Της Δήμητρας Παναγιωτοπούλου
Περνάει μια σκουπιδιάρα και κάτι πέφτει, να τες άρχισαν πάλι ν’ αρπάζονται, κάτι να μοιράσουν, κάτι απ’ το ίδιο που το θέλουν όλες, άρχισαν πάλι να τραβιούνται να ρίχνονται η μια στην άλλη να χτυπιούνται θυμωμένα πάνω στις λαμαρίνες. Απλώνεις το ποδάρι σου επάνω στις βρεγμένες πλάκες, ψιλοβρέχει. Καπνός από καμένο ξύλο, αιθαλομίχλη παντού στη μόστρα των γκρίζων οικοδομών. Στο βάθος κάτι πόδια με μαύρα άρβυλα περνάν απέναντι τις κλοτσάν, άρβυλα μαύρα με κορδόνια λυτά γδαρμένα μπροστά ξεφτισμένα με πρόκες στη σόλα τις κλοτσάν, σκορπίζουν τρομαγμένες, σπάζουν γυαλιά, ήχος από σπασμένα τζάμια κάτω από άρβυλα, γυαλιά που πατιούνται, τσιρίδες, πάει σκόρπισαν, σιωπή για λίγο. Γυρίζεις πλευρό, τεντώνεσαι. Να τες πάλι σπρώχνονται για κάτι που κινείται στη σχάρα του υπονόμου ρίχνονται πάλι όλες μαζί, καβαλούν η μια την άλλη, δεν προλαβαίνουν, πηγαίνουν πίσω απ’ το σαράβαλο, ακούγονται σπρωξίματα και κουτουλιές στη λαμαρίνα, κούφια χτυπήματα σε άδεια μεταλλική φλούδα, κραδασμοί από κάτι λεπτό που συνεχίζει να πάλλεται. Σωπαίνουν. Ρίχνει ψιλές σταγόνες, βρέχεται το ποδάρι σου επάνω στο τσιμέντο, τα μάτια σου θολώνουν, στάζουν στη γλώσσα σου σταγόνες με λιπαρή στυφή γεύση καπνού, τις γλείφεις. Λάστιχα που μαρσάρουν στη λακκούβα, σε πιτσιλάει το νερό, τινάζεις το βρεγμένο σου ποδάρι, το μαζεύεις να διώξεις το λασπόνερο. Δεν ακούγεται κιχ. Να τες πάλι, βλέπεις τα αναμαλλιασμένα τους κεφάλια, τα μάτια τους γυαλίζουν μέσα στο σκοτάδι, τις ακούς που αναπνέουν βαριά, ρουφούν τις μύξες τους και σπρώχνονται. Ξέρουν ότι τις βλέπεις απ’ τα μισάνοιχτα μάτια σου και κορδώνονται. Δυο γάμπες βγαίνουν ανάμεσα σε κάδο και καπό, μια σκούρη ρόμπα κουνιέται, πάει πίσω από τον κάδο, αφήνει κάτι, κάνει στροφή. Ρόμπα μέχρι τη γάμπα με ξηλωμένες άκρες που τρίβεται στην πόρτα πριν την κλείσει. Ψιλοβρέχει. Μούδιασε η λεκάνη σου, πονάς, απλώνεις το άλλο σου ποδάρι και τεντώνεσαι. Να τες πετιούνται τώρα απότομα σα να είδαν κάτι μέσα στο σκοτάδι, όμως πριν στρίψουν στο στενό γυρίζουν πάλι πίσω, σε κοιτάζουν, για μια στιγμή τα μάτια τους αστράφτουν στο σκοτάδι. Χώνονται μες τον κάδο γουργουρίζουν και μετά πάλι, πηδούν και κρύβονται κάτω απ’ το καπό. Ένα βανάκι με ζωγραφιά χρωματιστά άλογα και λιοντάρια φρενάρει δίπλα στο σαράβαλο, δυο πόδια με πράσινες γαλότσες, μια λεκάνη λεπτή ακουμπάει στο κρεπ των παπουτσιών κάτι αφήνει, τρέχουν αυτές, ορθώνουν τις ουρές τους, δυο χέρια τις αρπάζουν μία μία, ενώ αυτές γλείφονται, κορδώνονται, τρίβονται στις γαλότσες, η πίσω πόρτα από το βανάκι κλείνει με θόρυβο. Μαρσάρισμα της μηχανής, δυνατά φώτα σε φωτίζουν, στρίβεις το κεφάλι σου προς το σκοτάδι και γελάς, γλείφεις τα μουστάκια σου και γουργουρίζεις, σύσπαση του προσώπου σου μ’ ένα βουβό χαμόγελο σαν τους ανθρώπους που γελάνε μόνοι τους.
ΔΗΜΗΤΡΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.