Της Ντίνας Σαρακηνού
Έπεσε το χέρι του γροθιά πάνω στο τιμόνι, έτσι κόρναρε, με γροθιές, το θεωρούσε πιο αποτελεσματικό. Υπήρχαν κορναρίσματα και κορναρίσματα, άλλα είναι κοφτά και ευγενικά σαν ένα φιλικό χτύπημα στον ώμο, άλλα σπασμωδικά σαν να συλλαβίζουν το ά-ντε-τι-πε-ρι-μέ-νεις, το δικό του όμως ήταν μια άγρια κραυγή.
Είχε αργήσει και οδηγούσε στη λεωφόρο νευρικά. Έριχνε και ένα ψιλόβροχο από αυτό που αφαιρεί από τους οδηγούς τη φαιά ουσία. Φρέναρε το αυτοκίνητο απότομα στα φανάρια και προσπερνούσε τα άλλα αυτοκίνητα άγαρμπα. Ένας παππούς, πεζός, τον κοίταξε τρομαγμένος σε μια διάβαση. Φορούσε ένα μπουφάν με κουκούλα και επειδή δεν έβλεπε πλάγια, ευτυχώς, έστριψε ολόκληρο το σώμα του προς την κατεύθυνσή του και μαρμάρωσε. Τότε, σαν να μαλάκωσε και εκείνος, μεγάλος άνθρωπος σκέφτηκε και χαμήλωσε ταχύτητα.
Ήταν ένα μουντό απόγευμα Κυριακής, η πιο καταθλιπτική ώρα της εβδομάδας που το μόνο που θέλεις είναι να σου προσφέρουν ένα καταφύγιο, να μπεις και να βγεις πρωινό Δευτέρας. Αντί γι’ αυτό, εκείνος πήγαινε στη μάνα του αποφασισμένος.
Ήταν ένα μουντό απόγευμα Κυριακής, η πιο καταθλιπτική ώρα της εβδομάδας που το μόνο που θέλεις είναι να σου προσφέρουν ένα καταφύγιο, να μπεις και να βγεις πρωινό Δευτέρας. Αντί γι’ αυτό, εκείνος πήγαινε στη μάνα του αποφασισμένος.
Η γριά είχε κιρσούς στα πόδια της και την ταλαιπωρούσαν καιρό. Τα ρευματικά της είχαν ξυπνήσει με την υγρασία και της λαχτάριζαν τα κόκκαλα. Λαγοκοιμόταν στην κουνιστή πολυθρόνα μπροστά στην τηλεόραση, μέσα στο ημίφως, όταν εκείνος ξεκλείδωσε την πόρτα ασφαλείας. Το κοριτσάκι του θυρωρού, κρυμμένο δίπλα στις σκάλες, ξυπόλητο, τον παρακολουθούσε. Δεν έδωσε σημασία.
Την πλησίασε και της χάιδεψε τα μαλλιά. Μόλις πεθάνει θα βάλει συνεργείο να καθαρίσουν το διαμέρισμα. Να φύγει η μυρωδιά του μεγάλου ανθρώπου. Αυτή η γλυκόξινη σαπίλα του γερασμένου δέρματος. Φταίει και αυτό το πράσινο, άοσμο σαπούνι που χρησιμοποιεί.
Τράβηξε απαλά από τα χέρια της το τηλεκοντρόλ και έσβησε την τηλεόραση. Ακούστηκαν φωνές παιδιών από το προαύλιο της πολυκατοικίας. Κάθισε δίπλα της και την παρατήρησε. Όταν ήταν μικρός λαμπύριζαν τα μάτια του όταν την κοιτούσε. Έπεφτε στην αγκαλιά της, κουρασμένος από τα παιχνίδια. Τη χάιδεψε με το βλέμμα του. Ένα χνουδωτό μουστάκι στο άνω της χείλος, κατάλευκο, με μια μαύρη τρίχα στην άκρη, του υπενθύμισε ότι απόψε θα έπρεπε να την κάνει μπάνιο. Να της αλλάξει τα τσιρότα του διαβήτη, να της κουρέψει τις δύο αραιές μπροστινές τούφες που την ενοχλούν στα γυαλιά της. Να της τρίψει τις φτέρνες όπου είχαν σκασίματα. Να της φορέσει κάλτσες με βαζελίνη.
Έφυγε από κοντά της και πήγε στο κουζινάκι. Πέταξε τα χρησιμοποιημένα φακελάκια του τσαγιού και άνοιξε τα κίτρινα πολυκαιρισμένα ντουλάπια να δει αν της έλειπε κάτι. Δεν άναψε το φως στο διαμέρισμα. Ήθελε να την ενοχλήσει όσο το δυνατόν λιγότερο. Οι κινήσεις του ήταν γρήγορες αλλά μεθοδικές. Πέταξε και τα αποτσίγαρα της γυναίκας που τη πρόσεχε. Πάλι άφησε στην κουζίνα σκουπίδια η Ρωσίδα και ας της το έχει πει κάμποσες φορές. Τετρακόσια ευρώ το μήνα του κόστιζε η συντροφιά στη μάνα του. Άκουγε την ανάσα της από το σαλόνι βαριά. Δεν θα είχε κοιμηθεί το προηγούμενο βράδυ.
Αναρωτήθηκε αν θα ήταν καλύτερα μια μέρα να την έβρισκαν στην καρέκλα πεθαμένη ή στο κρεβάτι γαλήνια. Προσπάθησε να το νιώσει, για να προετοιμαστεί.
Προχώρησε στο μοναδικό δωμάτιο, την κρεβατοκάμαρα, και ασφάλισε την μπαλκονόπορτα. Αναρωτήθηκε αν θα ήταν καλύτερα μια μέρα να την έβρισκαν στην καρέκλα πεθαμένη ή στο κρεβάτι γαλήνια. Προσπάθησε να το νιώσει, για να προετοιμαστεί.
Η γυναίκα του σίγουρα θα χαιρόταν. Την είχε ακούσει να μιλά στο τηλέφωνο για εκείνη σαν να τους ήταν βάρος. «Να τελειώσει και η πεθερά μου… μα ζωή είναι αυτή που κάνει; Κοντεύει ενενήντα χρονών. Και ο άντρας μου κάθε εβδομάδα μαζί της, εκεί, βράχος, δέκα χρόνια τώρα. Ο ομφάλιος λώρος δεν κόπηκε ποτέ. Και το διαμέρισμα να ενοικιαστεί επιτέλους, να στέλνουμε λεφτά στο παιδί στη Θεσσαλονίκη». Και όλα αυτά, καθώς μιλούσε στο κινητό της τηλέφωνο και πασάλειβε τα χείλια της με κόκκινο κραγιόν.
Ξέστρωσε το κρεβάτι με κοφτές κινήσεις. Πέταξε ένα μαξιλάρι στο πάτωμα, καθώς τη φανταζόταν να προσπαθεί να σηκωθεί με πόνο τσουχτερό στη καρδιά. Κλότσησε την αριστερή της παντόφλα πιο πέρα, κοντά στη πόρτα, αφού, όλοι θα έλεγαν, ότι θα της είχε σίγουρα φύγει, όπως σερνόταν για να βρει το τηλέφωνο. Έριξε μια ματιά στο σαλόνι. Η γριά δεν είχε κουνηθεί. Ασάλευτη τού φαινόταν.
Άφησε ανοιχτό το συρτάρι του κομοδίνου από την πλευρά του κρεβατιού που κοιμόταν και στράβωσε με δύναμη το χερούλι του – στην προσπάθειά της να σηκωθεί θα το είχε σίγουρα χρησιμοποιήσει. Κατέβασε το παντελόνι του και άρχισε να κατουράει στα σεντόνια του κρεβατιού, υπολογίζοντας τον τρόπο που πλάγιαζε ακριβώς, στο ύψος της λεκάνης της.
Έριξε μια τελευταία ματιά στο δωμάτιο, έκλεισε για δευτερόλεπτα τα μάτια του και τα άνοιξε. Ναι, όλα ήταν έτοιμα. Ο θυρωρός της πολυκατοικίας θα τον πίστευε.
Έριξε μια τελευταία ματιά στο δωμάτιο, έκλεισε για δευτερόλεπτα τα μάτια του και τα άνοιξε. Ναι, όλα ήταν έτοιμα. Ο θυρωρός της πολυκατοικίας θα τον πίστευε. Ένας γιατρός θα ερχόταν – μια γρήγορη επίσκεψη για το πιστοποιητικό θανάτου, απλή διαδικασία, την είχε περάσει πριν από χρόνια με τον πατέρα του.
Κάτι άκουσε από το φωταγωγό αλλά δεν έδωσε σημασία.
Άνοιξε προσεκτικά ένα ντουλάπι της. Βρήκε τα μαντήλια της διπλωμένα και τακτοποιημένα. Αναγνώρισε ένα, της το είχε κάνει δώρο ο πατέρας του από την Ιαπωνία, όταν ήταν στα καράβια. Η κεντημένη γκέισα τον κοίταξε με ύφος εισαγγελέα. Το παραμέρισε και πήρε ένα αχνό γαλάζιο. Γλίστρησε στα χέρια του το ύφασμα και το έσφιξε, σαν θηλιά, γύρω από το αριστερό του χέρι. Θυμήθηκε το ξύλο που είχε φάει μικρός από τον δάσκαλο γιατί έγραφε με το αριστερό και τη μάνα του να τον παρηγορεί και να του φιλά το «καλό» του χεράκι, όπως το έλεγε. «Δεν θα αφήσεις ποτέ κανένα να σου πει τίποτα για το χέρι σου, σε αυτό είναι η δύναμή σου». Έκλεισε το ντουλάπι αθόρυβα και στράφηκε προς το σαλόνι.
Ήταν ακόμα κοιμισμένη. Ξαφνικά ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος από το φωταγωγό και η μάνα του άνοιξε τα μάτια της τρομαγμένη. Τον είδε και, για μια στιγμή, σαν να του χαμογέλασε και άφησε το κεφάλι της να πέσει στον άλλο της ώμο. Εκείνος σάστισε και κατευθύνθηκε γρήγορα στο μπάνιο.
Η κουρτίνα της μπανιέρας ήταν μισοτραβηγμένη. Υπήρχαν σκορπισμένα χοντρά γυαλιά σε όλο το μπάνιο και δεν διέκρινε καν το παράθυρο. Κοίταξε προς τον φωταγωγό, εκεί, έχασκε ένα τσουλούφι. Τρία πιτσιρίκια μαζί με το κορίτσι τού θυρωρού γέλασαν δυνατά και με σάλτα έφυγαν στο διπλανό διαμέρισμα. Ξαφνιάστηκε, θα ξύπνησε η μάνα του σκέφτηκε και κλείνοντας την πόρτα του μπάνιου πήγε προς το σαλόνι.
Πλησίασε δίπλα της. Χαμήλωσε το κεφάλι του και το ακούμπησε στα πόδια της. Ήθελε να νιώσει ακόμη μια φορά το μητρικό χάδι αλλά τα χέρια της δεν αντέδρασαν. Την κοίταξε καλύτερα. Το στόμα της έχασκε μισάνοιχτο. Η μάνα του είχε ήδη φύγει.
* Στην κεντρική φωτογραφία πίνακας του Άγγελου Μαυραειδή.
Info
Η Ντίνα Σαρακηνού κατάγεται από την Κέρκυρα, αλλά γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Βιοπληροφορική στη Μεγάλη Βρετανία. Είναι σύμβουλος επιχειρήσεων και διευθύνει το διαδικτυακό λογοτεχνικό περιοδικό Literature.gr
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.