Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Θάνου M. Βερέμη «21 ερωτήσεις & απαντήσεις για το '21», που κυκλοφορεί στις 2 Ιουλίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
«Οι Έλληνες είναι εκπληκτικοί στις αντιξοότητες»
ΠΟΥΚΕΒΙΛ
Το 1821 δεν είναι μόνο η αφετηρία του έθνους-κράτους, αλλά και παρακαταθήκη υποδειγμάτων ηρωικής συμπεριφοράς για τους επερχόμενους. Μέσα στα διακόσια χρόνια που μας χωρίζουν από τότε, το μεγάλο γεγονός έγινε η εξιδανικευμένη ανάγνωση της πρώτης ιστορίας του ελληνικού κράτους.
Η προνεωτερική κοινωνία που συναντούμε στα πρώτα χρόνια της Παλιγγενεσίας σταδιακά μετασχηματίζεται, χάρη στη διασπορά, σε νεωτερική κοινωνία. Ο δρόμος του μετασχηματισμού περνάει από τις λεωφόρους του εμπορίου Δύσης-Ανατολής. Ο «Κατακτητής Ορθόδοξος, Βαλκάνιος έμπορος» του Τράγιαν Στογιάνοβιτς δεν είναι μόνο ριζοσπάστης, είναι και μεταρρυθμιστής.
Η σημασία του εθνικισμού για τον πολιτικό εκσυγχρονισμό εμφανίζεται έντονα στη διάπλαση της ελληνικής κοινωνίας όπως εξελίσσεται από το 1821 ως το 1831. Μέσα στη δεκαετία αυτή η προνεωτερική κοινωνία, κατακερματισμένη σε οικογένειες, φατρίες, δίκτυα προστασίας και ισχυρό τοπικισμό, αποκτά επαγγελματικές συσπειρώσεις. Οι πρόκριτοι-πολιτικοί αφενός και οι ένοπλοι (κάποιοι κλέφτες και οι αρματολοί της Ρούμελης) στρατιωτικοί αφετέρου ανταγωνίζονται για τον έλεγχο του υπό διαμόρφωση κράτους. Ο πρώτος Εμφύλιος (φθινόπωρο 1823-καλοκαίρι 1824) αποδίδει αυτή την επαγγελματική διαίρεση, αλλά ο δεύτερος (Ιούλιος 1824-Ιανουάριος 1825) επιστρέφει στον τοπικισμό Ρούμελης και Ύδρας εναντίον Μοριά. Ο Μαυροκορδάτος, ο Κωλέττης και ο Γεώργιος Κουντουριώτης (ως Υδραίος) με τη βοήθεια των Ρουμελιωτών οπλαρχηγών στρέφονται κατά των Πελοποννησίων προκρίτων και του Κολοκοτρώνη, Πλαπούτα κ.λπ.
Η τοπικιστική διαίρεση θα τερματιστεί με την επιλογή του Ιωάννη Καποδίστρια ως πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας. Οι φίλοι και οι εχθροί του γενικότερα αποδεκτού ηγέτη των Ελλήνων θα χωριστούν με ιδεολογικά κριτήρια. Πρόκειται συνεπώς για εκσυγχρονιστικό άλμα όταν η ομάδα των φιλελευθέρων (Μαυροκορδάτος, Κωλέττης, Κοραής, Σπυρίδων Τρικούπης και Φιλέλληνες όπως ο Θείρσιος και ο Φίνλεϋ) αντιπολιτεύονται την κυβέρνηση την οποία υποστηρίζουν οι συντηρητικοί οπαδοί του Ρωσικού κόμματος, οι Ανδρέας Μεταξάς, Νικόλαος Σπηλιάδης, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και αρκετοί ένοπλοι. Η σύγκρουση των οπαδών του ενιαίου συγκεντρωτικού κράτους με τους τοπικούς εξουσιαστές της Μάνης, της Ύδρας και κάποιους οπλαρχηγούς θα αποκλείσει το ομοσπονδιακό σύστημα διακυβέρνησης.
Ως προς τη γλώσσα, η ελληνική ήταν αναμφίβολα το όργανο των μορφωμένων Βαλκάνιων με τη γραμματεία που αγκάλιαζε την αρχαιότητα αλλά και τα ιερά βιβλία του χριστιανισμού. Ωστόσο, η Ορθόδοξη επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν ως επί το πλείστον πολυεθνική και σίγουρα πολύγλωσση.
Ως προς τη γλώσσα, η ελληνική ήταν αναμφίβολα το όργανο των μορφωμένων Βαλκάνιων με τη γραμματεία που αγκάλιαζε την αρχαιότητα αλλά και τα ιερά βιβλία του χριστιανισμού. Ωστόσο, η Ορθόδοξη επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν ως επί το πλείστον πολυεθνική και σίγουρα πολύγλωσση. Τα αρβανίτικα, τα βλάχικα και οι πολλές άλλες γλώσσες των εμπορικών κέντρων συνθέτουν το μωσαϊκό της Βαβυλωνίας του Δημητρίου Βυζάντιου, μιας δημοφιλέστατης κωμωδίας του 1827 που αποδίδει την ασυνεννοησία την οποία προκαλούν τα τοπικά ιδιώματα και η πολυγλωσσία.
Ο πληθυσμός του επαναστατημένου χώρου ήταν 69.000 Μουσουλμάνοι, 938.770 Ορθόδοξοι.
α. Ιστορία και ιδεολογία
Ο μεγάλος πλούτος των Απομνημονευμάτων τα οποία μας απέδωσε ο Αγώνας προέρχεται συχνά από αγωνιστές που πέρασαν από τη νεωτερική επίδραση της Φιλικής Εταιρείας και του εμπορίου. Όσοι, όπως ο Μακρυγιάννης, ήταν προϊόντα της προνεωτερικότητας απέβλεπαν στο να μετριάσουν την τυραννία της κεντρικής εξουσίας με την κατάτμηση της ισχύος της. Οι άλλοι, όπως ο Σπηλιάδης και ο Κασομούλης, απέβλεπαν στη δημιουργία νεωτερικού κράτους.
Στα περισσότερα απομνημονεύματα υπάρχει σύγχυση ανάμεσα στην περίοδο που περιγράφουν και στην επικαιρότητα της εποχής, στη διάρκεια της οποίας καταγράφουν όσα προηγήθηκαν. Στο έργο του Μακρυγιάννη η καταγραφή απέχει αρκετά από τα γεγονότα τα οποία εξιστορεί και η σύγχυση ανάμεσα στα παλιά και τα νεότερα ήθη είναι φανερή. Όταν ο Ρουμελιώτης αγωνιστής μιλάει για το «εγώ» που θα γίνει «εμείς» βρίσκεται πια μέσα στο κλίμα δημιουργίας κράτους. Σαν επαλήθευση ωστόσο προβάλλει ο Εμφύλιος μεταξύ Ρούμελης και Μοριά και η ατμόσφαιρα της διαίρεσης.
Η σύγχυση που προκαλεί αυτή η συγκατοίκηση προνεωτερικότητας και νεωτερικότητας εντοπίζεται και στη διάσημη ομιλία του Γιώργου Σεφέρη στην Αλεξάνδρεια για τον Μακρυγιάννη. Η αποστροφή του πιο ιδιωτικού μας ποιητή ότι δόξαζε τον Θεό που δεν έδωσε στον Μακρυγιάννη τα μέσα να μάθει γράμματα, σβήνει μονοκοντυλιά όλους τους άξιους απομνημονευματογράφους, τον Φωτάκο, τον Σπηλιάδη, τον Κασομούλη και τον Σπυρομίλιο. Όλοι εκείνοι, σε διαφορετικό βαθμό ο καθένας, αποφεύγουν συνήθως να μπερδεύουν τον αναγνώστη τους με τις προσωπικές υποθέσεις και τους καημούς τους. Στον Μακρυγιάννη το παλιό θριαμβεύει μέσα από τη ροπή του προς τα θεία, ενώ το νέο εμφανίζεται με έναν κουραστικό διδακτισμό. Μπορεί η αλήθεια της απελέκητης έκφρασής του να λάμπει συχνά, όπως η τέχνη μέσα στο χάος, όμως το νόημα όσων διανοείται, με τα μέσα που διαθέτει, δεν μπορεί να σταθεί πλάι στη λαγαρή σκέψη του Κοραή, του Βούλγαρη ή του Καποδίστρια, αυτών των «εγγράμματων» που ξορκίζει ο Σεφέρης στον απερίσκεπτο λόγο του της Αλεξάνδρειας.
Τόσο ο Θεοτοκάς όσο και ο Σεφέρης παραδίδονται στη γοητεία της αντιρασιοναλιστικής παράδοσης που αντιπροσωπεύει ο λαϊκός τους ανάδοχος, χωρίς να σκεφτούν ότι έτσι εκθέτουν τους επερχόμενους Έλληνες στον λαϊκισμό του. Γνωρίζουμε πια ότι η σύγχυση που ενδημεί μέσα στο έργο του Μακρυγιάννη μεταφέρεται στους δεξιούς και αριστερούς θαυμαστές του της σήμερον.
Ο Εμμανουήλ Ροΐδης υπήρξε ένας από εκείνους που κατάφερε να προτείνει στους συγχρόνους του πώς να ξεχωρίζουν στη σκέψη τους την ταυτόχρονη υποταγή σε δύο αντιφατικούς μεταξύ τους αφέντες. Μας έμαθε ακόμα να μην αποδεχόμαστε ασυζητητί τα συμπεράσματα οποιουδήποτε εξημμένου νου.
Οι συγγραφείς των απομνημονευμάτων που θήτευσαν στο περιβάλλον της Φιλικής Εταιρείας, στην πρακτική του εμπορίου, και ένας από αυτούς, ο Σπυρομίλιος, σε στρατιωτική σχολή της Νεάπολης, δεν παρουσιάζουν τα προβλήματα της γραφής του Μακρυγιάννη. Βέβαια στα έργα των αγωνιστών αυτών εμφανίζονται οι προτιμήσεις τους για τους ομοϊδεάτες ή τους συντοπίτες τους, οι μνησικακίες εναντίον των αντιπάλων και ο θαυμασμός για τους ηγέτες τους. Δικαιώνουν έτσι τη θεωρία του Ernest Gellner για την προνεωτερική «κατατμημένη» κοινότητα και την αντιπαράθεσή της με τη νεωτερικότητα.
Η ιδεολογική χρήση της ιστορίας προσθέτει εμπόδια στην κατανόησή της. Ο Γιάννης Κορδάτος μέμφεται τον Καποδίστρια για φεουδαρχική συμπεριφορά έναντι των αγωνιστών και των προκρίτων. Η διαρκής επίκληση της αντίπαλης προς τον Κυβερνήτη «αστικής τάξης» δεν τεκμηριώνεται παρά μόνο με την αναφορά στους Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και Σπυρίδωνα Τρικούπη. Μας βεβαιώνει ο Κορδάτος ότι «την περίοδον εκείνην η αστική τάξις μας όπως και παντού υπήρξεν εν τη πάλη της κατά του τουρκικού φεουδαρχισμού προοδευτική τάξις».
β. Εθνοσυνελεύσεις
Στην περίπτωση των Ελλήνων οι Eθνοσυνελεύσεις, υπό την καθοδήγηση διαφωτιστών με γαλλικά πρότυπα, επιβλήθηκαν στις τοπικές γερουσίες και τον τοπικισμό των ενόπλων και των προκρίτων. Το γαλλικό πρότυπο πολίτευμα και η φωτισμένη δεσποτεία του Καποδίστρια κατάφεραν να επιβληθούν σε μια προνεωτερική κατακερματισμένη κοινωνία.
Όμως αυτό δεν ήταν το τέλος του έργου. Το συγκεντρωτικό κράτος προκάλεσε τα απομεινάρια της κατακερματισμένης κοινωνίας, η ισχύς και τα ωφελήματα της οποίας ήταν ακόμα εξαιρετικά ελκυστικά και υπόσχονταν σκληρούς ανταγωνισμούς.
Μιλώντας για τα χειρότερα χρόνια της Επανάστασης (1825-1827) ο Παπαρρηγόπουλος έγραφε: «Δεν αγαπώ τας υπερβολάς αίτινες είναι το ψιμύθιον της ιστορίας· επί τοσούτον όμως χρόνον συζήσας διανοία τε και καρδία μετά του αρχαίου, του μέσου και του νέου Ελληνισμού, ημπορώ να είπω ότι, λόγω καρτερίας και αφοσιώσεως, ουδέποτε υπήρξε λαμπρότερος ή κατά την αποφράδα ταύτην περίοδον».
γ. Η τουρκική αντίληψη για το 1821
Ο πόλεμος των Ελλήνων ξέσπασε στο μέσο της εποχής που έμεινε στην οθωμανική ιστορία ως εκείνη «των Χαλετιανών μεταρρυθμίσεων». Δέκα χρόνια μετά το τέλος του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1806-1812, ο σύμβουλος του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄, Μεχμέτ Σαΐντ Χαλέτ Εφέντη, ανέλαβε την επιχείρηση επανάκτησης του ελέγχου στις οθωμανικές επαρχίες. Η προσπάθεια έλαβε χώρα σε περίοδο αποκατάστασης της παλιάς ευταξίας στην Ευρώπη, μετά την ταραχή της Γαλλικής Επανάστασης και των πολέμων του Ναπολέοντα. Οι Οθωμανοί αναζήτησαν την ασφάλειά τους στην προστασία της Αυστρίας και της Αγγλίας.
Από την πρώτη στιγμή της Επανάστασης των Ελλήνων, γνωστή από τις οθωμανικές πηγές ως «Rum Fesadi» (ελληνική αταξία), οι οθωμανοί γραφειοκράτες θεώρησαν την υπόθεση αυτή ρωσική συνωμοσία. Από το 1677 είχαν υπάρξει επτά ρωσοτουρκικοί πόλεμοι, εκ των οποίων οι τρεις τελευταίοι κόστισαν στους Οθωμανούς μεγάλες εδαφικές απώλειες. Ο πόλεμος του 1768-74 και η συνακόλουθη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή υπήρξε το χειρότερο από τα πλήγματα που δέχτηκαν οι Τούρκοι από τους Ρώσους. Οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι άλλαξαν για λίγο τη διάταξη των αντιπάλων και επέτρεψαν τη σύναψη της Συνθήκης του Βουκουρεστίου ανάμεσα στους δύο εμπολέμους (28 Μαΐου 1812).
δ. Το διεθνές σύστημα
Περιγραφή των πρωταγωνιστών της Ιεράς Συμμαχίας από τον Henry Kissinger στο έργο του Διπλωματία:
Ο Μέτερνιχ έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στον χειρισμό του διεθνούς συστήματος και στην ερμηνεία των αιτημάτων της Ιεράς Συμμαχίας. Ο Μέτερνιχ ανέλαβε αυτό τον ρόλο επειδή η Αυστρία βρισκόταν στον δρόμο όλων των καταιγίδων και οι θεσμοί της συμβάδιζαν ολοένα λιγότερο με τις εθνικιστικές και φιλελεύθερες τάσεις του αιώνα. Η Πρωσία ορθωνόταν απειλητική πάνω από τη θέση της Αυστρίας στη Γερμανία και η Ρωσία του Τσάρου Αλεξάνδρου Α΄ πάνω από τον σλαβικό πληθυσμό της στα Βαλκάνια. Και υπήρχε πάντοτε η Γαλλία ανυπόμονη να διεκδικήσει ξανά την κληρονομιά του Ρισελιέ στην κεντρική Ευρώπη (…)
»Η πολιτική του Μέτερνιχ ήταν συνεπώς να αποφεύγει τις κρίσεις μέσω της δημιουργίας μιας ηθικής συναίνεσης και να εκτρέπει εκείνες που δεν μπορούσαν να αποφευχθούν. Σύμμαχο θεωρούσε όποιον τον υποστήριζε στην προσπάθεια διατήρησης του status quo (ακόμα και τους Οθωμανούς).
»Εκεί που διαφωνούσαν ο Μέτερνιχ και ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Κάσλρεϊ ήταν στον τρόπο συγκράτησης της ενοχλητικής Ρωσίας. Μακριά από το σκηνικό της αναμέτρησης, ο Κάσλρεϊ ήταν έτοιμος να φέρει αντίσταση σε ανοιχτές επιθέσεις όταν φαίνονταν ικανές να απειλήσουν την ισορροπία. Η πατρίδα του Μέτερνιχ βρισκόταν στο κέντρο της ηπειρωτικής Ευρώπης και γι’ αυτό ο ίδιος δεν άφηνε ποτέ τις πολιτικές εξελίξεις στην τύχη. Ακριβώς επειδή ο Μέτερνιχ δεν εμπιστευόταν τον Αλέξανδρο, επέμενε να μην ξεκολλάει από δίπλα του και προσπαθούσε διαρκώς να τον κρατάει υπό έλεγχο (…)
»Γενικά ο Βρετανός και ο Αυστριακός διαφωνούσαν στο ποια ζητήματα είχαν πρακτική σημασία και ποια θεωρητική. Για να απαλύνει αυτήν την κατ’ αρχήν διαφωνία, ο Κάσλρεϊ πρότεινε συναντήσεις και συνέδρια υπουργών που θα εξέταζαν την κατάσταση των εξελίξεων στην Ευρώπη. Αυτό που έγινε γνωστό ως σύστημα συνεδρίων προσπάθησε να εξασφαλίσει ομοφωνία ανάμεσα στους συμμάχους σε μια πολύπλευρη βάση».