Του Γιώργου Θάνου
Απόψε το βράδυ όλοι θα λείπουν, θα είμαι μοναχός μου στο σπίτι. Διπλοπάρκαρα έξω από την ψησταριά στις Τρεις Γέφυρες, αγνόησα τις σούβλες με το κοκορέτσι, το κοντοσούβλι και τα υπόλοιπα σφάγια και αγόρασα κεφαλάκια – τρία στο πεντάευρω. Μου κάνει πάντοτε μεγάλη εντύπωση αυτή τους η φτήνια. Δε τα προτιμά φαίνεται ο κόσμος τα αρνίσια κεφαλάκια. Εγώ όμως γνωρίζω καλά πόσο δύσκολο είναι να ετοιμάσεις σωστά το κεφαλάκι, πόσος χρόνος και τι μαστοριά χρειάζεται για τον μεζέ αυτόν.
Ο παππούς μου ο μπαρμπα-Χαράλαμπος έβρισκε πάντοτε παραπανίσια κεφαλάκια για το τραπέζι της Λαμπρής, για να μην χρειάζεται να τσακώνεται για τους μεζέδες –γλώσσα και μυαλό– με τους υπόλοιπους γέροντες του τραπεζιού. Όσο οι υπόλοιποι έκαιγαν τις κληματόβεργες και ετοίμαζαν τη θράκα, εκείνος παράχωνε τέσσερα ή πέντε αρνίσια κεφάλια σε έναν μεγάλο κουβά με κρύο νερό, για να ξεματώσουν.
Όταν η θεία μου άφηνε πάνω στη φορμάικα το πλαστικό δισκάκι με τους καφέδες, είχε έρθει η ώρα για την πρώτη αλλαγή του νερού, που είχε στο μεταξύ θολώσει από τους σκοτωμένους χυμούς που κατέβαζαν τα κεφάλια. Ο παππούς μου ρουφούσε τον κατάμαυρο ελληνικό του πιάνοντας το φλιτζάνι προσεκτικά από το αυτάκι, και τον κατέβαζε γρήγορα, ζεστό ζεστό. Το κατακάθι το πέταγε στις γλάστρες, μαζί με το πρώτο απονέρι από τα κεφαλάκια, για λίπασμα. Ιδιαίτερα αγαπούσε έναν τενεκέ, πράσινο-χρυσό καρό, που ’χε μέσα φυτεμένα γεράνια, τα οποία με τον καιρό είχανε θεριέψει· γύρευε πόσα κατακάθια είχε ρουφήξει το χώμα τους, ο μπαρμπα-Χαράλαμπος δεν ήταν δα και μικρός στα χρόνια. Αλλά και πόσα αίματα δεν θα ’χανε στάξει στις ρίζες του γερανιού.
Μια χρονιά που δεν τον ακούσανε, και κόψανε τα σκώτια σε πολύ μεγάλα κομμάτια, το κοκορέτσι βγήκε άψητο· σε κάθε δαγκωνιά έσταζε νερωμένο αίμα. Το βάλανε στο φούρνο όπως όπως, τυλιγμένο με αλουμινόχαρτο, και ποτέ πια δεν αμφισβητήσαν τον Χαράλαμπο σε ό,τι είχε να κάνει με εντόσθια και ξεκοιλιάσματα.
Ο κουβάς με τα κεφαλάκια άδειαζε και γέμιζε ξανά όταν το κοκορέτσι έμπαινε στη φωτιά. Παλιότερα, καθώς μου λέγανε, το κοκορέτσι ήταν σχεδόν αποκλειστική ασχολία του παππού μου, αλλά με τα χρόνια τα μπράτσα του είχανε αρχίσει να τρέμουν και δεν μπορούσε να κρατά για πολλή ώρα τη βαριά σούβλα με τα πλεμόνια, τις σπλήνες και τις καρδιές, πόσο μάλλον να τη στριφογυρνά για να τυλιχτούν τα άντερα. Παρέμενε όμως υπεύθυνος για το σωστό πλύσιμο της αντεριάς, που ξεκινούσε από την Πρώτη Ανάσταση, το απόγεμα του Μέγα-Σαββάτου. Αλλά και στο ψήσιμο συνέχιζε να κρατά σημαίνοντα ρόλο, επέβλεπε με σπουδή γιους και εγγονούς και τους διόρθωνε αν τα εντόσθια δεν περνιόντουσαν στη σούβλα με τη σωστή σειρά ή αν τα κομμάτια των σπλάχνων δεν ήταν κομμένα στο μέγεθος που ’πρεπε. Μια χρονιά που δεν τον ακούσανε, και κόψανε τα σκώτια σε πολύ μεγάλα κομμάτια, το κοκορέτσι βγήκε άψητο· σε κάθε δαγκωνιά έσταζε νερωμένο αίμα. Το βάλανε στο φούρνο όπως όπως, τυλιγμένο με αλουμινόχαρτο, και ποτέ πια δεν αμφισβητήσαν τον Χαράλαμπο σε ό,τι είχε να κάνει με εντόσθια και ξεκοιλιάσματα.
Μετά και από κάνα δυο ακόμα αδειάσματα και γεμίσματα του κουβά, ο παππούς έχωνε μέσα τις χούφτες του κι έπινε με αγαλλίαση δροσερό νερό, σημάδι ότι το ξεμάτωμα είχε πλέον ολοκληρωθεί. Κατόπιν, τύλιγε τα κεφάλια με λαδόκολλα και τα έθαβε στη χόβολη, αφού τα είχε πρώτα αλείψει καλά με αλατοπίπερο και ρίγανη φρέσκια, πότε πότε και με σκορδάκι ψιλοκομμένο.
Πέρυσι θάψαμε και τον παππού Χαράλαμπο, κάνα μήνα μετά το Πάσχα. Ίσως για αυτό τον θυμήθηκα απόψε και του κάνω μακαριά μονάχος μου, με τα κεφαλάκια. Στο τελευταίο αυτό του Πάσχα, είχε άσχημα πικραθεί από τον φίλο της εγγονής του της Αντιγόνης, ένα στεγνό ψηλέα, άσπρο σα χασέ, με ψωριάρικα γένια, που τόπους τόπους λείπανε, αφήνοντας στα μάγουλά του τρύπες. Ο φισφιρής αυτός όλο τσιμπολογούσε από την ντοματατοσαλάτα, τις τηγανιτές πατάτες, το τζατζίκι και τις χορτόπιτες και μόρφασε με αηδία μόλις φάνηκε η σούβλα με το ερίφιο. Μόλις δε είδε τον παππού να ξεματώνει τα κεφάλια και να κόβει με την ψαλίδα τα πλεμόνια για το κοκορέτσι, σιγομουρμούρισε προς την Αντιγόνη: «Μα τέτοιο ανθρωπάκι, με το μουστακάκι του και την τραγιάσκα του, πώς το αντέχει τόσο αίμα; Τόση βία;».
Μιλούσε για τον μπαρμπα-Χαράλαμπο, που όταν ήταν δεκάξι χρονώ μια καρότσα ξεφόρτωσε έξω από το σχολειό του είκοσι πτώματα ανταρτών που είχαν σκοτωθεί στο Πισοδέρι, και μέχρι να σχολάσει η τάξη του τα κοράκια είχανε φάει των πιο πολλών τα μάτια.
Info
Ο Γιώργος Θάνος γεννήθηκε το 1984 στην Αθήνα και μεγάλωσε στο Βόλο. Εργάζεται σαν παραγωγός ψηφιακού περιεχομένου. Τα τελευταία χρόνια, ασχολείται με την ιστορία της Αθήνας, αρθρογραφώντας και διοργανώνοντας εθελοντικές δράσεις ενώ πεζογραφήματά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά.
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr
Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.