Του Αχιλλέα Τζορμακλιώτη
Όταν σηκώθηκε αργά το απόγεμα, ένιωθε κατάκοπη κ’ εξασθενημένη. Ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς. Μόνη. Δεν ήταν βέβαιη πως την ενοχλούσε αυτό, μα ’νιωθε περίεργα. Η διάθεσή της ήταν κακή˙ φταιξίματα και κατάρες ενός έτους αισθανόταν να κουτρουβαλούν επάνω της και να τη γονατίζουν: η μοιραία ανασκόπηση που την κάνει ο νους αθέλητα˙ και ο δικός της την έκανε στα πρώτα λεπτά που ξύπνησε, ενόσω βρισκόταν ακόμα ξαπλωμένη. Ίσως πάλι κι όλα αυτά να ’ταν απλώς δικαιολογίες που γλύκαιναν τη μοναξιά της. Ή ακόμα να ’φταιγε το μεταβατικό στάδιο της ηλικίας της (σε τρεις ημέρες έμπαινε αισίως στα σαράντα). Κι όμως κάτι την κατέτρωγε – μια αδημονία, λίγη λόξα, ένας κόμπος που σφήνωνε στο μέσα της και μάζευε σαν μασούρι απάνω του χαμένα δικά της πρόσωπα. Κ’ έμεινε λίγο να τα σκέφτεται, πριν τραβήξει για τα καλά την κουρτίνα.
Κόντευε πεντέμισι κι ο ήλιος είχε κατσικωθεί λάμποντας σαν κατακαλόκαιρο. Τούτο την εκνεύριζε, και μια δόση τον σιχτίρισε. Και στη βρισιά απάνω πήγε το μυαλό στ’ αφεντικό της. Μεθαύριο θα δούλευε κανονικά, αποθαρρημένη από άδειες κι από ρεπό. Αλλά και σαν τολμούσε να ρωτήσει, κλεινόταν ξανά στο καβούκι της. «Το πλαστικό, κοπέλα μου, δεν έχει εποχή. Μήτε φρούτο είναι μήτε ρούχο». Η ίδια πάντα απάντηση, στην ίδια πάντα ερώτηση. Καμιά φορά πίστευε πως χειρότερο εργοστάσιο απ’ αυτό στ’ οποίο δούλευε εννέα χρόνια τώρα, δεν υπήρχε. Δουλειά και χαμαλίκα και μια μαζεμένη και σκοτωμένη άδεια κοντά στον Σεπτέμβρη. Τούτο, όλο κι όλο. Ή λίγη ξεκούραση καμιά πρωτοχρονιά, σαν και τώρα. Αλλά και πού να τη νιώσει. Και δεν έφτανε που ’ταν παντέρημη σαν αγρίμι, σκέφτηκε, ήταν κι αυτός ο ήλιος καυτερός και διέλυε τη φαντασία της. Έκλεισε τότε την κουρτίνα αμήχανα, κ’ έκατσε στον καναπέ.
ο τηλέφωνο ήταν ακριβώς δίπλα της. Δεν έπρεπε, όμως τ’ άγγιξε. Το σήκωσε, πληκτρολόγησε τον αριθμό της μάνας της. Δύο χτύποι χρειάστηκαν μονάχα.
Στάθηκε ακούνητη κι αναλογιζόταν. Έβλεπε τη βρύση από τον νεροχύτη απέναντι να στάζει, κι αριθμούσε απάνω στις σταγόνες τα άτομα π’ είχε πλάι και τα ’χασε. Σιχαινόταν να της συμβαίνει αυτό, όμως είναι στιγμές που η μνήμη δεν ελέγχεται και πλατσουρίζει στο κεφάλι σαν νερό τρεμάμενο. Το τηλέφωνο ήταν ακριβώς δίπλα της. Δεν έπρεπε, όμως τ’ άγγιξε. Το σήκωσε, πληκτρολόγησε τον αριθμό της μάνας της. Δύο χτύποι χρειάστηκαν μονάχα.
-Παρακαλώ, ήχησε από το ακουστικό, κ’ η φωνή τής φάνηκε να παραπαίει κ’ ήταν απρόσμενα βραχνή.
Άφησε λίγα δευτερόλεπτα να περάσουν.
Κατέβασε το ακουστικό και χάιδεψε τα μπράτσα της. Ένιωθε ένα ρίγος, μια παράξενη αρωστίλλα να την κατακλύζει.
Το έκλεισε. Έριξε το βλέμμα ξανά στις σταγόνες που μέσα τους τώρα έβλεπε τη μάνα και τον πατέρα. Έβλεπε το σπίτι στο χωριό, την αυλή, το τραπέζι με το ίδιο κεντητό τραπεζομάντηλο εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Είδε κι αυτήν να τρέχει και να την κυνηγάει παίζοντας ένας σκύλος. Μα την άτυχη στιγμή δεν την έβλεπε. Δεν έβλεπε ούτε τον πατέρα και το πέσιμο ούτε κι αυτήν που τον έσπρωξε κατά λάθος με την πλάτη της. Και το φευγιό της από κείνο το μέρος σαν να διαγράφηκε. Κ’ οι καβγάδες κ’ οι φωνές και τα κλάματα, όλα χαμένα, όλα διεσταλμένα σε λίγες σταγόνες τανημένες προς το σιφόνι. Άφησε το κεφάλι ελεύθερο, έγειρε πίσω, έπιασε τα μαλλιά της. Κ’ έπειτα συνήλθε, ανασηκώθηκε, έπιασε για δεύτερη φορά το ακουστικό και πληκτρολόγησε ξανά έναν αριθμό.
-Ναι.
Ο αδερφός της το σήκωσε κ’ έβγαζε ακόμη από μέσα του μια χοντρή μπάσα φωνή.
Οι ρυθμοί του χρόνου κάλπαζαν σαν άλογα κουτσά, που πότε στραβοπατάνε και πότε θυμούνται το γρήγορο βάδισμά τους. Τα φώτα έμεναν σβηστά, κρυμμένα πίσω από άηχες παρουσίες. Λίγα βήματα σχημάτισαν μια θαμπή σκιά στον τοίχο κ’ η κουρτίνα ξανάνοιξε. Έξω, είχε βραδιάσει.
(Οι ρυθμοί του χρόνου κάλπαζαν σαν άλογα κουτσά, που πότε στραβοπατάνε και πότε θυμούνται το γρήγορο βάδισμά τους. Τα φώτα έμεναν σβηστά, κρυμμένα πίσω από άηχες παρουσίες. Λίγα βήματα σχημάτισαν μια θαμπή σκιά στον τοίχο κ’ η κουρτίνα ξανάνοιξε. Έξω, είχε βραδιάσει. Το τζάμι ίσα που θόλωνε και τα χνότα σχημάτιζαν έναν μικρό ομόκεντρο κύκλο. Κ’ εκεί κρυβόταν η ζωή π’ ανέπνεε, φοβισμένη, τρανεμένη από λοξοδρομήσεις κ’ υπομονές˙ μπουχτισμένη από στερήσεις, κοπώσεις, τύψεις).
Έστριψε το σώμα νευρικά. Θυμήθηκε ό,τι ξέχασε. Η σκιά της πλησίασε πάλι τον καναπέ και το τηλέφωνο. Κάλεσε.
Όσο περίμενε την απάντηση τα μάτια της πάνιασαν και δάκρυσαν. Μικρό ποταμάκι ξέβγαζαν π’ έτρεχε σαν χείμαρρος κι αυλάκωνε το λιπωμένο πρόσωπό της. Ξαφνικά, την άκουσε.
Σηκώθηκε πάλι κ’ αισθάνθηκε να παραπατά, όμως όχι, ήταν σίγουρα καλά. Κατευθύνθηκε στον νεροχύτη, άγγιξε τη βρύση, την έσφιξε δυνατά για να μην τρέχει. Έβαλε την παλάμη της αποκάτω σιγουρευμένη ότι δεν έσταζε. Ύστερα άκουσε έναν θόρυβο απ’ έξω, κάτι σιγηλό, ένα παιδί, μία γάτα, κ’ έναν ήχο κουδουνιού από τ’ απέναντι διαμέρισμα. Ένιωσε στραγγισμένη, υπέροχα κενή. Θυμήθηκε πάλι πως ήταν παραμονή κι άνοιξε το τρίτο συρτάρι κάτω από τον νεροχύτη. Πήρε από μέσα ένα δεντρύλλιο με κουδουνάκια κρεμασμένα στα κλαδιά του κ’ ένα σελοτέιπ. Κατευθύνθηκε προς την πόρτα και το κόλλησε εκεί. Κ’ έπειτα την άνοιξε, βγήκε έξω, έτσι, ντυμένη τόσο πρόχειρα (ένα μπλουζάκι μακό, λευκό, κ’ ένα τζιν φαγωμένο στα γόνατα), κατέβηκε τα σκαλοπάτια του δευτέρου ορόφου και στάθηκε έξω, μπροστά στην είσοδο.
Στάθηκε παράμερα στο πεζοδρόμιο, κοιτώντας απλώς τον δρόμο. Απ’ εμπρός της πέρασαν μερικά ζευγάρια, αντροπαρέες, αδέσποτα ζώα. Όλα φαινόταν έτοιμα ν’ αλλάξουν, να μεταμορφωθούν.
Προχώρησε κάποια βήματα στ’ αριστερά της και προσπέρασε το καφέ απ’ όπου έπαιρνε το πρωινό πριν τη δουλειά της. Μέσα ήταν πήχτρα, είχε μετατραπεί σε κάτι σαν ξενυχτάδικο, σε μπαρ γεμάτο καπνούς, φωνές, αλκοόλ. Το κρύο τώρα τσιμπούσε˙ αγκάλιασε τον εαυτό της. Ήταν περίπου δέκα κ’ αισθανόταν πως οι πάντες γύρω της ετοιμαζόντουσαν γι’ αυτές τις επόμενες δύο ώρες – ν’ αλλάξουν τον χρόνο. Όταν έφθασε στον κεντρικό δρόμο, κοντά στο σπίτι της, παρατήρησε πως είχε ασυνήθιστη κίνηση. Στάθηκε παράμερα στο πεζοδρόμιο, κοιτώντας απλώς τον δρόμο. Απ’ εμπρός της πέρασαν μερικά ζευγάρια, αντροπαρέες, αδέσποτα ζώα. Όλα φαινόταν έτοιμα ν’ αλλάξουν, να μεταμορφωθούν.
Είχε περάσει πάνω από μία ώρα κι απόρησε που στεκόταν μόνη της, τόση ώρα, μες στο κρύο. Γύρισε πίσω στο διαμέρισμά της. Η πολυκατοικία έμοιαζε αφύσικα νεκρή. Ανοίγοντας την πόρτα κουδούνισε το δεντρύλλιο. Χαμογέλασε κι άρπαξε μια απαλή κουβέρτα π’ ήταν ριγμένη στην καρέκλα. Την κουλούριασε γύρω της, όρμησε στο ψυγείο. Έψαξε για λευκό κρασί, όμως είχε μονάχα δύο τενεκεδάκια μπίρας. Πήρε το ένα, τ’ απασφάλισε, σκόρπισε λίγη σ’ ένα ποτήρι. Τράβηξε την καρέκλα κοντά στο παράθυρο, μάζεψε τα πόδια πάνω της αγκαλιάζοντάς τα μαζί με την κουβέρτα, κι άνοιξε μια χαραμάδα την κουρτίνα. Το ποτήρι το κρατούσε σφιχτά και το τενεκεδάκι ήταν ακουμπισμένο στο πάτωμα.
(Δεν άκουγε δείκτες ρολογιών να τριγυρνάνε, μήτε φωνές να ζητωκραυγάζουν. Θαρρείς κ’ οι σκέψεις π’ έκανε ήταν όνειρα ξάγρυπνα, βουβά, σκηνές ασπρόμαυρες αλλοτινών καιρών. Η νύχτα την πλάκωνε και το σκοτάδι πια δεν φέγγιζε. Λίγα αδρά σύγνεφα, μ’ ένα αχνό λευκό ημίφως, σχημάτιζαν κομμάτια της ζωής της. Άλλο της έμοιαζε μεγάλο και τετράγωνο σαν εργοστάσιο˙ άλλο μικρό, τριγωνικό, πυκνό, σαν το χωριό της˙ άλλο κακοσχηματισμένο, όμως στητό, ίσως αειθαλές, λες κ’ ήταν ο αδερφός της˙ και δύο άλλα αντάμα, σχεδόν αγκαλιασμένα, γονικά, να βαδίζουνε ταχύτερα από τ’ άλλα γιατί έμοιαζαν να σέρνονται απ’ ένα καρότσι).
Δεν αναζήτησε πολλές γουλιές ακόμα, άφησε το ποτήρι κάτω και σηκώθηκε. Σκέφτηκε πως η ώρα πέρασε, ο νέος χρόνος μπήκε. Της ήταν αδύνατο ν’ αντισταθεί ξανά στο τηλέφωνο. Κατευθύνθηκε στον καναπέ. Το άφησε να καλέσει αρκετές φορές που της φάνηκαν σαν καμία.
Τώρα πια άλλα κουράγια δεν είχε. Κοίταξε την κουβέρτα π’ ήταν ακόμα ριγμένη στην καρέκλα, την παρατημένη μπίρα, τη μισοτραβηγμένη κουρτίνα. Ευθυγράμμισε τα πόδια με τον καναπέ, βαθούλωσε τη θέση της, κι αγκαλιάστηκε ξανά μονάχη. Δεν είχε όρεξη για ύπνο, όμως έκλεισε τα μάτια, άρχισε να ξετυλίγει κάτι σαν κόμπο μέσα της, ν’ απλώνει τ’ αγαπημένα της πρόσωπα ολόγυρα στον νου, να τα φιλά ένα ένα, κ’ έπειτα να χαμογελάνε μαζί, γυρτά σ’ ένα τραπέζι γεμάτο μυρωδιές κατακλυσμιαίες να σπάνε τα ρουθούνια της, όλα μπλεγμένα τόσο όμορφα π’ έμοιαζαν ανυπόκριτα πλασματικά.
Λίγο κουνήθηκε, άνοιξε τα μάτια, της φάνηκε πάλι η βρύση να στάζει. Κ’ ύστερα άκρα σιωπή.
Info
Ο Αχιλλέας Τζορμακλιώτης γεννήθηκε το 1989 στη Λάρισα, όπου και ζει. Εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στο διαδίκτυο και σε συλλογικά έργα.
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr.
Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.