Της Έλσας Κυριακίδου
Μέχρι τα δώδεκά μου χρόνια περιφερόμουν από λαϊκή σε λαϊκή. Η οικογενειακή μας επιχείρηση ήταν ένας πάγκος με μήλα. Γιαγιάδες στον ορίζοντα δεν υπήρχαν και λεφτά για κοπέλα να με κρατά, ούτε για αστείο… Έτσι οι δικοί μου με έπαιρναν μαζί τους μέχρι τα πέντε που ξεκίνησα το σχολείο και αργότερα κάθε πρωί, τις βδομάδες που ήμουν απογευματινός, με αποτέλεσμα, σχεδόν για τη μισή χρονιά να φτάνω αργοπορημένος και με μάτια που έκλειναν από νύστα και κούραση.
Ο πατέρας μου έχει να λέει πως την πρώτη μου λέξη την είπα ένα πρωινό στη λαχαναγορά του Ρέντη. Πρωινό για μας, γιατί οι άλλοι το λένε άγρια νύχτα. Πέντε το πρωί ξεκινούσαμε, χειμώνα-καλοκαίρι, και τρέχαμε να φορτώσουμε και να στήσουμε τον πάγκο.
Η μάνα μου ήταν σκληρή γυναίκα. Θυμάμαι να κουβαλάμε καφάσια μέσα στο κρύο και το χνώτο μου να βγαίνει λευκό σαν σύννεφο. Ο πατέρας να της λέει να με στείλουν να κοιμηθώ στο αμάξι μέχρι να ξημερώσει καλά και εκείνη να αποκρίνεται πως έξι χέρια είναι καλύτερα από τέσσερα.
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, τεσσάρων ετών περίπου, ο πάγκος ήταν κάτι σαν το σπίτι μας. Σε μια γωνιά η μάνα μου έστρωνε ένα πανάκι και εκεί ακουμπούσα τα λιγοστά παιχνίδια μου και αργότερα τα βιβλία μου. Ανάμεσα σε πραματευτάδες που σκούζανε για να σε πείσουν και στη διαπεραστική μπόχα της εκάστοτε γειτονικής καντίνας που έψηνε αμφιβόλου ποιότητας σουβλάκια, έκανα τα μαθήματά μου, έτρωγα, έπαιζα, μεγάλωνα.
Η μάνα μου ήταν σκληρή γυναίκα. Θυμάμαι να κουβαλάμε καφάσια μέσα στο κρύο και το χνώτο μου να βγαίνει λευκό σαν σύννεφο. Ο πατέρας να της λέει να με στείλουν να κοιμηθώ στο αμάξι μέχρι να ξημερώσει καλά και εκείνη να αποκρίνεται πως έξι χέρια είναι καλύτερα από τέσσερα. Μετρούσε και τα δικά μου μικροσκοπικά χέρια και αυτό με έκανε να φουσκώνω από περηφάνια και να προσέχω διπλά μη μου πέσει κανένα μήλο, σημαδευτεί και σαπίσει.
Ρούπι δεν έκανα αν δεν το «διέταζε» εκείνη! Δεν επιτρεπόταν να «σπαταλήσω» πάνω από μια ώρα για διάβασμα και φυσικά έπρεπε πάντα να είμαι σε εγρήγορση μην τυχόν και κάποιος σουφρώσει κάτι από τη πραμάτεια μας. Περνούσε κάποιες μέρες ένας λουκουματζής με ένα πανεράκι και κοντοστεκόταν πίσω από τους πάγκους να ρωτήσει αν θέλουμε τίποτα. Και ενώ κοιτούσα και ξεροστάλιαζα, η μάνα μου λυπόταν τις τριάντα δραχμές -που τι να σου πω, ίσως και να μην υπήρχαν- και δεν τολμούσα να απλώσω το χέρι μου.
Έτρεχε η κακομοίρα. Με ένα ζευγάρι φτηνά αθλητικά και ένα παλιοτζίν. Χλωμή και αδύνατη. Σήκωνε δεκάδες κιλά μήλα σαν άντρας. Και ο πατέρας μου, όσο μπόι του έλειπε τόσο δυνατός ήταν. Εκείνη όμως είχε και το ρόλο της «αρχηγού» να της βαραίνει τις πλάτες. Θα μιλούσε με τον χοντρέμπορο ή τον παραγωγό, θα φώναζε τις χαρακτηριστικές προτροπές και φυσικά θα ήταν αυτή που θα επέλεγε την πτώση της τιμής, την κατάλληλη στιγμή, ώστε να αδειάσει ο πάγκος και να φύγουμε για το σπίτι με την «κονόμα», όπως λένε.
Ήταν η μόνη στιγμή της μέρας, μέσα και έξω από το σπίτι, που την έβλεπα να απολαμβάνει κάτι.
Πριν το μάζεμα, η κυρά Δόμνα, αυτό ήταν το όνομα της μάνας μου, κάπως αταίριαστο με τη σκληρή δουλειά της, άναβε ένα τσιγάρο και έπινε ένα καφεδάκι που είχε φτιάξει η ίδια στο γκαζάκι πίσω από τον πάγκο. Το κατέβαζε το τσιγάρο με τρείς ρουφηξιές και περιμετρικά από τα χείλη της σχηματίζονταν μικρές γραμμούλες. Ήταν η μόνη στιγμή της μέρας, μέσα και έξω από το σπίτι, που την έβλεπα να απολαμβάνει κάτι.
Τότε, αν ήταν Πέμπτη, γινόταν το θαύμα.
Κάθε Πέμπτη ήμασταν στη λαϊκή κοντά στην εκκλησία των αγίων αποστόλων στη Νίκαια. Εκεί, την απέναντι θέση την είχε η κυρά Μαρία. Ήταν μια χοντρή γυναίκα που είχε με το γιο της ένα πάγκο με καραμέλες, μπαχαρικά και ξηρούς καρπούς. Με έπαιρνε, που λες, ο πατέρας μου από το χέρι και με πήγαινε να διαλέξω πέντε καραμελάκια χρωματιστά. Μου τα βάζε η κυρά Μαρία σε ένα χάρτινο σακουλάκι και ξαναγυρίζαμε στον πάγκο, με το άγρυπνο βλέμμα της μάνας μου να παρακολουθεί, λες και ένα ή δυο καραμελάκια ακόμη θα έριχναν έξω το ταμείο της ημέρας.
Να μη στα πολυλογώ, μέχρι τα δέκα τη δουλειά την είχα μάθει σαν μεγάλος. Τις εποχές του μήλου, πώς το μεταχειρίζεσαι όταν είναι ψυγείου και πώς θα πεις στην πελάτισσα το χαρακτηριστικό «να τα κάνω δύο κιλά στρογγυλά», ρισκάροντας να σου φέρει τα φρούτα στο κεφάλι όταν σε τσάκωνε να της παραχώνεις στην τσάντα τα χειρότερα κομμάτια.
Για τη δουλειά των γονιών μου ποτέ δεν ντράπηκα. Αυτή με σπούδασε και με έκανε άνθρωπο.
Για τη δουλειά των γονιών μου ποτέ δεν ντράπηκα. Αυτή με σπούδασε και με έκανε άνθρωπο. Ένα μονάχα πράγμα με πονούσε αυτά τα δώδεκα χρόνια: που στη λαϊκή δεν είχε παιδιά να παίξω. Θα μου πεις τώρα, πού χρόνος… Ε, τα παιδιά παίζουν και με σφυρίγματα από τους απέναντι πάγκους και με φανταστικές ιστορίες για τους περαστικούς που διηγούνται το ένα στο άλλο με τα μάτια.
Την αγάπησα όμως αυτήν την τσιγάνικη ζωή και ας είχε μοναξιά για ένα πιτσιρίκι.
Όλο σκέφτομαι να γράψω ένα βιβλίο για τα έργα και τις ημέρες των γονιών μου και της συνομοταξίας τους. Το βιβλίο θα τελειώνει με τη μέρα που πήρα πτυχίο. Σαν τώρα τη θυμάμαι. Ο πατέρας μου, βουρκωμένος και ταλαιπωρημένος από τα χρόνια της σκληρής βιοπάλης, βγήκε μπροστά να με αγκαλιάσει μετά την τελετή. Η μάνα μου, όπως πάντα σκληρή, αρκέστηκε σε ένα τυπικό σταυρωτό φιλί και ένα μπράβο. Μέσα στην αναμπουμπούλα και τη συγκίνηση της στιγμής μου φάνηκε πως μου παραχώνε κάτι στην τσέπη του σακακιού. Αργότερα, είδα πως ήταν ένα χάρτινο σακουλάκι με χρωματιστά καραμελάκια, ίδια με κείνα της κυρίας Μαρίας.
Έλσα Κυριακίδου
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.