Της Δήμητρας Λουκά
Σώπα. Με το μοιρολόι δεν έρχεται πίσω. Άλλα θέλει ο πεθαμένος για να κουβεντιάσει πάλι με τους ζωντανούς. Άμα θέλεις να γυρίσει, άκου με πώς θα κάμεις: την ώρα που θα του σταυρώνεις τα χέρια, θα του βάλεις κερί στο δεξί και λιβάνι στ’ αριστερό. Μ’ αυτά θα βάνει σημάδια καθώς θα ακολουθάει τον Χάροντα κι έτσι θα μπορέσει να σηκωθεί μια νύχτα και να βρει το δρόμο του γυρισμού.
Το ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής που η ψυχούλα του περιδιαβαίνει ακόμα στον απάνω κόσμο και δεν έχει προλάβει να βγάλει βλαστάρια στο χωράφι του Χάρου, θα πας κρασί γλυκόπιοτο και λειτουργιά ξεροζυμωμένη στον παπά να τα διαβάσει. Θα βάλεις στην κανίστρα και τρία κεριά από κερήθρα νωπή, να μοσχοβολάνε όταν καίγονται για να ευχαριστηθεί η καρδούλα του και να σε πεθυμήσει πάλι. Την Κυριακή της Πεντηκοστής απολείτουργα, θα σταθείς απάνου απ’ το μνήμα του να τον ξυπνήσεις με λόγια γλυκά: «πεθύμησαν τα μάτια μου, να ιδούνε τα δικά σου, πεθύμησα το στόμα σου, να γλυκοφιληθούμε, πεθύμησα τη γλώσσα σου, να γλυκοκουβεντιάσω.» Έτσι να του πεις, να μην τον αγριέψεις. Πάρε να του δώσεις κι ένα χρυσό μαντήλι, να δέσει μ’ εκείνο τα μάτια του Χάρου, να μην τον δει την ώρα που θα φεύγει. Άμα τα κάμεις αυτά, θα πέσετε να πλαγιάσετε πάλι στο ίδιο στρώμα.
Εγώ έτσι έκαμα και δέκα χρόνια τώρα πεθαμένος ο δικός μου, δεν μ’ άφηκε ούτε μια νύχτα μοναχή μου. Δεν ξέρεις τι είναι να ‘σαι μοναχή και σκότεινη. Ως πότε θα ‘τρωγα και εγώ το ψωμί βρεμένο απ΄ τα δάκρυα; Απ’ όταν τον έφερα πίσω, καρτερώ να νυχτώσει, ν’ ανάψω το καντήλι. Σταυρώνω τότες τα χέρια μπροστά στους Αγίους και λέω τρεις φορές το πατερημών. Από μέσα μου πάντα. Τίποτα δε γένεται αν δε προσεύχεται πρώτα η ψυχή και μετά το στόμα. Όταν ακούω αλαφρά τα πατήματά του στις πλάκες της αυλής, σηκώνομαι και τ’ ανοίγω σιγανά την πόρτα. Το καντήλι σβήνει, οι Άγιοι σφαλίζουν τα μάτια και έτσι στα σκοτεινά κοντοστέκεται στο κατώφλι, όσο να του τινάξω τ’ αραχνιασμένο χώμα απ’ το κουστούμι το γαμπριάτικο. Κατόπι μπαίνει μέσα και ξαπλώνει στο στρώμα. Το κορμάκι του παταγούδι σαν το νερό τ’ Αχέροντα, σκευρωμένο απ’ τη δουλειά στ’ αλώνι του Χάρου. Τα ματάκια του άσπρα, θολά, τα χείλια του μπλάβα, τα μαλλάκια του άσπρα τούφες τούφες και λιγοστά. Το κουστούμι του έχει πάρει να πρασινίζει και να ξεφτίζει τόπους τόπους. Δε γένεται να στ’ αλλάξω, σταυραϊτέ μου, του λέω. Με τούτο ξεγελάς το Χάροντα και πιστεύει ότι είσαι δέκα χρόνια πεθαμένος. Στ’ αριστερό το πλευρό έχει ακόμα το αίμα μαύρο και ξεραμένο απ’ την πληγή που τον αδικοθανάτισε. Παραπονιέται ότι τον πονάει ακόμα, αλλά δεν του την καθαρίζω. Είναι αμαρτία να σπλαχνίζεσαι τους πεθαμένους. Και να τους γυρίζεις πίσω απ’ τη γη της λησμονιάς, πάλι αμαρτία είναι, θα μου πεις. Αλλά ‘γώ δεν θέλω να πάρω απάνω μου διπλό κρίμα. Όταν έρχεται, μόνο το σκυλί μας τον νιώθει, μυρίζει τον τορό του και τρέχει ως την πόρτα κουνώντας την ουρά. Τον αγάπαγε τον Κώστα μου, του ‘ταν πιστό. Και η Θυμία μου μια μέρα με ρώτησε, τι είναι εκειά τα πατήματα στο νοτισμένο χώμα, μάνα; Ποιος να ‘ρθε τόσο πρωί; Σαν να κατάλαβε όμως όταν γύρισα και την κοίταξα και παραπέρα δεν έκαμε κουβέντα.
Το ξημέρωμα φεύγει πριν φέξει. Του γεμίζω το παγούρι κρύο νερό, του βάνω ψωμί και τυρί στο ντρουβά, τον πηγαίνω ως τη δημοσιά κι εκεί χωρίζουμε. Αλλά και την ημέρα όπου να ρίξω τα μάτια μου, τον βλέπω. Στις μπιγκόνιες, στις φρέζες και τα καμπανάκια της αυλής που ανθίζουν τώρα όλο το χρόνο, στην τριντιλίνα που κιτρινίζει στα χωράφια μας, στο νερό που τρέχει και ποτίζει το κηπάρι του σπιτιού, στ’ αρνιά που γεννιούνται την άνοιξη και στα πουλιά που κελαηδάν την αυγή στα κλαριά.
Άμα θέλεις κι εσύ να τον βλέπεις ταχτικά τον δικό σου, μπορείς να τον φέρεις πίσω. Να κάμεις μόνο όσα σου ΄πα.
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.