Της Χριστίνας Ντούση
Κυκλοφορεί φορώντας πορτοκαλί αθλητικά παπούτσια. Τα βρήκε παρατημένα σε έναν κάδο απορριμμάτων. Κρατά ένα κοντάρι με λαχεία. Στην κορυφή του έχει καρφώσει ένα μπουκέτο πλαστικά λουλούδια – άσπρα και κόκκινα. Στην τσέπη του σακακιού παίζει ένα τρανζιστοράκι. Κοιμάται σε μια πάροδο της Πειραιώς, κάτω από την Ομόνοια, σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι.
Από αυτά με τοίχους βρόμικης ώχρας και ξέφτια από ζωγραφιές στα ταβάνια. Του λείπουν όλα τα μπρούτζινα από τις πόρτες, τα κάγκελα και τα παράθυρα, τα έχουν κλέψει προ πολλού για ανακύκλωση. Όταν το βρήκε ήταν βράδυ και δεν το αναγνώρισε. Μπήκε φωτίζοντας με έναν φακό και έστρωσε σε μια γωνιά, σε αυτό που κάποτε πρέπει να ήταν το σαλόνι, το στρώμα και τις κουβέρτες. Το πρωί, βγαίνοντας και κοιτώντας για να βάλει σημάδι, να το ξαναβρεί, κατάλαβε. Είχε γεννηθεί τρία σπίτια παραπέρα και αυτό ήταν το σπίτι της Πόπης.
Η οδός Δεληγιώργη της δεκαετίας του ’20 ήταν ένας αστικός δρόμος. Είχε νεοκλασικά σπίτια και αυλές με λεμονιές. Ήταν κοντά στην πλατεία της Ομόνοιας με τα καφενεία, στην Αθηνάς και την Αιόλου με τα καταστήματα. Η μητέρα του έβγαινε ντυμένη στα λευκά, κρατώντας το παρασόλι στο ένα χέρι και τον ίδιο στο άλλο και ανηφόριζε με τα πόδια για περίπατο και ψώνια στην αγορά.
Έφτασε ένα ξημέρωμα στον Πειραιά και μπάρκαρε κρυφά για Αμέρικα. Έκανε όλες τις δουλειές, έφτιαξε περιουσία και την έχασε, έφτιαξε οικογένεια και την έχασε κι αυτή. Τότε ξεκίνησε να ονειρεύεται τη μάνα του. Και την Πόπη.
Την Πόπη την αρραβωνιάστηκε στα εικοσιένα του. Ήταν δεκαεφτά, την έβλεπε κάθε Κυριακή στη λειτουργία του Αγίου Κωνσταντίνου και μετά για πάστα στου Γιαννάκη. Εκείνος πηγαινοερχόταν Δεληγιώργη-Ευελπίδων, είχε ακόμη ένα έτος να τελειώσει τη Σχολή. Φορούσε το καπέλο με το μικρό λοφίο, το σπαθί να κουδουνίζει στον μηρό. Τον Οκτώβρη του ’40 στάλθηκε πρώτη γραμμή Αλβανία. Φίλησε την Πόπη για πρώτη φορά πριν φύγει. Όταν κατάρρευσε το μέτωπο και δόθηκε εντολή να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους, ξεκίνησε να γυρίσει με τα πόδια. Στη Λαμία γνώρισε την Ελένη. Ήταν κουρελής και θεοσκοτωμένος από την πεζοπορία. Εκείνη του πρόσφερε νερό και μανταρίνια. Ξέχασε την οδό Δεληγιώργη και την Πόπη. Έβγαλε την Κατοχή στη Λαμία κάνοντας κοντραμπάντο και μαύρη αγορά. Με την απελευθέρωση και τις δίκες για δοσίλογους, φοβήθηκε. Έφτασε ένα ξημέρωμα στον Πειραιά και μπάρκαρε κρυφά για Αμέρικα. Έκανε όλες τις δουλειές, έφτιαξε περιουσία και την έχασε, έφτιαξε οικογένεια και την έχασε κι αυτή. Τότε ξεκίνησε να ονειρεύεται τη μάνα του. Και την Πόπη. Δεν τις είχε σκεφτεί για χρόνια και τώρα κάθε βράδυ τις είχε μουσαφίρισσες στον ύπνο του. Καλύτερα φτωχός στην Ελλάδα παρά στην Αμερική, σκέφτηκε, και είπε να γυρίσει. Ήρθε δουλεύοντας καμαρότος με το τελευταίο ναυτικό δρομολόγιο που θα συνέδεε τον νέο με τον παλιό κόσμο. Ο οδός Δεληγιώργη είχε γεμίσει μπουρδέλα. Το σπίτι του είχε ένα μεγάλο κόκκινο φανάρι απ’ έξω, το ίδιο και της Πόπης. Ρώτησε στην παραδίπλα γειτονιά, στο Γεράνι, εκεί κρατούσε ακόμη. Η μανάβισσα κάτι είχε ακουστά. Έμαθε ότι η μάνα του πέθανε το ’43, μάλλον από τύφο. Η Πόπη περίμενε έναν αρραβωνιαστικό μέχρι και το ’50. Δεν μάθανε ποτέ τι έγινε, άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Χρόνια άκουγε τις αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού, με ένα ραδιοφωνάκι στο αυτί ήταν. Από τον καημό πήγε η κακομοίρα, δεν πάνε δυο χρόνια, ήταν η τελευταία που έμενε στον δρόμο, όλα τα άλλα σπίτια είδες τι γίνηκαν. Κι εγώ θα τα μαζεύω σιγά σιγά, θ’ ανηφορίσω κατά Κυψέλη, δεν μας σηκώνει πια το μέρος τους νοικοκυραίους.
Νοίκιασε μια γκαρσονιέρα στις ανηφοριές της Νεάπολης, βρήκε δουλειά σε μια απ’ τις ταβέρνες. Κάθε πρωί που σηκωνόταν ζουλούσε χαμηλά, ανάμεσα στο στήθος και την κοιλιά, ένα σπασμένο ελατήριο. Γέμιζε τα καραφάκια, σκούπιζε, σέρβιρε ρεβίθια και τηγανιές και ξανά την επομένη το ίδιο. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 οι ταβέρνες στη Νεάπολη έκλεισαν η μια μετά την άλλη. Αυτός πάτησε τα εβδομήντα. Στο ΙΚΑ δεν είχαν καν φάκελό του. Πλήρωσε κάνα δυο μήνες τη γκαρσονιέρα, άφησε φέσι άλλους δυο και μετά πήρε τους δρόμους. Πάρκα, παγκάκια, άδεια σπίτια.
Η ημέρα που τον είδε η κοπέλα απέναντί της στον σταθμό του τραίνου, με τα φωσφορίζοντα αθλητικά παπούτσια, τα λαχεία και τα πλαστικά λουλούδια και επινόησε τη ζωή και τον θάνατο του, ήταν η τελευταία του. Πέθανε στην οδό Δεληγιώργη, στο σαλόνι της Πόπης, εκεί που είχαν κάνει τον αρραβώνα, με χιονάτα αμυγδαλωτά και μπακλαβά. Το φως έμπαινε από τις δαντελωτές κουρτίνες, έπεφτε πάνω στα κρύσταλλα, στα στολισμένα λουλούδια.
Τον βρήκαν απ’ τη μυρωδιά οι Πακιστανοί γείτονες. Είχε ακόμη πάνω του μπάζα από το ταβάνι που κατάρρευσε. Στην τσέπη του σακακιού του βρήκαν μια ταυτότητα Ευέλπιδος, με ημερομηνία 20 Φεβρουαρίου 1940. Στη φωτογραφία είχε λεπτό μουστάκι κι ένα παιχνίδισμα στο βλέμμα.
Info
Η Χριστίνα Ντούση γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου εξακολουθεί να ζει και να εργάζεται ως δικηγόρος.
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.