Της Βάσως Χόντου
Μερικά βράδια, όταν τα φώτα από τα απέναντι διαμερίσματα σβήνουν, όταν απ' το στρατόπεδο ακούγεται το σιλένσιο, όταν τα σκυλιά αρχίζουν να αλυχτάνε, ο Χρήστος κλείνει τα μάτια και μόλις αποκοιμιέται βλέπει στον ύπνο του το παγώνι.
Το παγώνι έχει γυαλιστερό στήθος, μακρύ λαιμό κι ένα ψηλό λοφίο στην κορυφή του κεφαλιού. Γύρω από τα μάτια του υπάρχει μια παχιά γραμμή και η ουρά του είναι μακριά και φουντωτή με πράσινα, καφέ, μαύρα και πορτοκαλί στίγματα που μοιάζουν με χρωματιστούς κρόκους. Ο Χρήστος κρατάει το παγώνι από μια χοντρή αλυσίδα, απ' αυτές που δένουν τα σκυλιά στις ερημιές. Η αλυσίδα είναι βαριά και σκουριασμένη, όμως το παγώνι περπατάει καμαρωτό σαν να μην έχει τίποτα στο λαιμό του. Καμιά φορά, όπως προχωράνε, γυρνάει και κοιτάει τον Χρήστο με κάτι μάτια αδειανά που εκείνος την άλλη μέρα όσο κι αν προσπαθήσει δεν τα θυμάται. Καμιά φορά, το παιδί τού μιλάει. Του λέει για το πρώτο ταξίδι που θέλει να κάνει με το αεροπλάνο, για τα καμένα ανέκδοτα που διαβάζει στο ίντερνετ και για τα αμάξια που μετράει απ' το παράθυρο της τάξης. Απ' το στόμα του παγωνιού βγαίνει ένα βραχνό κρώξιμο, που επαναλαμβάνεται πέντε-έξι φορές, κι ύστερα λίγο-λίγο χάνεται.
Στο όνειρο του Χρήστου, αυτός και το παγώνι ακολουθούν πάντα την ίδια διαδρομή. Ξεκινάνε από το σπίτι του, διασχίζουν τη λεωφόρο, μπαίνουν στον παράδρομο με την μεγάλη ακακία και καταλήγουν στο σχολείο. Λίγο πριν μπουν στο προαύλιο, το παγώνι σταματάει, γέρνει προς τα μπρος και καθώς ανοίγει την ουρά του ακούγεται ένας ήχος που μοιάζει με θρόισμα φύλλων ή με σιγανή βροχή. Κουνάει το σώμα ρυθμικά και ανεβοκατεβάζει τις καφέ φτερούγες που κρέμονται στα πλευρά του. Ο Χρήστος τραβάει ελαφρά την αλυσίδα, το παγώνι σηκώνει το κεφάλι, τον κοιτάει και προχωράνε. Τα παιδιά μόλις τους βλέπουν αφήνουν κάτω τις τσάντες ή τα ποδήλατα, κι αθόρυβα ανοίγουν δρόμο για να περάσουν. Κάποια κοιτάνε με τα μάτια ορθάνοιχτα, άλλα βάζουν το χέρι μπροστά στο στόμα, μερικά κάτι ψιθυρίζουν και τα πιο θαρραλέα αγγίζουν στα γρήγορα τα πολύχρωμα φτερά κι ύστερα τρέχουν να κρυφτούν. Ο Χρήστος πίσω από την ουρά-βεντάλια δεν βλέπει τίποτα. Μονάχα κρατάει την αλυσίδα κι ακολουθεί το παγώνι. Συχνά φαντάζεται πως έχει τα μάτια του παγωνιού, πως το λοφίο του είναι τα μαλλιά του ή πως έχει για χέρια εκείνες τις καφέ φτερούγες.
Ο Χρήστος κάθεται στο πρώτο θρανίο δίπλα στο παράθυρο και το παγώνι ανεβαίνει στην έδρα. Ένα αγόρι τού φέρνει μια χούφτα μούρα κι ένα άλλο μια σταχτιά σαύρα χωρίς κεφάλι.
Όπως ανεβαίνουν τη σκάλα για να μπουν στην τάξη, ένα κορίτσι της τρίτης γυμνασίου τούς σταματάει και ζητάει να βγάλουν μαζί μια φωτογραφία. Το παιδί χαμογελάει, σηκώνεται στις μύτες για να την φτάσει, περνάει το παχουλό του χέρι γύρω από τη μέση της και με το άλλο πιάνει το πουλί από τον λαιμό. Το παγώνι στέκεται, ανοιγοκλείνει μια φορά την ουρά του κι ύστερα φεύγει. Μπαίνουν στην τάξη. Ο Χρήστος κάθεται στο πρώτο θρανίο δίπλα στο παράθυρο και το παγώνι ανεβαίνει στην έδρα. Ένα αγόρι τού φέρνει μια χούφτα μούρα κι ένα άλλο μια σταχτιά σαύρα χωρίς κεφάλι. Τα τρώει αργά. Μετά γυρνάει την πλάτη. «Ευθυμίου στον πίνακα», λέει ο μαθηματικός. Το παιδί έχει ήδη μετρήσει δέκα αμάξια που περνάνε από τον απέναντι δρόμο. Σκουπίζει τα γυαλιά του και ξεκινάει. Λίγο πριν ανέβει στην έδρα, σκοντάφτει πάνω σε μια ανοιγμένη τσάντα που είναι πεταμένη στον διάδρομο και σκάει με δύναμη στο πάτωμα. Το παντελόνι του σκίζεται. Τα χείλη του σκίζονται. Τότε το παγώνι κάνει μια πλήρη περιστροφή γύρω από τον εαυτό του κι ανοίγει διάπλατα την ουρά που φαίνεται σαν να λαμπυρίζει. Πράσινες, πορτοκαλί, μπλε, μαύρες, καφέ λωρίδες γεμίζουν τα πρόσωπα και τους τοίχους. Όλοι κοιτάζουν το παγώνι. Δεν μιλάει κανείς.
Στο διάλειμμα, τα παιδιά μαζεύονται γύρω από το πουλί. Το χαϊδεύουν, του μιλάνε, του πετάνε ένα μικρό κίτρινο μπαλάκι κι αυτό το κλωτσάει λες κι είναι άνθρωπος. Ύστερα ρίχνουν το μπαλάκι πέρα μακριά προς τις μπασκέτες και τρέχουν. Το παγώνι κρώζει δυο-τρεις φορές, κουνάει τις καφέ φτερούγες κι αρχίζει να πετάει χαμηλά. Κάνει στροφές πάνω από τα παιδιά, η πολύχρωμη ουρά του αγγίζει τα κεφάλια τους και σε μια στιγμή χάνεται. Ο Χρήστος κάθεται μπροστά στις τουαλέτες και παρακολουθεί. Παίζει ανάμεσα στα δάχτυλα ένα μπικ με δαγκωμένο καπάκι. Το παγώνι εμφανίζεται πάλι, διασχίζει πετώντας το προαύλιο και προσγειώνεται στον ώμο του. Στο στόμα κρατάει το μπαλάκι. Προχωράνε μαζί μέχρι τις μπασκέτες. Τα παιδιά σταματούν να μιλάνε, να τρώνε, να παίζουν, να κυνηγιούνται, κι αθόρυβα ανοίγουν δρόμο για να περάσουν. Τώρα ο Χρήστος στέκεται στο κέντρο του γηπέδου. Ρίχνει το μπαλάκι προς τον ουρανό και καθώς αυτό κατεβαίνει, το πουλί φεύγει από τον ώμο του, το αρπάζει στο στόμα και το βάζει στο καλάθι. Έπειτα στέκεται από πάνω του και μ' ένα ελαφρύ θρόισμα ανοίγει την ουρά. Τα μαλλιά του Χρήστου βάφονται με χιλιάδες χρώματα.
Μερικά βράδια, όταν τα φώτα από τα απέναντι διαμερίσματα σβήσουν, όταν απ' το στρατόπεδο ακουστεί το σιλένσιο, όταν τα σκυλιά αρχίσουν να αλυχτάνε, ο Χρήστος κλείνει τα μάτια αλλά δεν κοιμάται. Χώνει το πρόσωπο στο μαξιλάρι και βλέπει. Βλέπει πως ανεβαίνει τα σκαλιά για να πάει στην τάξη κι εκείνο το κορίτσι της τρίτης γυμνασίου του βάζει τρικλοποδιά. Αυτός χάνει την ισορροπία του, πέφτει και χτυπάει στην κουπαστή. Το κορίτσι γελάει και τον δείχνει. Τον κυκλώνουν πολλά παιδιά. Κι αυτά γελάνε και τον δείχνουν. Από τα χοντρά του γόνατα τρέχει αίμα που στάζει πάνω στο μάρμαρο. Ο Χρήστος κοιτάζει το πάτωμα. Βλέπει έναν κορμό δέντρου, μια κορδέλα που ανεμίζει, ένα κλαδί με βερίκοκα κι ένα σπασμένο κατάρτι. Είναι όλα κόκκινα. Έρχεται κοντά του μια καθηγήτρια. Δεν μπορεί να τον σηκώσει. Τη βοηθάει ο επιστάτης. Τον βάζουν στο γραφείο, του δένουν τις πληγές, τον ρωτάνε τι έγινε. «Παραπάτησα», λέει και φεύγει. Στο δρόμο για την τάξη, σκέφτεται το παγώνι.
Έτσι όπως είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, ξεκολλάει τη γάζα απ' το δεξί γόνατο. Μαζί της φεύγει ένα κομμάτι δέρμα. Η πληγή είναι ακόμα ροζ. Θυμίζει γρανίτα φράουλα. Ο Χρήστος κλείνει τα μάτια και πάλι βλέπει. Βλέπει την τάξη του. Έχουνε μαθηματικά. «Αν δυο κλάσματα α προς β και γ προς δ είναι ισοδύναμα, τότε τα χιαστί γινόμενα α επί δ και β επί γ είναι ίσα», τους λέει ο καθηγητής. Ο Χρήστος κοιτάει έξω από το παράθυρο και μετράει τα αμάξια που διασταυρώνονται. Τα χιαστί αμάξια. Δύο, τέσσερα, έξι, οκτώ, δέκα. «Ευθυμίου στον πίνακα», ακούει μια φωνή. Καθαρίζει τα γυαλιά κι όπως σηκώνεται από το θρανίο, ρίχνει τη μισάνοιχτη τσάντα που είναι ακουμπισμένη στη διπλανή καρέκλα. Πέφτουν κάτω δυο σακούλες jumbo γαριδάκια, τρεις σοκοφρέτες, μια μικρή κοκακόλα και ένα σιδερένιο κουτί με λουκούμια. Κάποιος του φωνάζει «γυαλάκια χοντρέ», ένας άλλος τον λέει «βόδι» και του σφυρίζει, κι από τα πίσω θρανία φεύγουν σαΐτες φτιαγμένες απ' τις σελίδες των θρησκευτικών. Τα παιδιά γελάνε. Ο καθηγητής γελάει λίγο κι ύστερα σοβαρεύει απότομα και γράφει στον πίνακα «υπολογίστε τα παρακάτω χιαστί γινόμενα». Ο Χρήστος βάζει τα πράγματα στην τσάντα κι όπως σηκώνεται, ρίχνει μια ματιά απ' το παράθυρο. Στέκεται λέει στη μέση του δρόμου και πέφτουν πάνω του τα επόμενα χιαστί αμάξια. Χαμογελάει.
Τώρα πιάνει απ' το κομοδίνο του μια μισοφαγωμένη σοκοφρέτα κι αρχίζει να τρώει. Καθώς καταπίνει, βλέπει πως είναι έξω απ' τις τουαλέτες. Κάθεται με την πλάτη στον τοίχο και παίζει στα δάχτυλα ένα μπικ με δαγκωμένο καπάκι. Κοιτάζει τα άλλα παιδιά. Μιλάνε, τρώνε, παίζουν, σπρώχνονται. Χαϊδεύει τον ώμο του. Είναι άδειος. Κάποιος τον σπρώχνει προς το γήπεδο μπάσκετ. Ο κάποιος γίνεται πολλοί. Ο Χρήστος δεν μιλάει. Δεν λέει τίποτα. Σέρνει τα πόδια του στην άμμο κι ακούει φωνές. Πολλές φωνές. Ένα χέρι τού βγάζει τα γυαλιά, τα πετάει κάτω και πηδάει πάνω τους. Ακούει τα τζάμια που σπάνε. Πολλά μικρά κρακ-κρακ και μετά ένα μεγάλο. Κάποιος του φοράει μια μεταλλική στεφάνη. Είναι η παλιά σκουριασμένη μπασκέτα που την είχαν παρατήσει στην άκρη του γηπέδου. Το σίδερο σφηνώνεται στα μπράτσα του και τον πονάει. Το σκισμένο διχτάκι τού γαργαλάει τα χέρια. Δεν μπορεί να ελευθερωθεί. Κάποιος του βάζει ένα ντόνατ στο στόμα καλυμμένο με κίτρινη αμυγδαλόπαστα. Μοιάζει με μπαλάκι. «Φάτο», του φωνάζουν κι ύστερα γελάνε. Καταπίνει τα κομμάτια αμάσητα. Ύστερα τον παίρνει ο ύπνος με τη γεύση του αμυγδάλου στο στόμα.
O Χρήστος δεν μιλάει σε κανέναν. Δεν ξέρει τι να πει. Κι όλο τρώει. Κρουασάν, πάστες, γαριδάκια, σοκολάτες, παγωτά. Καμιά φορά μόνο, παρακαλάει να έρθει το παγώνι, να ανέβει στην ουρά του και να πετάξουν μαζί για κάπου που ζουν μόνο παγώνια. Λευκά, κατάμαυρα, χρωματιστά, με μεταλλικούς λαιμούς, με ανθρώπινα μάτια, με τετράγωνα λοφία, με γυάλινα πόδια, με ψεύτικες ουρές. Το πουλί δεν φαίνεται. Όμως αυτός θα το περιμένει.
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr.
Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επανακτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική και συντακτική επιμέλεια.