Του Μάριου Μιχαηλίδη
Στις τρεις τα ξημερώματα. Αυτό θυμόταν. Του το είπε βιαστικά. Στις τρεις μετά τα μεσάνυχτα και φύγε τώρα μη μας βρει κανένα κακό και πάμε άδικα, σαν τους άλλους. Γιατί τους άλλους δυο τους πιάσανε. Πες από ολιγωρία, πες από κακή εκτίμηση της κατάστασης ή, ακόμα, από κάρφωμα, τους περικύκλωσαν, τους είπαν να μην τολμήσουν να σκεφτούν κάποια ανοησία και τους έριξαν σ’ ένα αυτοκίνητο, που φρενιασμένο χάθηκε μες στη νύχτα.
Οι δυάδες γνώριζαν μόνο τους αμέσως προηγούμενους. Από ’κει και πάνω ή πιο κάτω κανείς δε γνώριζε κανέναν. Έτσι το σοφίστηκαν οι απάνω. Καλύτερα έτσι. Επικίνδυνοι οι καιροί. Η πόλη είχε γεμίσει από καρφιά. Σου λέει, κάποτε θα τελειώσει το κακό και τα πράγματα θα ηρεμήσουν. Η νέα πραγματικότητα θα χρειαστεί θεμελιωτές, αληθινούς υπηρέτες. Και ποιους θα διαλέξουν; Σίγουρα, όχι τους εχθρούς. Αυτούς θα τους ρουφήξει ο καταποτήρας και θα τους αφανίσει στο βυθό της λησμονιάς. Από μας θα διαλέξουν. Συνέχεια μας το λένε. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Άλλωστε, αυτό δε γίνεται μια ζωή; Το σύστημα ξέρει πού πρέπει να γυρέψει στήριξη. Πάντοτε υπάρχει μαγιά, για να δημιουργηθούν τα νέα αφοσιωμένα στελέχη. Τόσα και τόσα έχει περάσει ο τόπος. Τα εκκολαπτήρια εύκολα αναλαμβάνουν δράση. Οι πυρήνες συντηρούνται με δοκιμασμένες μεθόδους και εκπαιδεύονται μυστικά. Κάποιοι μιλούν για υπόγειες στοές σε τόπους μυστικούς, ποιος μπορεί να ξέρει την αλήθεια. Αυτοί πλησιάζουν άλλους, ευκαιριακούς τους λένε, και με άκρως συνωμοτικό τρόπο και υπό συνθήκες απόλυτης ασφάλειας, τους πουλούν ευκαιρίες για ένα μέλλον πατριωτικό, όπου αυτοί θα είναι οι νέοι στυλοβάτες κτλ., κτλ. Μια ζωή αυτός ο τόπος αναζητεί νέους στυλοβάτες και, κατά κανόνα, τους βρίσκει, αντί πινακίου φακής ή μισθού τρεις κι εξήντα. Έπρεπε λοιπόν να προσέχουν και προπάντων να μην εμπιστεύονται κανένα. Ούτε αδελφό, ούτε μάνα ή πατέρα. Μόνο αυτόν της δικής τους δυάδας και κανέναν άλλο.
Στις τρεις λοιπόν. Μα πάλι το γυρόφερνε στο μυαλό του. Γιατί στις τρεις; Τους άλλους τους πιάσανε στις τρεις και ένα λεπτό. Και γιατί όλα να γίνονται στο σκοτάδι; Μήπως το σκοτάδι είναι πια εξαιρετικά επικίνδυνο; Βέβαια, οι δολιοφθορές, η μεταφορά όπλων, η αναγραφή συνθημάτων, οι μυστικές συναντήσεις, κατά κανόνα, γίνονται τη νύχτα. Κάτι από αυτά, όμως, γίνεται και τη μέρα. Εκεί που κανείς δεν το περιμένει. Φτάνει, φυσικά, όσοι επιχειρούν να είναι άγνωστοι στις αρχές και προπάντων να δείχνουν άτομα συνηθισμένα, καθημερινά. Υπεράνω υποψίας. Στο εγχειρίδιο καταγράφονται καταλεπτώς τα ποικίλα μέσα, με τα οποία το όργανο μπορεί να παραπλανηθεί. Αναλόγως. Μια τσάντα με εργαλεία, ένας χαρτοφύλακας δημοσίου υπαλλήλου και με το κατάλληλο για κάθε περίσταση ντύσιμο. Η περιβολή οπωσδήποτε να συνάδει με το χώρο και το χρόνο. Πρωτίστως, κάλυψη και παραπλάνηση του εχθρού. Και άλλα πολλά υπάρχουν.
Ωστόσο, το ραντεβού στις τρεις, με δεδομένο το συμβάν και τον ελάχιστο χρόνο από αυτό, προκαλεί το λιγότερο ανησυχίες, αν όχι υποψίες. Οι δρόμοι έρημοι κι αυτός πού πηγαίνει; Αρχίζει να τον περιλούζει ιδρώτας. Αυτός που σπανίως ίδρωνε, περπατά και νιώθει σαν κάτι να τον πνίγει. Ο άλλος τι την ήθελε την πλατεία, σάμπως δεν έφτανε ένα στενό δρομάκι σε μια ξεχασμένη γειτονιά; Πρώτη φορά συνέβαινε να τον φωνάξουν στις τρεις μετά τα μεσάνυχτα. Ωραία. Μα τότε τα είχε με τη Λουίζα. Τον ειδοποίησε. Επειγόντως. Έτρεξε, πήγε. Τίποτε η ίδια. Είχε πεθάνει η μάνα της. Άργησε να της φύγει ο καημός. Καημένη Λουίζα… Τότε ήταν που χρόνος έχασε ακόμη και την ιδιότητα της σχετικότητας. Ήταν μια κατάσταση που παιζόταν στο άχρονο. Η διάφανη Λουίζα… Μα πώς του ’ρθε στο νου έτσι ξαφνικά η εικόνα της; Αγκίστρι ο έρωτας/ Κι εσύ να πιάνεσαι στην αιχμή του/ Κι έτσι στιλβωμένος με αστρική σκόνη/ Ν’ αφήνεσαι σε τροχιά τοξοβολής και/ Να διαχέεσαι στο σύμπαν/ Κι εκεί ν’ ακούς το φτεροκόπημα πουλιών…
Αυτά έλεγε τότε στην όμορφη Λουίζα. Στίχους. Ωραία ήταν μαζί της, σαν παραμύθι. Μετά την έχασε. Όταν μετά από καιρό συναντήθηκαν ξανά, την είδε διαφορετική. Της έδωσε δυο στίχους. Τα λόγια της τον σταύρωσαν. “Προτού καν γεννηθείς, έχεις πέσει θύμα μιας συσσωρευμένης ανοησίας, που κάποιοι τόλμησαν να την αποτυπώσουν εγγράφως. Τι κάθεσαι και γράφεις ανοησίες; Η ποίηση ένα σκοπό πρέπει να ’χει. Να συντρίψει το σύστημα. Η στιχοπλοκή είναι η πλεκτάνη που στήνει το σύστημα για τους αφελείς. Η ερωτική ποίηση, όταν το σύστημα ξιφουλκεί και στήνει αγχόνες, είναι ανάρμοστο μέσο…” Μάταια προσπάθησε να της εξηγήσει. Η Λουίζα έφυγε κι από τότε τη βλέπει μόνο στα όνειρά του. Βέβαια, του έρχεται συχνά στη σκέψη, καλή ώρα, όταν κάποιοι στίχοι αποφασίζουν να παίξουν μαζί του κλεφτοπόλεμο.
Από τότε τα λόγια της βούιζαν στ’ αφτιά του. Παιδευόταν συνέχεια. Το σκέφτηκε άπειρες φορές. Άραγε, τον είχαν παγιδέψει οι μικροαστικές συνήθειες και η ποίηση; Εδώ που τα λέμε, άρχισε να γράφει από εφηβική ανασφάλεια. Το είδε μ’ εκείνο το συμμαθητή του, πώς μάζευε τα κορίτσια δίπλα του. Κάτι στιχάκια σκάρωνε και τα διάβαζε με ύφος περισπούδαστο. Τον μιμήθηκε, μα μετά ντράπηκε. Έγραφε και τα έδινε στο φιλόλογό του. Μόνο σ’ αυτόν. Κοκκίνιζε. Μετά κλεινόταν στον εαυτό του, ξέροντας ότι δε θα αργούσε η νέα κυοφορία. Μάλιστα, απόχτησε τέτοιαν εμμονή, που συχνά ξύπναγε τα βράδια, για ν’ ακούσει τις μυστικές φωνές που ανάδευαν τα σωθικά του και έμοιαζαν με φτερουγίσματα πουλιών. Μετά, σαν να μην ήταν αυτού του κόσμου, έκλεινε τα μάτια κι έβλεπε το ποίημα να τελετουργείται βαθιά μέσα του. Η ταραχή να φορά λέξεις και οι λέξεις να δραπετεύουν από το μαντείο της ψυχής και να αποτυπώνονται σε λευκή σελίδα.
Μα, όχι, τώρα πρέπει να πάψουν οι μαγγανείες της νύχτας. Αυτός, ήταν πλασμένος για ένα μεγάλο σκοπό, του είπαν οι επάνω. Πρώτη φορά του μιλούσαν έτσι. Τον έπεισαν. Δηλαδή, πού θα πήγαινε χωρίς σκοπό; Τον είχε μαγέψει η ιδέα. Για ένα μεγάλο σκοπό! Ναι, όφειλε να υπηρετήσει το μεγάλο σκοπό. Και μη βλέπεις τώρα που είναι ακόμη σκοτεινιά, του έλεγε εκείνος με το γυάλινο μάτι. Σαν θα ξημερώσει, θα δεις πόσο δίκαιο έχω. Προς θεού, όχι εγώ. Το όραμα. Και τον κοίταγε με διαπεραστική ματιά, που τον έσφαζε. Κάτι θα ξέρουν για να επιμένουν τόσο πολύ, σκέφτηκε. Προέχει ο σκοπός.
Από μακριά φάνηκαν δυο φώτα. Στάθηκε. Το αυτοκίνητο προχωρούσε σιγά. Όλο κάποιους ψάχνουν. Γυροφέρνουν στα στενά της πόλης και μετράνε το μπόι των περαστικών. Όποιος τους κοιτάξει ή κάνει πως αλλάζει κατεύθυνση, σταματάνε και χωρίς πολλά, τον ρίχνουν στο πίσω κάθισμα. Για να δικαιολογήσουν, μάλιστα, τη δουλειά τους, αλλά και για να εντυπωσιάσουν –άραγε, ποιον- βάζουν μπροστά τη σειρήνα, και μην τους είδατε.
Πριν πλησιάσουν -το υπογραμμίζει ο κανονισμός-, πρόλαβε και μπήκε σ’ ένα στενό. Ανάσανε βαθιά. Καλύτερα έτσι. Μα πού πάει στις τρεις μετά τα μεσάνυχτα; Ποιον άραγε μπορεί να πείσει και με ποια δικαιολογία; Τα περί δημοκρατίας, δικαιωμάτων κτλ., τα είχε ξεχάσει. Δεν πιάνουν. Το σύστημα γυρεύει υπόπτους και όταν δεν τους βρίσκει τους κατασκευάζει. Η διαταγή είναι ξεκάθαρη. Μην αφήσετε να σας συλλάβουν. Απαγορεύεται να συλληφθείτε. Να τρέξετε να σωθείτε, να κρυφτείτε, να εξαϋλωθείτε, αν είναι δυνατόν. Είχαν δίκαιο. Το σύστημα δε συγχωρεί ούτε και λυπάται. Κρεατομηχανή. Αλέθει ό, τι βρει. Σκέψου μ’ αυτούς τι θα ’κανε. Τους άλλους δυο τους μεταχειρίστηκαν σαν να ’ταν ζώα. Τους περιέφεραν στις εφημερίδες και στις οθόνες των δρόμων. Τους επικήρυξαν. Όποιος γνωρίζει ποιοι είναι αυτοί οι εχθροί της πατρίδας και του λαού κτλ. κτλ. Τους βασάνισαν. Τίποτα. Αυτοί εκεί. Ούτε ένα αχ. Στο τέλος, αφού είδαν κι απόειδαν, τους εξαφάνισαν. Τι το ’θελαν στις τρεις; Κι αυτός. Τι θέλει στις τρεις παρά πέντε να χτυποκαρδεί στο έρημο σοκάκι;
Έτσι κολλημένος καθώς ήταν στον τοίχο, έβλεπε που η ρεκλάμα στο μεγάλο δρόμο, του ’ριχνε κάθε τόσο ένα κιτρινωπό φως. Θυμήθηκε.
Έτσι κολλημένος καθώς ήταν στον τοίχο, έβλεπε που η ρεκλάμα στο μεγάλο δρόμο, του ’ριχνε κάθε τόσο ένα κιτρινωπό φως. Θυμήθηκε. Πρώτον η κάλυψη και η παραπλάνηση του εχθρού. Απέναντι ήταν δυο κάδοι απορριμμάτων. Βεβαιώθηκε ότι κανείς δεν υπήρχε τριγύρω. Αφουγκράστηκε, τίποτα. Ποιος ξέρει προς τα πού πήγε το αυτοκίνητο, και με τρία βήματα χώθηκε πίσω από τους κάδους. Βρώμα και δυσωδία. Ψόφιο ζώο, ψαρίλα και σάπια λαχανικά. Τράβηξε το πουλόβερ μέχρι τα μάτια, τίποτα. Κράτησε την ανάσα του, πάλι τίποτα. Θυμήθηκε. Και σίγουροι να είσαστε, κάντε το σαν άσκηση. Κάποτε θα σας βγει σε καλό. Έτσι καθώς ήταν ξαπλωμένος στην άσφαλτο, ένιωσε κάτι υγρό να περνά μέσα από τα ρούχα του. Έφερε την παλάμη στη μύτη. Κάτι ανάμεσα σε ούρα και καμένα λάδια. Του ’ρθε σαν εμετός. Αηδίασε. Το μυαλό του πήγε στο μεγάλο σκοπό. Ξεροκατάπιε. Κοίταξε μπρος πίσω, όσο γινόταν. Σηκώθηκε, έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα σκυφτός, δειλά σκουπίστηκε με μια εφημερίδα και έκανε να βγει από την κρυψώνα του. Η λεωφόρος ξεχώριζε μπροστά του, φωτισμένη καθώς ήταν. Δεν πρόλαβε. Οι ψίθυροι πίσω του τον σταμάτησαν. Χωρίς να κοιτάξει, ξάπλωσε πάλι χάμω. Έτσι που ήταν ντυμένος στα μαύρα, δεν ξεχώριζε από την άσφαλτο. Εδώ καλά είναι, είπε ο ένας. Τα λόγια του, αλλόκοτα, έμοιαζαν με λόγια μεθυσμένου. Ο άλλος αντί να απαντήσει, ρεύτηκε… και άρχισε να αδειάζει την κύστη του, αφήνοντας ένα παρατεταμένο αχ… Το ίδιο έκανε και άλλος. Ο άνθρωπος με τα μαύρα ένιωσε τη μυρουδιά των ούρων, που του πιτσίλιζαν το πρόσωπο και αηδιασμένος έκανε μιαν απελπισμένη κίνηση. Τράβηξε το γιακά του και έκρυψε το κεφάλι του. Την ίδια στιγμή μια ελάχιστη ακτίνα, ποιος ξέρει από πού ξέφυγε, έγλυψε το ρολόι του. O ένας, σκυμμένος καθώς ήταν, ξαφνιάστηκε. Κάτι γυαλίζει εδώ, είπε στον άλλο. Μπουκάλι θα είναι… τυχεροί είμαστε… Για να δούμε πόσο... Κι έκανε να σκύψει. Ρε, εσύ… τι είναι αυτό; Ζώο είναι… τυλιγμένο… σε ρούχα. Βρομάει… πάμε να φύγουμε σου λέω… Ο άλλος πλησίασε κι έκανε μια με το πόδι του. Σαν γαϊδούρι… κωλοκυβέρνηση…
Με δαγκωμένα τα χείλη, από το φόβο περισσότερο, άκουσε τα βήματά τους να σέρνονται στην άσφαλτο. Έμεινε ακίνητος για λίγα δευτερόλεπτα. Ένιωσε ένα συναίσθημα αηδίας να τον διαπερνά και να του φαρμακώνει τα σπλάχνα. Έτσι όπως ήταν, άρχισε να αδειάζει το στομάχι του. Κι ήταν σαν να ’κρυβε μέσα του μια χαβούζα χολή. Ξερνούσε συνέχεια… Του κοβόταν η ανάσα, μέχρι που ένιωσε να τον πνίγει ένας βρόχος. Το πρόσωπό του, καθώς ήταν γερμένο στην άσφαλτο πνιγόταν στη βρομιά. Γονάτισε. Του ’φευγε η ψυχή μέσα από κάτι απαίσια βογκητά. Άδειασε εντελώς. Λαχάνιασε. Έμεινε για λίγο σκυφτός. Μετά σηκώθηκε, ίσιωσε το κορμί του και κοίταξε γύρω του. Απόλυτη ησυχία. Η ρεκλάμα με το νέον, έμοιαζε να τον κυνηγά. Ήθελε να βγάλει τα ρούχα του, να τα πετάξει κι έτσι γυμνός ν’ αρχίσει το τρεχαλητό μέσα στις λεωφόρους. Στις τρεις μετά τα μεσάνυχτα. Το ’νιωθε από πριν πως κάτι δε θα πήγαινε καλά. Ο άλλος θα περιμένει. Το έλεγε ο κανονισμός. Δέκα λεπτά. Θα άλλαζε σημείο. Είκοσι με τριάντα μέτρα. Και θα κατόπτευε. Δεν εγκαταλείπουμε. Έκτακτη κατάσταση. Δεν τον ένοιαζε. Ναι, θέλει να βγάλει τα ρούχα του. Βρωμάνε. Πάντα βρωμάγανε. Τώρα το νιώθει πιο πολύ. Θέλει να τρέξει ολόγυμνος. Το πολύ να τον περάσουν για τρελό και, το χειρότερο, να τον καταδικάσουν για προσβολή της δημοσίας αιδούς. Ίσως και να τη γλίτωνε με τρεις μήνες φυλακή ή με προσωρινό εγκλεισμό σε ψυχιατρείο. Οι γονείς του, δεν μπορεί, θα τον βοηθούσαν. Αν όχι αυτοί, ο παππούς του σίγουρα. Θυμήθηκε που του ’λεγε ιστορίες για τον εμφύλιο στην Ισπανία. Δημοσιογράφος. Πήγε κι αυτός με τους διανοούμενους. Εκεί γνώρισε τον Ώντεν. Άγγλος. Ποιητής. Ναι. Τουλάχιστον ο παππούς. Ένας καλός δικηγόρος να βρισκόταν κι όλα θα έληγαν με τις λιγότερες απώλειες. Θα έπεφτε στα μαλακά και το πιο καλό, κανείς δε θα τον κατηγορούσε για τίποτα. Και καθώς τα σκεφτόταν όλα αυτά, κάτι έλαμψε στο μυαλό του. Οι επάνω! Ναι. Αυτοί θα τον τιμούσαν! Η όλη συμπεριφορά του θα ανταποκρινόταν στην παράγραφο με τις αναφορές σε “ευφυείς αντιδράσεις”. “Όταν τα μέλη των δυάδων αποδεδειγμένα βρεθούν σε αδιέξοδο, επιβάλλεται να αυτενεργήσουν αστραπιαία. Στόχος, η παραπλάνηση των οργάνων, ακόμη και με τις πλέον ακραίες επιλογές.” Ναι. Σίγουρα θα τον τιμούσαν. Άρχισε να τον συνεπαίρνει η ιδέα. Για φαντάσου. Θα γινόταν ένας από αυτούς και θα άλλαζε ρόλο. Θα έπειθε τους νεότερους για τη σημασία του μεγάλου σκοπού…
Ξαφνικά μελαγχόλησε. Κατάλαβε πως δεν έκανε για κανένα μεγάλο σκοπό. Έπρεπε να αρνηθεί το ρόλο που του έδωσαν. Και χωρίς να το θέλει -γιατί έτσι συνέβαινε πάντοτε- άρχισε να νιώθει πως τον πολιορκούν λόγια γι’ αυτόν ειπωμένα. “Πριν σε ρίξει χάμω η αηδία κι η βρομιά/ που σ’ έστησε σκοπό να φυλάς/ σε ανεξιχνίαστη χώρα με αμφίβολα σύνορα/ γίνε ένα με τη φωνή των πουλιών/κι αφέσου στο μυστικό τους φτερούγισμα…” Κοίταξε το ρολόι του. Τρεις και δέκα μετά τα μεσάνυχτα. Ο άλλος θα έχει κιόλας εγκαταλείψει τη θέση κατόπτευσης του σημείου επαφής. Το λέει το εγχειρίδιο. Θυμήθηκε τότε που έστειλε και τον φώναξε η Λουίζα. Και τότε στις τρεις. Όχι, η ίδια δεν είχε τίποτα. Η μάνα της μόνο… Μετά η μάνα της πέθανε. Η Λουίζα. Που τον έσφαξε ένα δείλι με τα λόγια της. Τώρα το ’βλεπε ολοκάθαρα μπροστά του. Ο ίδιος ήταν δεμένος με φωνές μυστικές. Και με λέξεις σεμνές, ωσάν θωπεία… Λέξεις ενδιαίτημα κι απαντοχή…
Τελευταία έβγαλε τα παπούτσια. Τα κοίταξε. Ολόμαυρα, με λαστιχένια σόλα. Ο κανονισμός. Έβγαλε και τις κάλτσες. Όχι, αυτά δεν τα ’ριξε μέσα στον κάδο. Τα έβαλε έτσι που να φαίνονται. Έριξε μια τελευταία ματιά στα βρόμικα ρούχα του, έφτυσε μέσα και τράβηξε μπροστά το σκέπασμα. Σε κάποια χωματερή θα τα κάψουν. Κινήσεις μηχανικές. Όχι, καμιά από αυτές δεν προβλέπεται από τον κανονισμό. Το εγχειρίδιο τίποτα δεν αναφέρει. Ούτε και για ’κείνο το όνομα που, τρέχοντας, αλυχτούσε ασταμάτητα… Ώρα τρεις και μισή. Μετά τα μεσάνυχτα. Σε μια πολιτεία ολόγυμνη…
Δεκέμβριος 2011
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.