Της Ντίνας Σαρακηνού
Απολάμβανε το ρόφημά του στη μικρή πλατεία, σε ένα τραπέζι για δύο. Μόνος. Η πρωινή εφημερίδα είχε νοτίσει από τις στάλες του ψιλόβροχου και του πασάλειψε τα δάχτυλα με μελάνι. Έριξε μια ματιά στην πολυκαιρισμένη τέντα από πάνω του, δεν σκέφτηκε όμως να μετακινηθεί.
Στερέωσε καλύτερα τα γυαλιά της πρεσβυωπίας και προσπέρασε τις σελίδες με τα πολιτικά νέα. Είχε αποφασίσει να μην ξαναψηφίσει από εδώ και στο εξής. Πίστευε ότι αυτό το δικαίωμα είναι για τους νέους. Εξάλλου εκείνος σκόπευε να περάσει τα επόμενα χρόνια ταξιδεύοντας στην Τζαμάικα, στη Μαγιόρκα, στη Μοζαμβίκη. Θα αναζητούσε ένα κλαμπ γνωριμιών και θα σπαταλούσε όλο το εφάπαξ, για να γυρίσει τον πλανήτη. Τα τελευταία χρόνια, καθώς σφράγιζε έγγραφα στο πρωτόκολλο, μετρούσε αντίστροφα τους μήνες για τη σύνταξη από την ημερομηνία της σφραγίδας.
Τριάντα πέντε χρόνια στην ίδια δημόσια υπηρεσία. Στάθηκε τυχερός που δεν είχε υποστεί καμία μετάθεση. Όλα τα έπραττε σωστά όμως. Ολόσωστα. Ποτέ δεν έλειψε ούτε μια ώρα από τη δουλειά. Και στα προσωπικά του είχε κάνει τη σωστή επιλογή. Οι έγνοιες της ενήλικης ζωής δεν τον είχαν επισκεφτεί. Δεν παντρεύτηκε ποτέ του, απέρριψε οκτώ προξενιά από την αδελφή του, επειδή τις έβρισκε όλες χαζοβιόλες και έτσι κατέληξε γεροντοπαλίκαρο.
Και στα προσωπικά του είχε κάνει τη σωστή επιλογή. Οι έγνοιες της ενήλικης ζωής δεν τον είχαν επισκεφτεί. Δεν παντρεύτηκε ποτέ του, απέρριψε οκτώ προξενιά από την αδελφή του, επειδή τις έβρισκε όλες χαζοβιόλες και έτσι κατέληξε γεροντοπαλίκαρο.
Οι φίλοι του τον περιέγραφαν με τα καλύτερα λόγια. Πάντοτε ταπεινό, έναν άνθρωπο που απόφευγε εχθρότητες και χειροδικίες. Για το τέλος του ονειρευόταν έναν ήρεμο θάνατο σε μια παραλία της Αφρικής με λευκή άμμο, φορώντας το αγαπημένο του καπέλο, μακριά από όλα αυτά που είχε σιχαθεί. Σημαντικά και ασήμαντα.
Απορροφημένος στις διαφημίσεις των ταξιδιωτικών πρακτορείων για μαγευτικά εξωτικά μέρη, και με τη βροχή να έχει δυναμώσει, αισθάνθηκε ξαφνικά ένα απαλό χτύπημα δακτύλων στον αριστερό του ώμο. Γύρισε και είδε ένα μικρό αγόρι, παντελώς άγνωστο, να τον κοιτά με ένα ακαθόριστο βλέμμα και να του λέει:
Σηκώθηκε όρθιος. Η βροχή εξατμιζόταν πάνω στα ζεστά αυτοκίνητα, γεμίζοντας την ατμόσφαιρα με μια θολούρα από υδρατμούς και δεν μπορούσε να εντοπίσει το αγόρι. Μόνο ενήλικες έβλεπε, κρυμμένους κάτω από ομπρέλες που έψαχναν γρήγορα τα κοντινά υπόστεγα. Το αγόρι δε φαινόταν πουθενά.
Ρώτησε στην καφετέρια μήπως κάποιος είχε κάτι αντιληφθεί, αλλά εις μάτην, τίποτα από αυτά που τους έλεγε, ούτε για παιδί, ούτε για ερωτήσεις, τους μετέδιδαν κάποιο νόημα. Παραπονέθηκε ήπια στο σερβιτόρο και αποφάσισε να το ξεχάσει.
Πλήρωσε τον καφέ του και έφτασε στο ησυχαστήριό του, το μικρό του δυάρι, σκεπτόμενος το περίεργο γεγονός. Δεν είχε ξαναδεί αυτό το παιδί στη ζωή του ποτέ.
«Ξέρεις κάτι; Δε σου λέω». «Ξέρεις κάτι; Δε σου λέω».
Αναρωτιόταν συνεχώς τι θα έπρεπε να ξέρει. Προσπάθησε να θυμηθεί το ύφος του. Αν ήταν προειδοποιητικό ή ίσως περιπαικτικό. Ναι, ας ήταν τουλάχιστον φάρσα. Μια φάρσα παιδιών της γειτονιάς σε ηλικιωμένους. Αλλά όσο και να ήθελε να θυμηθεί κάποια πνιχτά γέλια, αποτύγχανε.
Δεν θα το καθυστερούσε άλλο. Επιβιβάστηκε σε ένα ταξί για να πάει στις δημόσιες υπηρεσίες για να κανονίσει τα περί της σύνταξης. Γνώριζε τη γραφειοκρατία από πρώτο χέρι και θα την παρέκαμπτε. Ο οδηγός μασούσε ένα σάντουιτς, κάπνιζε και ταυτόχρονα του μιλούσε για την κίνηση, τα λίγα χρήματα, τη βιοπάλη. Πόσο τον ζάλιζε αυτή η πραγματικότητα, Θεέ μου, αναστέναξε. Θα έπαιρνε τηλέφωνο αμέσως κιόλας για την απόδραση του από αυτή τη χώρα. Να βγω από το ταξί, να γλιτώσω, σκέφτηκε και κατευθείαν διέκοψε τη λογοδιάρροια του οδηγού: «Σας παρακαλώ, εδώ με αφήνετε». Του έδωσε δέκα ευρώ και άνοιξε την πόρτα να βγει. Τότε, ο οδηγός, καθώς έψαχνε για τα ρέστα, γύρισε φευγαλέα, εστίασε στα μάτια του και τον κοίταξε περίεργα.
«Φίλε, ξέρεις κάτι; Άσε… δε σου λέω» του είπε, του έδωσε ένα ευρώ και γκάζωσε το αυτοκίνητο φεύγοντας.
Λαχανιασμένος, και μούσκεμα από τη βροχή, έφτασε στο κτίριο, ανέβηκε γρήγορα από τα σκαλιά στον τέταρτο όροφο και με λαχτάρα παρέδωσε τα διαπιστευτήρια της τριανταπεντάχρονης εργασίας του. Περιμένοντας τον υπολογισμό της σύνταξης, σκούπισε με το μαντηλάκι του τις στάλες ιδρώτα στο μέτωπο του. Σαν να είχε ο ιδρώτας του μια μυρωδιά κρασιού όμως και παραξενεύτηκε. Στιγμιαία φοβήθηκε. Αλλά αμέσως αγαλλίασε όταν του ανακοίνωσαν το ποσό. Οι κόποι τόσων ετών θα εξαργυρώνονταν τα επόμενα χρόνια. Υπόγραψε με τη σκέψη στη φωτογραφία της παραλίας της Μοζαμβίκης, παρέλαβε το επίσημο έγγραφο και χαιρέτησε εγκάρδια τους υπαλλήλους. Προτού φύγει όμως, τους άκουσε να ψιθυρίζουν: «Όχι, ας μην του το πούμε.».
Στο σπίτι του, άρχισε να απελπίζεται. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και διέκρινε το είδωλό του στον καθρέφτη της ντουλάπας. Τα λιγοστά λευκά μαλλιά του κοντά στους κροτάφους, του επισήμαναν, ακόμα μια φορά, ότι σεβάστηκε το νόμο της φθοράς. Ότι υπηρέτησε τις προσδοκίες της ζωής. Περιφρόνησε παράνομες απολαύσεις. Τι ήθελε τώρα το πεπρωμένο από αυτόν; Αύριο κιόλας θα έφευγε από την χώρα.
Έτσι ξαπλωμένος θέλησε να μονολογήσει για τα όνειρά του, να βρει παρηγοριά στις επιδιώξεις του αλλά η γλώσσα του δεν άγγιξε δόντια. Μα πώς είχε ξεχάσει να φορέσει τη μασέλα του; Προσπάθησε να τη βρει στο κομοδίνο του, αλλά τον στένευε το κοστούμι του. Δεν θυμόταν να είχε φορέσει το κοστούμι του. Ένιωσε μια φαγούρα βαθειά στο αυτί του και κάτι να γλιστρά στο λαιμό του. Ένα μικροσκοπικό σκουλήκι έκοβε βόλτες στο πέτο του. Ταράχτηκε. Μύρισε τριαντάφυλλα δίπλα του στο μαξιλάρι. Αγκάθια του τσιμπούσαν το δεξί του χέρι. Έχασε την ισορροπία του ξαφνικά, ανέβηκε ψηλά, κύλησε προς τα πίσω και το κεφάλι του χτύπησε σε ξύλο. Μετά είδε τον απογευματινό ουρανό με ένα υπέροχο ουράνιο τόξο, δευτερόλεπτα προτού του καλύψει τα μάτια ένα λευκό μαντήλι.
«Όχι, δεν το ήξερε. Δεν του το είχαμε πει».
Οι ψίθυροι έφταναν στα αυτιά του από ψηλά. Έπειτα ένιωσε ένα μεγάλο βάρος στο στήθος του. Καθώς τα ιδανικά του έπεφταν χωμάτινα πάνω του, μετρούσε τις πλάνες του στον θόρυβο της κάθε φτυαριάς, μία… δύο… οχτώ… δεκατέσσερις… είκοσι.
Info
Η Ντίνα Σαρακηνού κατάγεται από την Κέρκυρα, αλλά γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Βιοπληροφορική στη Μεγάλη Βρετανία. Είναι σύμβουλος επιχειρήσεων και διευθύνει το διαδικτυακό λογοτεχνικό περιοδικό Literature.gr
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr
Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.