
Της Έφη Γεωργάκη
Μαρία… Φτιάξε μου εκείνον τον καφέ, μωρέ Μαρία.
Σήμερα είχα μια δύσκολη μέρα. Ξεκίνησα από τον πρώτο πελάτη που υποτίθεται ότι πήγα συστημένος. Είχα κλείσει και ραντεβού. Περίμενα περισσότερο από μία ώρα. Σε μια άβολη καρέκλα, σε ένα ψυχρό γραφείο. Διψούσα αλλά δεν ήταν κανείς να μου δώσει ένα ποτήρι νερό. Για καφέ, ούτε συζήτηση. Μετά ήρθε ο υπεύθυνος μαζί με άλλους δύο και ξεκίνησα την παρουσίαση. Άδειασα όλη την τσάντα. Ένα, δύο, τρία προϊόντα… Ο υπεύθυνος των υπευθύνων στριφνός. Το ένα του βρόμαγε το άλλο του ξίνιζε. Επέμεινα αρκετά.
«Και γιατί να προτιμήσω αυτό το προϊόν από το άλλο; Και γιατί αυτό και γιατί το άλλο;»
Γιατί απλά είναι το καλύτερο, ρε παπάρα, ήθελα να φωνάξω, αλλά αντί για αυτό χαμογέλασα και του είπα όλο ευγένεια «γιατί αυτό είναι το μοναδικό προϊόν στην αγορά που είναι BPA Free και έχει βραβευτεί για το design του». Τον κοίταξα στα μάτια. Βρήκε στόχο το επιχείρημα;
«Και ποιον νοιάζει το bpa με την κρίση;»
Ήξερα, από αυτή την ατάκα και μετά, ήξερα. Έχανα τον χρόνο μου.
Μπλα μπλα μπλα, συνέχισα… Κρα κρα κρα αυτός και κάπως έτσι πήγε το ραντεβού. Δύο ώρες και σαράντα λεπτά… Και παραγγελία δεν πήρα.
Ρε Μαρία… Πού είναι εκείνος ο καφές;
Έφυγα εξαντλημένος. Στο πρώτο περίπτερο πήρα δυο μπουκάλια νερό και τα κατέβασα μονορούφι. Πήρα και δυο βαθιές ανάσες, ίσιωσα το σακάκι μου και κάθισα σε ένα παγκάκι και έβαλα τα φυλλάδιά μου σε μια σειρά. Κοίταξα το ρολόι. Η πιο σοφή κίνηση θα ήταν να μείνω στη γειτονιά. Λέω, δεν γίνεται, αν πάρω τα μαγαζιά πόρτα πόρτα, του πούστη, κάτι θα πουλήσω. Κοιτάω το πρώτο μαγαζί απέναντι. Το παρατηρώ. Κόσμος μπαίνει και βγαίνει, πολύς κόσμος και όλοι βγαίνουν με τσάντες. Θα πουλήσω, σκέφτομαι. Εδώ το χρήμα κινείται. Μπαίνω με το καλό μου χαμόγελο. Καλημέρα σας, κλπ, κλπ. Η ιδιοκτήτρια είναι μια κυρία κοντούλα και γλυκύτατη.
«Καθίστε» μου λέει και μου δείχνει μια καρέκλα. «Να σας παραγγείλω έναν καφέ».
«Όχι, σας ευχαριστώ» της απαντώ. Αρχίζω να της κάνω παρουσίαση όταν μπαίνει ο πρώτος πελάτης. Κάτι της ζητάει, κάτι του λέει και αυτή. Κοιτάζω τον χώρο γύρω μου. Όλα απλά και παστρικά. Ξεκάθαρο το εμπόρευμα. Ο κόσμος μπαίνει, βλέπει, ψωνίζει. Εύκολα πράγματα. Και η κυρία με ένα κορμί ζεστό στις κινήσεις. Πουλάει με τα μάτια, με τα χέρια, με την ψυχή. Την κοιτώ και σκέφτομαι. Πουλάει το εμπόρευμα ή τον εαυτό της; Δεν είναι όμορφη, αυτό που έχουμε συνηθίσει να λέμε «όμορφη», αλλά είναι ζεστή. Την ακούς και νομίζεις ότι μπήκες σπίτι σου… Μου θύμισε εσένα, Μαρία. Γιατί να μην πω, ναι, σε εκείνον τον καφέ; Θα είχε σίγουρα μια γλύκα. Ο πελάτης πήρε ό,τι του πρότεινε και έφυγε σαν να πήρε χωράφι στον παράδεισο. Αυτή είναι ο άνθρωπός μου, σκέφτηκα. Ήρθε κοντά μου και κάθισε στο τραπέζι.
Μιλούσε με μπουκωμένο στόμα και έκανε αστεία ενώ από το στόμα της εκσφενδονίζονταν ψίχουλα. Ξέρεις τι σιχασιάρης που είμαι. Δεν μπορούσα να την κοιτάζω. Με έπιασε αηδία. Γύρισα στα χαρτιά μου. Έβγαλα το ντοσιέ με τους στόχους. Πάλι ήμουνα πολύ πίσω.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο μαγαζί μια τύπισσα με ένα σάντουιτς στο χέρι. Μιλούσε με μπουκωμένο στόμα και έκανε αστεία ενώ από το στόμα της εκσφενδονίζονταν ψίχουλα. Ξέρεις τι σιχασιάρης που είμαι. Δεν μπορούσα να την κοιτάζω. Με έπιασε αηδία. Γύρισα στα χαρτιά μου. Έβγαλα το ντοσιέ με τους στόχους. Πάλι ήμουνα πολύ πίσω. Και αυτόν τον μήνα, πολύ πίσω. Πέντε μήνες και όλα πάνε κατά διαόλου. Πρέπει να πουλήσω. Το ξέρω. Εδώ έχω ελπίδα, το νιώθω πως έχω ελπίδα. Αν και σήμερα γυρίσω στην εταιρεία χωρίς πωλήσεις, με βλέπω άνεργο.
«Μαρία;»
Μετά ήρθε η ιδιοκτήτρια, αλλά έτσι περίπου κύλησε καμιά ώρα. Μετά της είπα ευγενικά πως θα φύγω.
Μετά μπήκα στο επόμενο μαγαζί. Μόνο που δεν με έδιωξαν με τις κλοτσιές. Σαν να ήμουν ζητιάνος ή κλέφτης. Δεν πούλησα τίποτα ούτε σήμερα, Μαρία. Μπήκα σε έξι μαγαζιά και τίποτα. Κατέληξα στο μπαρ να πίνω. Μόνος με τον Στάθη. Τον θυμάσαι τον Στάθη; Μου φάνηκε ότι μεγάλωσε πολύ. Το μούσι του είναι άσπρο πια. Ούτε ξέρω τι κατέβασα. Το ένα ποτό μετά το άλλο. Ο Στάθης δεν είναι καλά Μαρία. Είναι μόνος του και δεν την αντέχει τη μοναξιά. Είναι κάθε μέρα στο μπαρ, σερβίρει, μιλάει σε κόσμο, αλλά είναι μόνος.
Τον κοιτώ. Τουλάχιστον η δική μου ζωή έχει διαφάνεια, σκέφτομαι. Αν πουλούσα κιόλας… όλα θα ήταν σε τάξη. Απέναντι κάθονταν μια πιτσιρίκα με ένα πόδι απίστευτο. Μοντέλο, σου μιλάω. Μετά το τρίτο ουίσκι ήμουν σίγουρος ότι θα είχε κρύα πόδια στο κρεβάτι και ανατρίχιασα. Τότε με πλησίασε. Μου χαμογέλασε και ήθελε παρέα. Ο Στάθης χαμογέλασε πονηρά.
«Σου έφεξε» μου ψιθύρισε σερβίροντάς μου το τέταρτο ουίσκι.
Ήταν ένα γλυκό κορίτσι. Ένα γλυκό κορίτσι πάνω σε δύο θεσπέσια πόδια. Όμως εγώ είχα κολλήσει στην ιδέα των κρύων ποδιών και δεν μπορούσα να τη δω διαφορετικά. Εμένα μου λείπουν τα ζεστά πόδια, σκεφτόμουν, μου λείπουν τα πόδια της Μαρίας. Μη γελάς… Αφού στο έχω πει χιλιάδες φορές. Δεν με ένοιαξε ποτέ που τα πόδια σου ήταν λίγο πιο στρουμπουλά. Ήταν μαλακά για μένα. Και αυτή την κυτταρίτιδα που λες, εγώ δεν την είδα ποτέ. Τέλος πάντων…
Την κοίταξα ξανά. Δεν θύμιζε σε τίποτα εσένα κι όμως εγώ έψαχνα να βρω κάτι από σένα. Και αυτό το “Μαρία” ήταν σημάδι. Μετά από λίγο είχα πείσει τον εαυτό μου ότι ήταν εσύ.
«Πώς σε λένε;» τη ρώτησα. Και ξέρεις… Τη λέγανε Μαρία. Μαρία, το πιο ωραίο όνομα. Την κοίταξα ξανά. Δεν θύμιζε σε τίποτα εσένα κι όμως εγώ έψαχνα να βρω κάτι από σένα. Και αυτό το «Μαρία» ήταν σημάδι. Θυμήθηκα όλα τα αστεία που λέγαμε μαζί. «Είμαι bpa free» της είπα κάποια στιγμή και εκεί η Μαρία λύθηκε. «Πάντα έψαχνα έναν άντρα bpa free» μου είπε. Να μη στα πολυλογώ, φύγαμε μαζί. Έμενε σε ένα μικρό διαμέρισμα, λίγο παρακάτω. Δυο δωμάτια όλα κι όλα, ένα καθιστικό με έναν καναπέ, ένα τραπέζι, μια ντουλάπα και μια κρεβατοκάμαρα. Στο καθιστικό δεν είχε τηλεόραση. «Δεν μου αρέσει η τηλεόραση» μου είπε «και έχω στο σπίτι μου μόνο τα απολύτως απαραίτητα». Ούτε ένα διακοσμητικό, ούτε ένας πίνακας. Ούτε χρώμα στους τοίχους.
«Να σου βάλω ένα ακόμα;»
Δέχτηκα. Κάθισε δίπλα μου στον καναπέ. Εκεί το πόδι της άγγιξε το δικό μου και ήταν ένα ζεστό, ανθρώπινο πόδι, ήταν ίδιο το πόδι σου, Μαρία, και δεν μπόρεσα να αντισταθώ. Πολύ σύντομα βρεθήκαμε στο κρεβάτι. Στην κρεβατοκάμαρα που ήταν ένα μικρό δωμάτιο που ίσα ίσα χωρούσε το κρεβάτι. Ανεβήκαμε μπουσουλώντας, πετάξαμε τα ρούχα μας στο καθιστικό και χωθήκαμε κάτω απ’ την κουβέρτα. Εκεί άρχισε ο εφιάλτης μου. Μύριζα το κορμί της και ήθελα το δικό σου, ακούμπαγα τα πόδια της και μου έλειπαν τα παχάκια σου, άκουγα τη φωνή και τους αναστεναγμούς της και μια έπιανε φρίκη, αηδία που ήμουν εκεί. Με φιλούσε και εγώ αναγούλιαζα από το πολύ ποτό.
Μόλις βγήκα από την πόρτα της λύγισα τα γόνατά μου και έκανα έμετο. Έτρεχε η μύτη μου, τα πόδια μου είχανε κοπεί, τα μάτια μου είχαν θολώσει. Δεν έβλεπα μπροστά μου. Γύρισα σπίτι στα τέσσερα. Με την τσάντα μου να σέρνεται πίσω μου. Σου χτυπούσα την πόρτα με μπουνιές και κλοτσιές, μα δεν άνοιγες. Φώναζα, φώναζα μέχρι που δεν είχα πια φωνή. Με άκουσε ο Μήτσος από δίπλα και ήρθε, έψαξε την τσάντα μου, έβγαλε τα κλειδιά μου και μου άνοιξε. Αυτός με έβαλε, Μαρία μου, στο σπίτι μας.
«Κοίτα να ξεμεθύσεις, φίλε» μου είπε.
Να ξεμεθύσω… χα… Και πώς να ξεμεθύσω, ρε Μαρία, χωρίς έναν καφέ από τα χεράκια σου; Και γιατί να ξεμεθύσω; Αφού δεν έρχεσαι. Όλο έρχονται άλλες Μαρίες, που όμως δεν είσαι εσύ.
Info
Η Έφη Γεωργάκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1974. Σπούδασε θέατρο στην Ανώτερη δραματική σχολή Ράμπα και Ευρωπαϊκό Πολιτισμό στη Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών στο ΕΑΠ. Είναι φοιτήτρια στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Δημιουργική γραφή» στο ΕΑΠ. Διηγήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικά έργα και το βιβλίο της Ο Χρόνης έρχεται!, το οποίο περιλαμβάνει χιουμοριστικά χρονογραφήματα, έχει εκδοθεί από τις εκδόσεις Μωραΐτης.
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr.
Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.