Της Άννας Παπαδάκη-Σωτηριάδη
«Ψιψιψι, Γιωργία!» το ανοξείδωτο μπολ ντιντίνισε για πολλοστή φορά, «Γιωργία! Πού στον κόρακα τρύπωσες πάλι, μωρή σουρτούκω;»
Άφαντη η γάτα, Γιωργία απ’ το Τζωρτζ Κλούνεϊ, έρως μέγας και κρυφός, όπως όλοι οι μέγιστοι, «κάτσε συ απάντρευτη, να περιμένεις το Τζωρτζ Κλούνεϊ, μόνο που παντρεύτηκε αυτός, καημένη, εσένα θα περίμενε» της έτριβε ανάλγητα στα μούτρα την πατσαβούρα της χολιγουντιανής παντρειάς η αδερφή της. Η Νέλα δε χαμπάριαζε, Νέλα απ’ το Πηνελόπη, να ορίστε, τι έφταιγε αυτή, ο νονός της έφταιγε ο αρχαιοπαρμένος κι ο τρελός παπάς που τη βάφτιζε, της το μελετήσανε στην κολυμπήθρα, την καταδικάσανε να μείνει εσαεί να καρτερεί τον αόρατο μνηστήρα, νύμφη ανύμφευτος.
«Εσύυυ, εσύ» χλιμίντριζε η μάνα της κάνοντας αέρα με τη «Φωνή Του Κυρίου» κολλητά στη μούρη τις Κυριακές που επέστρεφε από τη λειτουργία, έχοντας καμαρώσει όλες τις συμμαθήτριές της με κόρες φρεσκοπαντρεμένες, αρραβωνιασμένες, λογοδοσμένες, «εσύ θα με πεθάνεις εμένα, εσύ» και δώσ’ του να ανεμίζει το χαρτί μπας και καλμάρει η φούντωση στα κοντόχοντρά της κάλλη, το ανέμιζε με τέτοια ταχύτητα, που έλεγες τώρα θα πάρει μπρος η προπέλα και θα τη διακτινίσει τσιφ στον Κύριο κιόλας, ν’ ακούσει τη φωνή του αυτοπροσώπως. «Τι έπαθε, δηλαδή, η αδερφή σου που παντρεύτηκε από προξενιό; Κυρά κι αρχόντισσα την έχει ο Διονύσης, τι της λείπει; Του λόγου σου περιμένεις τον πρίγκιπα! Αμ, το ξεσκόνισα το ράφι εγώ, κόρη! Ούτε που ξέρω πια τι να λέω στον κόσμο! Πήρες και γάτα τώρα! Έτσι, να το σιγουρέψουμε το γεροντοκοριλίκι!».
Ε, δεν την είχε και ακριβώς πάρει τη γάτα η Νέλα. Την έβρισκε στο κατώφλι της να την περιμένει, ημέρες έξι συναπτές, μια λιγνή ασπρόμαυρη οπτασία αδήλου προελεύσεως, έγλειφε τις πατουσίτσες της πιο αυτοκρατορικά κι απ’ την Αναστασία των Ρομανώφ, την κοίταζε με τα χρυσά της ματάκια και τριβόταν στο πορτομάγουλο, νιάου, σαν να της έλεγε, άργησες σήμερα στη δουλειά, έσκασα να σε περιμένω, μούρλια σου πάει το πράσινο φόρεμα. Πολύ θέλει ο άνθρωπος, εδώ κοτζάμ Θεός έφτιαξε σ’ έξι μέρες κοτζαμάν κόσμο, την έβδομη νύχτα ξημερώθηκαν αγκαλιά στον καναπέ να βλέπουν το «Όσα Παίρνει ο Άνεμος», η ψιψίνα δεν έκλεισε μάτι, δεν το ‘χε ξαναδεί το έργο ως φαίνεται, γουργούριζε στην αγκαλιά της Νέλας όλο ενδιαφέρον και το μάτι γαρίδα στην οθόνη.
Μάνα, ευχαριστώ, εγώ ζωούλα δε θα πάρω μόνο και μόνο για να μη με σχολιάζουν οι τελειωμένες σου φίλες που αρμενίσανε οχηματαγωγά όλες τις αρσενικές θάλασσες και στα γεράματα θυμήθηκαν τον παράδεισο κι έπιασαν τους μεγαλόσταυρους και την ολική επαναφορά των ανυπόταχτων στην καθεστηκυία τάξη.
«Μα δες τηνε» της έδειχνε στην τηλεόραση τη σύζυγο Κλούνεϊ, όταν συνέβη το απονενοημένο, «όχι πες μου, στο Θεό σου τώρα, είναι γυναίκα αυτή, ρε Γιωργία;» η μη μου άπτου ξυλίκω έπαιρνε πόζες στο πλάι του Τζωρτζ σαν να είχε πάει να τραγουδήσει και να κατάπιε το μικρόφωνο, αμαλαλαμουλαλού, ακόμη κι από όνομα έπασχε το πολύφερνο σκιάχτρο. «Δε θα πολυκαιρίσουνε» της ψιθύριζε στο αυτάκι με ύφος άκου-με-εμένα κι η γάτα της δάγκανε μαλακά τον αντίχειρα, φως φανάρι συμφωνούσε.
Έστρεφε το βλέμμα προς τα κει που έδειχνε το δάχτυλο της μάνας της, δες την αδερφή σου, με τον αντρούλη της, με τα παιδάκια της, με το σπιτάκι της, πόσα υποκοριστικά χωράνε σε μια φράση μαζεμένα, μια πλάκωση την έπιανε τη Νέλα. Μάνα, ευχαριστώ, εγώ ζωούλα δε θα πάρω μόνο και μόνο για να μη με σχολιάζουν οι τελειωμένες σου φίλες που αρμενίσανε οχηματαγωγά όλες τις αρσενικές θάλασσες και στα γεράματα θυμήθηκαν τον παράδεισο κι έπιασαν τους μεγαλόσταυρους και την ολική επαναφορά των ανυπόταχτων στην καθεστηκυία τάξη.
«Ψιψιψι, πού κρύφτηκες, άτιμο πλάσμα-Γιωργία!» Η γάτα δεύτερη μέρα εξαφανισμένη, εντάξει, το κάνουν οι γάτες, η Νέλα όμως είχε αρχίσει ν’ ανησυχεί. Αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στη γειτονιά, πού ν’ αλήτευε η άπιστος γαλή, είχε και κρύο, μήπως της είχε συμβεί τίποτα, οι πιτσιρικάδες με τα πειραγμένα αυτοκίνητα αλώνιζαν σαν άγγελοι θανάτου.
Φωτάκια και χριστουγεννιάτικα δέντρα, από κάποια μπαλκόνια ο Άι Βασίλης διαρρήκτης να κρέμεται με τα κλοπιμαία στο σάκο, τα παράθυρα των σπιτιών αναβόσβηναν σαν ξεχασμένο φλας που σου τρώει την μπαταρία κι όταν γυρίσεις το κλειδί στη μίζα ακούς να σου λέει «μέρυ κρίσμας». Η Νέλα κοίταζε παντού, σε αυλές, σε περβάζια, σε κατώφλια, γάτες και γατιά, η Γιωργία πουθενά.
Σε λίγο θα έπεφτε η νύχτα, παραμονή Πρωτοχρονιάς, αμάξια είχαν ήδη αρχίσει να μαζεύονται έξω από τα σπίτια, τα φανταζόταν η Νέλα να κουβεντιάζουν μεταξύ τους όσο θα περίμεναν τους ιδιοκτήτες μέσα στα σπίτια να ξεμπερδέψουν με τις εορταστικές υποχρεώσεις, να κουβεντιάζουν και να καπνίζουν κάτω από τους στύλους της ΔΕΗ, να κουτσομπολεύουν τα αφεντικά τους και πότε-πότε να γελάνε, βήχοντας μικρές τολύπες καπνού από τις εξατμίσεις.
Δε θα πήγαινε πουθενά απόψε, είχε αρνηθεί και τις δυο προσκλήσεις σε σπίτια φίλων για ρεβεγιόν. Να στολιστεί τις μελλοθάνατες προσδοκίες της, να φιληθεί με κόσμο σταυρωτά στον αέρα, να ανταλλάξει κούφιες ευχές και να περιφέρεται ανάμεσα σε πρόσωπα που κοιτάνε τα κινητά τους και αυτοφωτογραφίζονται με φόντο το δέντρο και το γιορτινό τραπέζι, φέτος ξαφνικά της είχε φανεί αφόρητο όλο αυτό, «ωω κρίμα, έχω κανονίσει, την άλλη φορά, καλή χρονιά!».
Θα είχαν πάλι σίγουρα να της γνωρίσουν και «κανένα καλό παιδί», να περάσει ένα ολόκληρο βράδυ προσπαθώντας να μην είναι αγενής κι αδιάφορη γαϊδούρα στον υποψήφιο συνοδό, αυτός να περάσει ένα ολόκληρο βράδυ προσπαθώντας απεγνωσμένα να παραστήσει τον ενδιαφέροντα και τον ελκυστικό κι οι φίλοι να τους περιτριγυρίζουν με περιποιήσεις και νόημα, «άντε παντρευτείτε επιτέλους, μόνο εσείς μείνατε και χαλάτε την πιάτσα». Και πόσο πια να κουβεντιάσει για την κρίση και τους πρόσφυγες, αυτό το υποχρεωτικό προσωπείο της σοβαροφάνειας και του προβληματισμού της φαινόταν ψεύτικο, ο φερετζές εκείνου που τίποτα δε θέλει ν’ αλλάξει, να διαγραφεί μαγικά το πρόβλημα θέλει και να επιστρέψει στη βολή του – γερνάω, είχε σκεφτεί, παραξενιάζω, άσε, σπίτι με τη γάτα μου να ονειρεύομαι το αναπάντεχο, μια χαρά πρωτοχρονιά.
Πού είχε εξαφανιστεί το άτιμο ζωντανό, τρία τετράγωνα έψαξε σπιθαμή προς σπιθαμή η Νέλα, ούτε ίχνος. Επέστρεφε όταν, δυο δρόμους πιο κάτω από το σπίτι της, το μάτι της μαγνήτισε μια φράση γραμμένη με σπρέι σε τοίχο, «Λευτερία στη γάτα».
Μόνο που κι η γάτα μάλλον είχε κανονίσει και το πλαν μπι στράβωσε. Πού είχε εξαφανιστεί το άτιμο ζωντανό, τρία τετράγωνα έψαξε σπιθαμή προς σπιθαμή η Νέλα, ούτε ίχνος. Επέστρεφε όταν, δυο δρόμους πιο κάτω από το σπίτι της, το μάτι της μαγνήτισε μια φράση γραμμένη με σπρέι σε τοίχο, «Λευτερία στη γάτα» έγραφε, της ήρθε να γελάσει, ποια γάτα και γιατί χρειαζόταν λευτεριά αυτή η γάτα κι όπως μηχανικά σήκωσε το βλέμμα στο παράθυρο πάνω από το σύνθημα, είδε μέσα από το τζάμι δίπλα στη γαλάζια κουρτίνα… τη γάτα του συνθήματος, ώστε αυτή τη γάτα φιλοδόξησε να ελευθερώσει ο γράφων… μα για κάτσε. Πλησίασε να δει καλύτερα.
Αυτή η γάτα ήταν η Γιωργία. Όχι, καθόλου λάθος δεν έκανε, ήταν η Γιωργία, στεκόταν μπροστά στο παράθυρο και την κοίταζε, σάστισε η Νέλα για μια στιγμή μην ξέροντας τι να κάνει, μα το επόμενο λεπτό βρέθηκε να χτυπά το κουδούνι του σπιτιού.
Της άνοιξε ένας λεπτός καστανός άντρας, «καλησπέρα» του είπε διστακτικά «συγνώμη για την ενόχληση, ξέρετε, η γατούλα εκεί μέσα είναι η γάτα μου, την ψάχνω από χτες». Ο άντρας έδειξε ξαφνιασμένος. «Κάποιο λάθος κάνετε, δεσποινίς, αυτή είναι η δική μου γάτα».
«Μα πώς είναι δυνατόν», μουρμούρισε εκείνη, «τη γάτα μου δεν ξέρω; Είναι η Γιωργία!».
«Τη λένε Ξένη και είναι η δική μου γάτα, σας διαβεβαιώ» επέμεινε ο άντρας λίγο ενοχλημένος. Η Νέλα δίστασε, να μην είχε δει καλά; Ο άντρας πιάνοντας την αμφιβολία της, πισωπάτησε μες στο σπίτι, «να είστε καλά, καλή χρονιά, εύχομαι να τη βρείτε τη γάτα σας» είπε κι έκλεισε την πόρτα.
Η Νέλα γύρισε σπίτι της. Έμπαινε, έβγαινε, ξεφυσούσε, όχι διάολε, δεν ξεκούτιανε ακόμη, μια χαρά την είχε δει, αυτή ήτανε η Γιωργία και όχι η πώς-την-είπε γάτα αυτουνού του αναιδέστατου, τριγύριζε όλο το βράδυ ανταριασμένη μη μπορώντας να βρει ησυχία, κατάλαβες κύριε θράσος, να σπιτώνεις ξένες γάτες και να με βγάζεις και τρελή από πάνω, δεν έχει γάτες ο ντουνιάς να βρεις μια δικιά σου, τη δικιά μου έπρεπε να πάρεις;
Φουρτουνιασμένη, αποφάσισε να ζητήσει το δίκιο της, βρέθηκε πάλι να χτυπά την ξένη πόρτα, θα κάνω καυγά, αποφάσισε, δε φεύγω από δω χωρίς τη Γιωργία. Της άνοιξε πάλι αυτός, με τις φόρμες αυτή τη φορά, μμμμ, πετυχημένη περιβολή για ρεβεγιόν, σκέφτηκε η Νέλα, εμ βέβαια, εδώ θα τη βγάλεις, σιγά μην είχε βρεθεί άνθρωπος να σε υποστεί πρωτοχρονιάτικα.
«Πάλι εσείς;» με τρελή έμπλεξα, φώναζε η φάτσα του, «εγώ, ναι, αυτή κύριε είναι η γάτα μου και επιμένω να μου τη δώσετε, να βρείτε δικιά σας γάτα, αυτό που κάνετε είναι ανήθικο» είναι… είναι… κι άλλα ήθελε να πει η Νέλα, να τον περιλούσει κοσμητικά επίθετα ήθελε, να πλησιάσει το πρόσωπό της στο περιφρονητικό δικό του ήθελε, να του τραβήξει και μια νυχιά γατικής δυσαρέσκειας στα μούτρα, αντ’ αυτού στάθηκε εκεί στο κατώφλι του τρέμοντας, κοιτάζοντάς τον ολόισια στα μάτια «θα πάω στην αστυνομία» ψέλλισε.
«Να πάτε όπου θέλετε, κυρία μου» ο τόνος της φωνής του ανέβηκε, σίγουρα δεν πάει καλά η γυναίκα, αυτό έλεγαν τα μάτια του «καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται!» Απελπίστηκε, δε θα κατέληγαν έτσι πουθενά. «Ακούστε» του είπε πιο μαλακά «μπορώ να σας το αποδείξω».
«Δηλαδή;»
«Αν με αφήσετε να τη δω από κοντά, θα σας αποδείξω ότι πρόκειται για τη γάτα μου.» Αυτός δίστασε. Το σκέφτηκε για λίγο. Μετά πισωπάτησε, «περάστε» είπε με μισό στόμα. Η Νέλα μπήκε στο σπίτι, «ψιψιψι, Γιωργία» έκανε με γλυκιά φωνή «πού είσαι, κορίτσι μου;»
«Άκου Γιωργία» μουρμούριζε εκείνος πίσω της γελώντας «είναι όνομα για γάτα τώρα αυτό;» Η Νέλα του έριξε μια δολοφονική ματιά και συνέχισε να φωνάζει τη γάτα και τότε την είδε στρογγυλοκαθισμένη κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, να γλείφει όλο σπουδή τις προδότρες της πατούσες, μήτε τ’ αυτί της δεν ίδρωνε που τη φώναζε. Τη φώναξε και την ξαναφώναξε γλυκά, η γάτα ασυγκίνητη, κάτι ματιές της έριχνε μόνο που και που ανάμεσα στα γλειψίματα. «Λοιπόν;» ακούστηκε η φωνή του κοροϊδευτική «πόσο θα αργήσει ακόμη η απόδειξη;»
Της ήρθε να κλαίει. Και τότε πήρε το μάτι της μια φωτογραφία στο χαμηλό τραπεζάκι, αυτός μαυρισμένος, με ρούχα καλοκαιρινά σε μια σεζλόνγκ και στην ποδιά του η Γιωργία, μάλιστα, η ίδια, μια ωραία χαμογελαστή πόζα, ωραίο χαμόγελο, σκέφτηκε η Νέλα. Την είδε που κοιτούσε τη φωτογραφία. «Πειστήκατε τώρα;» τη ρώτησε κι η φωνή του είχε μαλακώσει.
«Όμως… αυτή η γάτα μέχρι χτες ήταν σπίτι μου» είπε ηττημένα, «δεν καταλαβαίνω».
«Ωω, κατάλαβα» φωτίστηκε εκείνος «θα σας πω εγώ, την είχα χάσει λίγο καιρό και γύρισε χτες, δεν ανησύχησα, τα κάνει αυτά η Ξένη, προφανώς όλο αυτό το διάστημα την είχατε σπιτώσει εσείς;»
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της, με το βλέμμα στη γάτα που συνέχιζε τον καλλωπισμό της αδιάφορη. Ακολούθησε μια σιωπή.
«Λοιπόν, να πηγαίνω» έκανε η Νέλα, προχώρησε προς την πόρτα, «λυπάμαι» της είπε αυτός. Την ξεπροβόδισε με ευχές για καλή χρονιά που τις ανταπέδωσε με την καρδιά της βαριά, βάρος που δεν αλάφρυνε τις επόμενες μέρες, ο χρόνος βγήκε και ξαναμπήκε από το κατώφλι του, μα το σπίτι χωρίς τη Γιωργία δεν ήταν σπίτι πια.
Δεν είχε καταλάβει πότε και πώς της είχε κλέψει την καρδιά αυτό το μικρό πλάσμα. Και ξαφνικά έχασε η Νέλα την όρεξή της, τα πράματα απέκτησαν μια μηχανιστική ροπή που την κοίμιζε, οι μέρες δεν είχαν καμιά γιορτινή γεύση.
Δεν είχε καταλάβει πότε και πώς της είχε κλέψει την καρδιά αυτό το μικρό πλάσμα. Και ξαφνικά έχασε η Νέλα την όρεξή της, τα πράματα απέκτησαν μια μηχανιστική ροπή που την κοίμιζε, οι μέρες δεν είχαν καμιά γιορτινή γεύση.
Με το βλέμμα στην τιβί, παραμονή των Φώτων, χάζευε ειδήσεις και νάτο πάλι το θείον ζεύγος Κλούνεϊ, σε κάποια φιλανθρωπική εκδήλωση άστραφταν οι δυο τους πιο πολύ κι από τα φλας, εκείνος τριζάτος κι ατσαλάκωτος στο σμόκιν, εκείνη στο κατακίτρινο σιφόν, όλοι τη σχολίαζαν πως είναι σαν παλιά σταρ του σινεμά και ήταν κιόλας, χαλάλι σου, ρε Τζωρτζ, ωραία γυναίκα διάλεξες τελικά – αμάν; σκέφτηκε, δεν είμαι καθόλου καλά. Τώρα την άκουγε τη Γιωργία κιόλας, την άκουγε να νιαουρίζει επίμονα, παράκρουση είχε πάθει, σίγουρη πως θ’ ανοίξει και θ’ αντικρίσει την απτή απόδειξη πως έχει αρχίσει να της στρίβει από τη μοναξιά, άνοιξε την πόρτα της. Η Γιωργία δρασκέλισε το κατώφλι και μπήκε κυρία.
«Τι κάνεις εδώ, μωρή προδότρα;» της ψιθύρισε έκπληκτη «την ξανακοπάνησες;» Την πήρε αγκαλιά και τη χάιδεψε, η γάτα της τρίφτηκε και νιαούρισε πάλι. «Κατά τα άλλα, σου γράφανε λευτεριά στη γάτα, πού να σε ξέρανε τι σουρτούκω κοπανατζού είσαι». Κάθισαν κάμποση ώρα στον καναπέ με χάδια και αγάπες, «έλα τώρα» της είπε η Νέλα «θα σε πάω στο μπαμπά σου που δε σε προσέχει καθόλου, δε θέλω, μα αυτό είναι το σωστό».
«Μου ξαναήρθε» τον πληροφόρησε βάζοντάς του τη γάτα στην αγκαλιά «η… Ξένη την είπαμε;»
«Απ’ το Πολυξένη» γέλασε εκείνος, «θα περάσεις;» τη ρώτησε με μια χειρονομία προς το εσωτερικό του σπιτιού, η Νέλα αρνήθηκε, μα γυρίζοντας στο σπίτι της αναρωτιόταν γιατί είχε αρνηθεί, αφού ήθελε στ’ αλήθεια να πει ναι.
Ανήμερα των Φώτων η γειτονιά τιτίβιζε, παιδικές φωνούλες φτερούγιζαν από πόρτα σε πόρτα με τα κάλαντα, χτύπησε και δικό της κουδούνι. Στο κατώφλι στέκονταν εκείνος κι η Γιωργία-Ξένη.
«Να τα πούμε;» ρώτησε χαμογελαστά, η Νέλα είχε μείνει στήλη άλατος «πώς ήξερες…» πήγε να πει, μα την έκοψε, «την ακολούθησα» απάντησε δείχνοντας τη γάτα. «Και τι θα κάνουμε τώρα;» τον ρώτησε λίγο πιο μετά που καθισμένοι στον καναπέ την κοίταζαν να τρώει από το πιατάκι της. «Λέω να την έχουμε συνεταιρικιά» απάντησε αυτός με χαμόγελο «τι λες;». Η Νέλα γέλασε κι έγνεψε καταφατικά. «Και πώς θα τη λέμε; Ξένη ή Γιωργία;» Αυτός σκέφτηκε λίγο. «Να την αφήσουμε να διαλέξει». Η γάτα διάλεξε το Ξένη. Απ’ το προξενήτρα.
Info
Η Άννα Παπαδάκη-Σωτηριάδη γεννήθηκε το 1970 στην Κρήτη, όπου μεγάλωσε και κατοικεί. Ήταν παντρεμένη με το γλύπτη Νίκο Σωτηριάδη και έχει δυο παιδιά. Το 2008 κυκλοφόρησε το δίσκο «Παράλια Πόλη» σε στίχους, μουσική, ερμηνεία δική της και ενορχήστρωση Πάρη Περισυνάκη.
♦ ♦ ♦
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν επιμέλεια.