Της Μάρως Κακαβέλα
Το γεύμα είχε πάρει τέλος εδώ και ώρες, στο τραπεζομάντιλο είχαν απομείνει κάποια τελευταία ψίχουλα από τις λαγάνες, ένα μεγαλοπρεπής λεκές από κρασάτο χταπόδι και τα γεμάτα αποτσίγαρα σταχτοδοχεία. Χάιδεψε αφηρημένα την κολλαριστή άκρη και το βλέμμα του ταξίδεψε στην απέναντι πολυκατοικία. Κατεβασμένα ρολά. Στράγγιξε το τελευταίο τσίπουρο από το μπουκάλι και άναψε ένα ακόμα άφιλτρο.
Το όλο εγχείρημα είχε στεφθεί με απόλυτη αποτυχία. Ο μικρός του γιός του δεν εμφανίστηκε ποτέ, έστειλε απλά ένα μήνυμα ότι δεν θα ερχόταν χωρίς καμία εξήγηση όταν είχαν ήδη κάτσει στο τραπέζι και φυσικά δεν απάντησε ποτέ στο τηλεφώνημα του. Η κόρη του και ο γαμπρός του ωσεί παρόντες, ξεκίνησαν έναν ακόμα καβγά «δι’ ασήμαντον αφορμή», αδιαφορώντας για όλους. Τόσα χρόνια ήθελε να τους ρωτήσει γιατί δεν χώριζαν, γιατί ανέχονταν ο ένας τον άλλο, αλλά κάθε φορά που του φαινόταν ότι ήταν κατάλληλη η στιγμή, τα λόγια δεν ανέβαιναν στο στόμα του.
Είχε ξυπνήσει από πολύ νωρίς. Να φτιάξει τον ταραμά και να προλάβει να τραβήξει, να καθαρίσει τα θαλασσινά, να πάει από τους πρώτους στο φούρνο να πάρει τις λαγάνες, τις καλές, όχι τις δεύτερες που έβγαιναν λάστιχο, να περάσει ξανά με το φτερό την βαριά σερβάντα της τραπεζαρίας, να στρώσει το τραπέζι με τα καλά σερβίτσια και τα κρύσταλλα από την προίκα της συχωρεμένης, αποδεκατισμένα πια αλλά ακόμα κραταιά. Κι ύστερα να κάτσει να τους περιμένει.
Τα εγγόνια του, δυο μέτρα έφηβοι, δεν σήκωσαν ούτε για μια στιγμή το κεφάλι τους από τα κινητά τους, μόνο για ένα κλάσμα δευτερόλεπτου στράβωσαν τα μούτρα τους μπροστά στα σερβιρισμένα φαγητά, ρώτησαν αν υπήρχαν έστω τηγανητές πατάτες κι ύστερα επέστρεψαν στην εικονική τους ζωή.
Το μόνο που έκανε ήταν να γεμίζει το ποτήρι του με τσίπουρο και να σβήνει τα τσιγάρα του, μισοκαπνισμένα, βασιλικές γόπες, στα τασάκια.
Όσο για τον μεγάλο του, κόντεψε να μην τον αναγνωρίσει όταν του άνοιξε την πόρτα. Η όψη του ήταν γκρίζα, τα μάτια του ρουφηγμένα, το δέρμα του φαιοκίτρινο. Το μόνο που έκανε ήταν να γεμίζει το ποτήρι του με τσίπουρο και να σβήνει τα τσιγάρα του, μισοκαπνισμένα, βασιλικές γόπες, στα τασάκια. Με το ζόρι είπε ένα «πατέρα τζάμπα τα έκανες όλα, τουλάχιστον θα τρως για μέρες», κι ύστερα ξανακλειδώθηκε στην σιωπή. Είπε να τον ρωτήσει για την καινούργια του δουλειά, μετά από τόσους μήνες ανεργίας θάπρεπε να αισθάνεται ανακουφισμένος, όμως κάτι στο βλέμμα του τον σταμάτησε.
Έπαιρνε να σουρουπώνει. Άναψε το πορτατίφ δίπλα στο καναπέ. Από την κουζίνα άκουγε το πλυντήριο των πιάτων, το τελευταίο δώρο στην γυναίκα του , να δουλεύει. Όταν το έφεραν στο σπίτι για να το εγκαταστήσουν, ήδη την έτρωγε η αρρώστια αλλά τότε δεν το ήξεραν.
Είχε τακτοποιήσει το περισσευούμενο φαγητό σε τάπερ στο ψυγείο. Κανείς τους δεν είχε θελήσει να πάρει έστω και ένα μεζέ μαζί του. Είχαν όλοι φύγει με άδεια χέρια, κατεβασμένα μούτρα, μόλις κατάπιαν την τελευταία μπουκιά από τον σιμιγδαλένιο του χαλβά. Τουλάχιστον αυτός καταναλώθηκε κατά το ήμισυ. Σαν κυνηγημένοι. Όχι πως τους κάκιζε. Ο ίσκιος του σπιτιού ήταν βαρύς, τόξερε, κι εκείνος ήταν ακόμα πιο δύσθυμος από συνήθως όσο κι αν πάσχιζε να το κρύψει.
Κοίταζε τον λεκέ πάνω στο τραπεζομάντιλο κι αναρωτιόταν αν θα έβγαινε στο πλυντήριο, η θα έπρεπε να το πάει στο καθαριστήριο. Ήταν το αγαπημένο της, τόβγαζε πάντα στα επίσημα τραπέζια, Χριστούγεννα, στην γιορτή του, όταν κάποιο από τα παιδιά είχε χαρά, σε πτυχία, αρραβώνες, γάμους. Θα το πήγαινε εξάπαντως καθαριστήριο, κι ύστερα θα το φύλαγε, μια για πάντα.
Είχε σκοτεινιάσει για τα καλά όταν η οθόνη του κινητού φωτίστηκε. Είχε μήνυμα από τον μικρό. «Έμεινε καθόλου χαλβάς; Έρχομαι».
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr.
Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.