώνονται στο φιλοσοφικό του οικοδόμημα.
Η ηθική στον Λεβινάς, επιγραμματικά, δηλώνει τη σχέση με τον άλλον και η δομή και τα χαρακτηριστικά αυτής της σχέσης θα λέγαμε ότι αποτελούν τον πυρήνα της σκέψης του. Από την άλλη, η αισθητική έχει, εκ πρώτης όψεως, έναν περιφερειακό χαρακτήρα στο έργο του, καθώς ο Λεβινάς δεν έχει αφιερώσει παρά ελάχιστα κείμενα στην αισθητική και την τέχνη, με τα κυριότερα να θεωρούνται η ενότητα «L’exotisme» στο De l’existence à l’existant (1947) και το La réalité et son ombre (1948). Επειδή η αισθητική σκέψη του Λεβινάς αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό βασικές του θέσεις μπορεί κάποιος να αντιληφθεί επαρκώς τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος ο Λεβινάς αντιλαμβάνεται την αισθητική και την τέχνη μέσα από τη γενικότερη φιλοσοφία του και κυρίως μέσα από τον τρόπο με τον οποίο αντιδιαστέλει τις θεωρήσεις του για το έργο τέχνης σε αυτές του Μάρτιν Χάιντεγκερ (1889-1976).
✻ ✻ ✻
«O ασθμαίνων διαλογισμός του Πάουλ Tσέλαν –τολμώντας να κάνει αναφορά στον Μαλεμπράνς από ένα κείμενο του Βάλτερ Μπένγιαμιν για τον Κάφκα και τον Πασκάλ, από ένα κείμενο του Λεβ Σεστώφ– δεν υπακούει σε κανέναν κανόνα. Πρέπει να τον ακούσουμε από πιο κοντά: το ποίημα που μιλούσε για μένα, μιλάει για αυτό που αφορά έναν άλλο· έναν ριζικά άλλο· ήδη μιλάει με έναν άλλο, με έναν άλλο που ο ίδιος θα ήταν κοντά, που θα ήταν ριζικά κοντά… Πηγαίνει απευθείας στη συνάντηση με αυτόν τον “άλλο”, ήδη είμαστε μακριά – έξω, ήδη μέσα στο φως της ουτοπίας… Η ποίηση μας υπερβαίνει. Καίει τους ενδιάμεσους σταθμούς μας».