Της Χριστίνας Ντούση
«Θα περάσουμε θαυμάσια, θα δεις». Η αεροσυνοδός με παίρνει από το ένα χέρι. Η μάνα μου αφήνει διστακτικά το άλλο. Το καρτελάκι με τη λέξη «ασυνόδευτο» χοροπηδά στο λαιμό μου. Στο αεροπλάνο, τη σκέφτομαι για λίγο, τη λέξη εννοώ –και τη μάνα μου, εντάξει–, και πάω να κλάψω, αλλά η χαμογελαστή δεσποινίς έρχεται τρέχοντας με ένα κουτί κραγιόνια και μπόλικα άσπρα χαρτιά.
Κατεβαίνω στο Ναϊρόμπι. Η δεσποινίς που με παραλαμβάνει πιάνει το κόκκινο κορδόνι του ασυνόδευτου και λέει ότι μου πάει πολύ. Της απαντώ ότι είμαι το παιδί-σκυτάλη, η μια με δίνει στην άλλη, όπως στο σχολείο όταν παίζουμε σκυταλοδρομία. Στην πτήση με μπουκώνει στα γλυκά. Ξανακατεβαίνω στο Κάιρο. Εκεί με ρωτούν αν θέλω να δω τις πυραμίδες. Τους δείχνω το καρτελάκι ανασηκώνοντας τους ώμους. Έρχεται μαζί μου η τρίτη δεσποινίς της ημέρας. Είναι κοντή και με χρώμα όπως αυτό της σοκολάτας γάλακτος. Μού θυμίζει την Aya, την νταντά μου. Με παίρνει αγκαλιά και ανεβαίνουμε μαζί στην καμήλα. Στο αεροπλάνο για Αθήνα, σε όλες τι λευκές κόλλες ζωγραφίζω τεράστιες πυραμίδες και πολύ μικρές καμήλες.
Είμαι ήδη εννιά, βετεράνος, είναι η τέταρτη φορά που κάνω το ταξίδι. Κάθε καλοκαίρι, σαν χελιδόνι, λέει η μάμα, κρεμάω το καρτελάκι μου, διασχίζω όλη την Αφρική και πηγαίνω στο νησί. Από το αεροδρόμιο του Ελληνικού, στο λιμάνι του Πειραιά με ταξί και από κει με το πλοίο για Μυτιλήνη.
Στο λιμάνι με περιμένει ο παππούς: Χονδρός, με φαρδιά παντελόνια φορεμένα ως ψηλά στη μέση, δίχρωμα παπούτσια και ψαθάκι στο χέρι. Μυρίζει Old Spice που ξέρει ότι μ' αρέσει. Με σηκώνει ψηλά, τα πόδια μου στον αέρα, και με γαργαλάει ταυτόχρονα «πώς μεγάλωσες, βρε παλιομωρό». Μου παίρνει λουκουμάδες «για να πάρεις δύναμη» και κρατώντας με σφιχτά απ το χέρι διασχίζει τρέχοντας το δρόμο για το αυτοκίνητο. Με τα δάχτυλα κολλημένα απ' το μέλι κοιτάζω τις ελιές να περνούν απ το παράθυρο μου. Στη στροφή, βλέπω από μακριά τα φουστάνια της γιαγιάς να ανεμίζουν, τη θεία Αγγελικούλα, τη θεία Μυρσίνη, την Ιωάννα, τη Μαρία, τη Σοφία, όλες τις ξαδέλφες να κουνάν χέρια, να χοροπηδούν και να φωνάζουν. Είμαι ο Κωστής, ο «αφρικανός ξάδελφος», έρχομαι κάθε Ιούνιο, φεύγω κάθε Σεπτέμβριο.
Η γιαγιά, την επομένη βάζει μια μεγάλη μπουγάδα στην αυλή και βάφει όλα της τα ρούχα μαύρα.
Η γιαγιά με βρίσκει αδύνατο. Μαγειρεύει στο γκάζι και φροντίζει να έχω γυρίσει από τη θάλασσα μέχρι τις δυο. Θέλω δεν θέλω ξεκουράζομαι ως τις πέντε. Το βράδυ το σπίτι φωτίζεται με λουξ. Με τις ξαδέλφες οργώνουμε την πλαγιά. Κυνηγάμε χρυσόμυγες και τζιτζίκια. Ο παππούς μου φτιάχνει σφεντόνα, αλλά όταν βρίσκουν τη γάτα Μαριορή πεθαμένη μου την παίρνουν. Δεν την σκότωσα εγώ, είναι άδικο, αλλά κανείς δεν με πιστεύει. Όπως λέει κι ο δάσκαλος στο σχολείο «κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά τ΄όνομα», τώρα καταλαβαίνω τι θέλει να πει. Κατεβαίνω στο κτήμα, κλωτσώντας πέτρες και χαλίκια, μες τα νεύρα. Τα χόρτα έχουν ψηλώσει, θα πω στον παππού να έρθουμε αύριο να τα κόψουμε, μπορεί και να ξεθυμώσει έτσι. Η ώρα είναι έξι, τα τζιτζίκια με ξεκουφαίνουν, θα ανέβω να κόψω κανένα σύκο, θα έχουν γίνει πια. Την ώρα που στερεώνω το πόδι μου στον κορμό της συκιάς και παίρνω φόρα, το ακούω. Αναστεναγμοί και βογκητά και μετά ένα γκουπ γκουπ. Και ξανά το ίδιο. Είμαι ήδη εννιά, το είπα, ξέρω από αυτά. Έχω δει τον Gerome με την Aya. Εγώ περιμένω να μεγαλώσω λίγο ακόμη και μετά θα του πω να με πάει στη Faeyza που μένει απέναντι. Είναι λίγο πιο μεγάλη από μένα με μακριά πόδια και χρώμα σκούρο σαν τον έβενο που έχουμε σπίτι.
Αλλά εδώ ποιος είναι; Ποιοι είναι; Ντρέπομαι μη με δουν, αλλά με τρώει η περιέργεια. Κατεβάζω το πόδι και προσπαθώ να μην πατώ ξερά χόρτα. Στο μεταξύ οι στεναγμοί γίνονται όλο και πιο μπάσοι, το γκουπ γκουπ πιο δυνατό και πιο γρήγορο. Τι στα κομμάτια, τη δέρνει; Τώρα τρέχω πια, παραμερίζω τα χορτάρια με φόρα «ασ' την κάτω» πάω να πω, και βλέπω δυο χελώνες τη μια πάνω στην άλλη.
Ανεβαίνω δυο δυο τα σκαλιά φωνάζοντας «παππού δεν θα πιστέψεις τι είδα», αλλά η γιαγιά μου φράζει την είσοδο «πήγαινε στης Μαρίας και μην έρθεις αν δε σε φωνάξω», πίσω απ την άσπρη της φούστα διακρίνω τον παππού πεσμένο στο πάτωμα. Κάνω βουτιά και περνώ κάτω απ το χέρι της, τον ταρακουνώ, «παππού βρήκα πώς κάνουν παιδιά οι χελώνες», ο παππούς όμως κοιμάται του καλού καιρού.
Η γιαγιά, την επομένη βάζει μια μεγάλη μπουγάδα στην αυλή και βάφει όλα της τα ρούχα μαύρα.
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση diigima@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.