Της Θεοδοσίας Σαρδελή
Προσγειώθηκε στην Αθήνα μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Είχε έρθει για να υπογράψει και να φύγει το επόμενο βράδυ. Δεν είχε ειδοποιήσει κανέναν και έτσι με τη χειραποσκευή του κατευθύνθηκε στην πιάτσα των ταξί και έδωσε τη διεύθυνση του ξενοδοχείου. Στον ταξιτζή απάντησε λακωνικά ότι ερχόταν από Θεσσαλονίκη για μια επείγουσα δουλειά. Aποποιήθηκε έτσι την αίγλη, που θα του έδινε η άφιξη από το εξωτερικό. Δεν ήταν έτοιμος για μια βραδινή συζήτηση μέσα σε καπνούς τσιγάρων και διαφωνίες.
Το άλλο πρωί κατέβηκε για το πρωινό του. Περπάτησε στη Σταδίου μέχρι να έρθει η ώρα για το ραντεβού. Πέρασε απ’ την καμένη τράπεζα και τα ερείπια των παλιών σινεμά στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Κοντοστάθηκε στις εισόδους των κλειστών καταστημάτων. Δύο άστεγοι κοιμούνταν ακόμα, βαθιά αφοσιωμένοι στα όνειρά τους, δίπλα σε προσεκτικά τακτοποιημένες σακούλες και εικόνες αγίων.
Κατά τις 11 ανέβηκε στη συμβολαιογράφο, σε μια πολυκατοικία του ‘60 στο ύψος της Κοραή. Είχε έρθει η ώρα να πουλήσει και το τελευταίο οικογενειακό ακίνητο. H γραμματέας της του πρόσφερε μια πολυθρόνα στο χωλ και του έφερε τα σχέδια του συμβολαίου. «Ρίξτε μια ματιά με την ησυχία σας, έτσι κι αλλιώς ενημέρωσαν ότι θα αργήσουν λίγο» του είπε.
Στην προσπάθειά του να διατρέξει την περίπλοκη σύνταξη και τη νομικίστικη γλώσσα του κειμένου, τα μάτια του βάραιναν από ανία. Μέχρι που γυρνώντας τις σελίδες έφτασε στη διαδοχή των κτητόρων, και αναγνώρισε ανάμεσα στα ονόματα, τον Παππού. Ο ίδιος ήταν ο τελευταίος ιδιοκτήτης. Είχε αποκτήσει το οικόπεδο σε παραθαλάσσιο οικισμό της Αττικής, από τη μητέρα του και εκείνη από τον Παππού και εκείνος από τον δικό του πατέρα, κάπου στις αρχές του εικοστού αιώνα. Εκεί είχε στηθεί στα γρήγορα, τη δεκαετία του εβδομήντα, το προκάτ εξοχικό για τις οικογενειακές τους διακοπές.
Τα τελευταία χρόνια, μοναδικός κληρονόμος των γονιών του, είχε πουλήσει, το ένα μετά το άλλο, τα οικογενειακά ακίνητα, αψηφώντας τις συμβουλές για καλύτερη αξιοποίησή τους. Ήταν όλοι έτοιμοι να του προτείνουν μια έξυπνη λύση, που δεν την είχε σκεφτεί. Συγγενείς και φίλοι έδειχναν αστείρευτη ευρηματικότητα, ενώ όλα γύρω κατέρρεαν.
Σκεφτόταν συχνά τα τρία σπίτια, που είχε κληρονομήσει. Μέσα τους είχε στοιχειώσει η ζωή του. Αν έγραφε μια οικιστική ιστορία της πόλης, καθένα από αυτά θα είχε να πει κάτι για τη δεκαετία, που χτίστηκε και κατοικήθηκε, τις γειτονιές, τις μυρωδιές, τους ήχους της, και τα τραγούδια, που ήταν τότε στη μόδα.
Σκεφτόταν συχνά τα τρία σπίτια, που είχε κληρονομήσει. Μέσα τους είχε στοιχειώσει η ζωή του. Αν έγραφε μια οικιστική ιστορία της πόλης, καθένα από αυτά θα είχε να πει κάτι για τη δεκαετία, που χτίστηκε και κατοικήθηκε, τις γειτονιές, τις μυρωδιές, τους ήχους της, και τα τραγούδια, που ήταν τότε στη μόδα. Πρώτο είχε πουληθεί το τριάρι του εξήντα στο Παγκράτι, με τη μικρή βεράντα πάνω στη Σπύρου Μερκούρη, δίπλα στο Άλσος. Εκεί είχε περάσει τα παιδικά του χρόνια, εκεί είχε ακούσει στον αέρα, τις σφαίρες του Πολυτεχνείου, εκεί, στο διπλανό δημοτικό, είχε γράψει τα πρώτα του στρογγυλά γράμματα στα μπλε τετράδια μετά τη μεταπολίτευση. Σ’ εκείνη την κουζίνα, με το κίτρινο λινολέουμ και τα ροζ ντουλάπια, έτρωγε τα μεσημέρια μετά το σχολείο την ψαρόσουπα ή τα βραστά χόρτα και καμιά φορά όταν η μητέρα ήθελε να ξεσηκώσει μια «μοντέρνα» συνταγή, πατάτες ογκρατέν.
Μετά πουλήθηκε το διαμέρισμα στο Μαρούσι. Όταν μετακόμισαν εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα, μελαγχόλησε γιατί κατάλαβε, πως την εφηβεία του θα στοίχειωνε η έρημη τότε πλατεία του τραίνου με την πιτσαρία, που προσπαθούσε να φέρει στο μακρινό προάστιο, τον αέρα της προσιτής διασκέδασης. Το διαμέρισμα ήταν μεγαλύτερο, με γκρι μάρμαρα και κουζίνα με καφέ πλακάκια. Οι κουρτίνες κάλυπταν του τοίχους απ’ τη μια άκρη ως την άλλη και η βεράντα πλατιά και γεμάτη γλάστρες είχε θέα στο απέναντι πάρκο με τα ασθενικά πεύκα. Τα δέντρα του δρόμου, που λόγω της ανοικοδόμησης στριμώχνονταν ήδη σε τετράγωνα παρτέρια, είχαν ακόμα δεσπόζουσα θέση και για έναν περίεργο λόγο τόνιζαν την ερημιά του προαστίου.
Τώρα πουλιόταν και το εξοχικό στο χωράφι του Παππού. Ο Παππούς μόλις στήθηκε το προκάτ, ήρθε και για τα καλορίζικα έκανε αυτό, που ήξερε να κάνει καλύτερα από τον καθένα, το όργωσε και φύτεψε σε μεγάλους περιποιημένους και φρεσκοποτισμένους λάκκους, τα πρώτα δέντρα του κήπου τους, δέκα φιστικιές και δύο ελιές. Στην άκρη του κήπου φύτεψε και μια συκιά αυγουστιάτικη.
Αργότερα, όταν άρχισε να διαβάζει, σκεφτόταν τον Παππού, σαν μια μορφή από στίχους του Ελύτη ή διήγημα του Παπαδιαμάντη. Ευθυτενής και στιβαρός, σήκωνε αδιαμαρτύρητα το βάρος της επιβίωσης. Αγωνιζόταν στη γη του, έφτιαχνε κρασί και λάδι, θέριζε τα σπαρτά του. Νιόπαντρος είχε φύγει στο αλβανικό μέτωπο. Γύρισε πίσω με τα πόδια και συνέχισε τη ζωή του, μέχρι εκείνο το απόγευμα, μια Δευτέρα του Πάσχα, που τον βρήκανε δίπλα στην κατσίκα του, στη ρίζα της λεμονιάς.
Ξυπνούσε πριν το ξημέρωμα. Άνοιγε το γκάζι να φτιάξει τον καφέ του στην άδεια ακόμα κουζίνα, τραβώντας το πρώτο «Καρέλια» από την κασετίνα του με ευλάβεια. Ήταν λίγα τα πράγματα σ’ εκείνο το σπίτι, που δεν τα είχε φτιάξει με τα χέρια του. Τις Κυριακές στεκόταν στο στασίδι της εκκλησίας και σιγόψελνε κρατώντας σφιχτά την τραγιάσκα του και τα βράδια του καλοκαιριού κοιμόταν στην ταράτσα, δίπλα στα σεντόνια, που ανέμιζαν τη δωρική ευωδιά του πράσινου σαπουνιού. Δεν του έκανε κηρύγματα, ούτε του έλεγε παραμύθια. Διηγούνταν ιστορίες απ’ τη ζωή του και του μάθαινε, πώς μ΄ένα μαχαίρι να σκαρώνει στα γρήγορα φλογέρα σ’ ένα καλάμι. Τις Κυριακές γέμιζε μια μποτίλια κρασί απ΄το κελάρι. Είχε τακτοποιήσει εκεί τα βαρέλια με το μούστο της χρονιάς, το αλεύρι και το λάδι. Πάνω στις τάβλες ξεκουράζονταν ζυμωμένα καρβέλια. Εκεί στο σκοτάδι, μετουσιώνονταν ο μούστος και το ζυμάρι.
Στα μάτια του, καθώς μεγάλωνε, ο Παππούς ήταν το σταθερό σημείο, ο ακαταπόνητος άνθρωπος, που οι αναποδιές δεν είχαν διαβρώσει. Καμμιά ρωγμή δεν μαρτυρούσε ότι θα έφευγε με μιαν ανάσα. Συχνά αναρωτιόταν αν εκείνος είχε ανάγκη να βλέπει έτσι, τον Παππού και τον κόσμο του. Διψούσε ίσως για μια ανύπαρκτη ακόμη και τότε αθωότητα. Είχε φτιάξει μια κιβωτό και εκεί είχε επιλεκτικά φυλάξει τα λευκά σεντόνια, το πρωινό γάλα, που θόλωνε το ποτήρι, τις κουβέντες με τον Παππού στο υπόστεγο της αυλής και τη θάλασσα πολλών αδιατάρακτων καλοκαιριών. Όλα αυτά τον πονούσαν τώρα με την απλότητα και την καθαρότητά τους. Απατηλή καθαρότητα ίσως, αφού από τότε ανύποπτα ζυμώνονταν αυτό, που τώρα ήταν το παρόν.
Δεν ξαφνιάστηκε όταν έμαθε ότι ο Παππούς πέθανε. Η εποχή του είχε παρέλθει κι εκείνος αδιαμαρτύρητα την ακολούθησε. Ήταν σαν να μην είχε αφήσει απογόνους. Είχε παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα, κι όμως έμοιαζε σαν να ΄χε φύγει άτεκνος και μόνος. Ο χρόνος σάρωσε βοώντας τα πάντα γύρω του, πριν εκείνος το καταλάβει. Οι απόγονοι του, παιδιά μιας άλλης εποχής, μιλούσαν μια γλώσσα φαινομενικά μόνο οικεία.
Έβαλε τις υπογραφές και αποχώρησε. Όταν βρέθηκε έξω στο δρόμο, αναζήτησε τα παλιά του στέκια, οι γνώριμες γωνιές είχαν αλλάξει, νέα καφέ, νέες μουσικές, βιβλία, λέξεις, χοροί. Άλλος κόσμος. Οι αναμνήσεις ξεθύμαιναν μόλις τις ανακαλούσε. Ξένος περπάτησε σ’ αυτήν, που κάποτε ήταν η πόλη του, νέος από μιαν άλλη εποχή, που κανείς δεν αναπολούσε.
Θεοδοσία Σαρδελή
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr.
Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επανακτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική και συντακτική επιμέλεια.