Του Γιάννη Δενδρινού
Για την Ελένη, το μικρό τριάρι στην Σκοπέλου ήταν ένα βάσανο. Ανήκε στη μάνα της, μεγάλη γυναίκα πια, και έτσι κάθε φορά που άδειαζε έπρεπε αυτή να βρει νέο ενοικιαστή. Να το δείξει πρώτα σε ενδιαφερόμενους, να επιλέξει κάποιον που να φαίνεται αξιόπιστος, με οικογένεια αν γίνεται, να πετύχει και ένα καλό μίσθωμα. Δύσκολα πράγματα. Δεν ήταν καπάτσα, όπως της το χτύπαγε συχνά η μάνα της. «Σε τρέφει ο άντρας σου», της έλεγε.
Από την άλλη, δεν ήθελε να το δώσει σε γραφείο. Ούτε η μάνα της το ήθελε. Γιατί την είχε πατήσει ήδη δυο φορές από τυχαίους που τη φέσωσαν με τρία νοίκια και δέκα μηνών κοινόχρηστα. Και η Κυψέλη είχε πάψει εδώ και πολλά χρόνια να είναι αυτή που ήταν κάποτε. Είχε καταντήσει μια άμορφη μάζα από συμπαγή τσιμεντένια κουτιά που κρύβουν βαριές ανθρώπινες ανάσες.
Η κοπέλα που έμενε τον τελευταίο ενάμισι χρόνο στο διαμέρισμα ήταν καλή περίπτωση. Φοιτήτρια Γαλλικής Φιλολογίας από την Καρδίτσα, με πατέρα μαθηματικό και μάνα καθηγήτρια μουσικής σε σχολείο της περιοχής. Αυτό που λέμε, κορίτσι με γαλλικά και πιάνο, δηλαδή. Το νοίκι στην ώρα του, ενόχληση καμία. Για αυτό και έμεινε άγαλμα όταν της τηλεφώνησε η μάνα της κοπέλας ένα βράδυ.
«Κυρία Ελένη, θέλω να σε ενημερώσω ότι σε δυο μέρες, η κόρη μου θα φύγει από την Αθήνα. Θα έρθει στην Καρδίτσα, μαζί μας», είπε.
«Μα, θα αφήσει τη σχολή της στη μέση;», ρώτησε η Ελένη.
«Ξέρεις, στη ζωή δεν έρχονται πάντα όπως τα προγραμματίζεις. Η Στελλίτσα είναι έγκυος».
«Με το καλό τότε».
«Δεν ξέρω. Την παίρνουμε πάνω, μήπως την πείσουμε να αλλάξει γνώμη. Να απομακρυνθεί και από αυτόν. Είναι μικρή ακόμα».
«Κατάλαβα...», ψιθύρισε η Ελένη.
Της είπε, ακόμη, ότι θα κρατήσουν το διαμέρισμα μέχρι τέλος του μήνα. Θα μείνει μόνος ο φίλος της κόρης της, ο Ολιβιέ. Μέχρι να μαζέψει τα πράγματά του και να φύγει στην πατρίδα του. «Γάλλος είναι. Αυτός θα σου δώσει το κλειδί», είπε η μάνα της Στέλλας.
«Άντε πάλι από την αρχή», μουρμούρισε η Ελένη μόλις έκλεισε το τηλέφωνο. «Γκαστρώθηκε η μικρή και θα τρέχω εγώ. Τέλος πάντων, αύριο θα βάλω αγγελία και βλέπουμε». Το είχε ζήσει ξανά. Κούνησε νευρικά το ποτήρι για να διαλυθούν τα τελευταία παγάκια και ρούφηξε μια γουλιά ουίσκι. Από το ανοιχτό παράθυρο μπήκε απότομα ο δροσερός αέρας του φθινοπώρου και η γάτα κουλουριάστηκε στα πόδια της. Κάρφωσε το βλέμμα στο απέναντι άλσος και αφαιρέθηκε ξανά στο περίεργο παιγνίδι δυο χελιδονιών –να 'ταν ζευγάρι άραγε;– που κάθε λίγο ξεμάκραιναν από το υπόλοιπο σμήνος, σπάθιζαν πέρα δώθε τον αέρα και εφορμούσαν μαζί κατακόρυφα λές και ήθελαν να αυτοκτονήσουν. Λίγο πριν το έδαφος σηκώνονταν και πάλι μαζί, κάθετα προς τον ουρανό. Η αγάπη που κοροϊδεύει το θάνατο. Της άρεσε αυτός ο χορός, της κρατούσε συντροφιά κάθε απόγευμα όλο το καλοκαίρι. Ο Γιάννης γυρνούσε από το γραφείο πολύ αργά, κουρασμένος και χαμένος στις σκέψεις του. Δεν μιλούσαν, παρά μόνο τα σαββατοκύριακα, συνήθως κάτω από τα νυσταγμένα φώτα πολυτελών εστιατορίων.
Προσπάθησε να ηρεμήσει. Δεν μπορούσε, σκέφτηκε ξανά την ταλαιπωρία που θα ξεκίναγε από αύριο. Για το χατίρι της μάνας.
Τρεις μέρες μετά κανόνισε ραντεβού για να δει το διαμέρισμα με έναν που της μίλησε όμορφα στο τηλέφωνο. Στρατιωτικός της είπε ότι είναι, σοβαρή περίπτωση ακούστηκε. Πάρκαρε το αυτοκίνητο, στην ώρα της, τρεις δρόμους παρακάτω. Περπάτησε γοργά και χωρίς να κοιτάζει προσπέρασε μπουλούκια με αλλοδαπούς και ξεχειλισμένους κάδους με σκουπίδια. Παλιά κοντοστεκόταν κάθε φορά που συναντούσε θραύσματα των παιδικών της αναμνήσεων, τον ξεπλυμένο τοίχο του διπλανού χαμόσπιτου, την καταπιεσμένη μυρουδιά από τις νεραντζιές, τα παιδιά με τα κοντά παντελόνια στο άπλωμα της πλατείας. Τώρα πια όχι, τη φόβισε ο Γιάννης.
Στην είσοδο της πολυκατοικίας την περίμενε ο στρατιωτικός. Της φάνηκε βαρύς. Μετρίου αναστήματος, με ένα φουσκωμένο καρύδι στο λαιμό και ένα μικρό μουστάκι, ευθεία χαρακιά πάνω από τα στενά του χείλη.
Με το πρώτο χτύπημα η πόρτα του διαμερίσματος στο τρίτο όροφο άνοιξε αμέσως. Τα θεόρατα ματωμένα μάτια του Ολιβιέ τον κοίταξαν από ψηλά και ο στρατιωτικός φοβήθηκε. Στράβωσε το στόμα και κατάπιε μεμιάς το καρύδι του λαιμού του. Η Ελένη αφαιρέθηκε προς στιγμήν στην κάτασπρη οδοντοστοιχία, μια σειρά από φρεσκοασβεστωμένες και όμορφα πελεκημένες, τετράγωνες πέτρες. Στο σκοτεινό δωμάτιο που μύριζε υγρασία ήταν ένα ντιβάνι, μια μισάνοιχτη βαλίτσα και τρεις κούτες με πακεταρισμένα βιβλία. Και δυο τεράστια τζιν παντελόνια που κρέμονταν σε μια αυτοσχέδια απλώστρα, ένα σκοινί από τη μια πλευρά του δωματίου στην άλλη. Το μόνο που πρόλαβε να σκεφτεί η Ελένη είναι το πώς είναι δυνατόν να χωρά στο ντιβάνι αυτός ο γίγαντας.
Ήταν και οι τρεις όρθιοι στην πόρτα όταν ακούστηκε ένας θόρυβος. Σαν κάποιος να παραμέριζε ένα σωρό από πεταμένα μικρο-έπιπλα, χαρτόκουτα και σπασμένα γυαλικά. Ο σαλεμένος ηθοποιός του γειτονικού διαμερίσματος, άνεργος εδώ και πολλά χρόνια, άνοιξε την πόρτα απελευθερώνοντας μια δηλητηριώδη, ανυπόφορη οσμή. Η καταστροφή ολοκληρώθηκε. Ο στρατιωτικός έκανε επιτόπια στροφή, φώναξε κάτι για μαύρους και τρελούς που έχουν πλημμυρίσει τη χώρα και έφυγε.
Η Ελένη κάθισε στο ντιβάνι, μαζεύτηκε σε μια γωνιά και έσκυψε το κεφάλι. Πάλι έπρεπε να απολογηθεί. Αυτή τη φορά όχι μόνο στη μάνα της και το Γιάννη. Αλλά και σε αυτό το μελαμψό παιδί που στεκόταν δίπλα της αμίλητος. Ήταν όμορφος και μύριζε αγριολούλουδο. Έσκυψε και έπιασε το χέρι της που έτρεμε. «Είστε καλά;», τη ρώτησε. Η Ελένη ανατρίχιασε. Τα δάχτυλά του ήταν χοντρά και δυνατά σαν τανάλιες, αλλά μετέδωσαν στους καρπούς της μια τρυφερή αίσθηση οικειότητας.
«Μου είπε η μάνα της Στέλλας πως θα φύγεις τέλος του μήνα για τη Γαλλία», του είπε.
«Στη Γαλλία;» αναρωτήθηκε αυτός. «Τι να κάνω εκεί;»
«Γάλλος δεν είσαι;»
Χαμογέλασε και κατέβασε το κεφάλι του. «Καμία σχέση. Από το Μπενίν είμαι, δίπλα από τη Νιγηρία. Ήρθα πριν πέντε χρόνια για μεταπτυχιακές σπουδές, ήξερα λίγο τη γλώσσα σας, τώρα τα καταφέρνω καλύτερα».
«Και πού θα πας;»
«Στην πατρίδα μου. Δεν έχω πλέον τίποτε να με κρατά εδώ. Εξάλλου, είναι και η εποχή που τα χελιδόνια επιστρέφουν στην Αφρική».
Τον κοίταξε βαθιά στα μάτια. Είδε μέσα δυο χελιδόνια να χορεύουν. Προφανώς δεν ήξερε τίποτε για την εγκυμοσύνη. Δεν του είπε και αυτή κάτι. Για το χατίρι της μάνας.
Info
Ο Γιάννης Δενδρινός γεννήθηκε στην Ιθάκη και ζει στην Αθήνα. Μηχανικός ΕΜΠ, έχει σπουδάσει ακόμη οικονομικές και πολιτικές επιστήμες. Διαβάζει και γράφει, με κάθε ευκαιρία. Διήγημά του συμπεριλαμβάνεται στην πρόσφατη συλλογή "Η Αθήνα και το Βιβλίο. 50 βραβευμένα διηγήματα" (ΙΑΝΟΣ, 2018).
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr.
Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.