Της Αλεξάνδρας Σάνδη
Έφυγε πλήρης ημερών. Αυτό είπαν όλοι. Αν όχι όλοι, οι περισσότεροι. Εν πάση περιπτώσει το είπαν αρκετοί κι εγώ το άκουγα και ήθελα να τους πω ότι κάνουν λάθος, ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συνέβη, όχι σε αυτήν, ότι δεν την ήξεραν καθόλου, ότι 94 χρόνια ήταν πολλά, αλλά ίσως όχι αρκετά για να τη μάθουν.
Εγώ την ήξερα μόλις 37 χρόνια, αλλά την ήξερα. Θες τα γονίδια, θες ότι την άκουγα καλοκαίρια ολόκληρα να πλέκει παράπονα και να φουρνίζει ιστορίες, ξέρω καλά ότι δεν έφυγε πλήρης ημερών. Ποτέ της δεν ήταν πλήρης. Δεν μπορούσε να είναι.
Πάντα ήθελε κάτι να την ξελαφρώνει. Ο μεγάλος της πόνος προερχόταν από αυτό το μπούκωμα που τη γέμιζε φορτικά. Κάποιες φορές φοβόταν μη ξεχειλώσουν τα σωθικά της από δαύτο. Για πολλά χρόνια ξελάφρωνε κοντά μου, γι αυτό και τον πόνο της το ξέρω όσο κανείς. Τον έχω ακούσει ξανά και ξανά, μόνες μας εγώ κι αυτή κι ο αδελφός μου σχεδόν μωρό να κοιμάται στο διπλανό κρεβάτι. Όλοι οι άλλοι ξέρουν τα παράπονα, αυτά που είχε εφεύρει σαν βαλβίδες εκτόνωσης όταν δε με είχε κοντά. Τα ξεστόμιζε σαν διαταγές ενώ τους κοιτούσε με μισό μάτι και σφιγμένα χείλη και με την κορμοστασιά της τεντωμένη σαν το μακρύ της στειλιάρι που δάμαζαν τα χέρια της όταν έσκαβε την αυλή της.
Το μπούκωμα το είχε από μικρή. Μπούκωναν τα πνευμόνια και το στομάχι της. Η κοιλιά της φούσκωνε τόσο που το βράδυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί.
Το μπούκωμα το είχε από μικρή. Μπούκωναν τα πνευμόνια και το στομάχι της. Η κοιλιά της φούσκωνε τόσο που το βράδυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ήταν μου ‘λεγε λες και είχε φάει ένα ταψί χορτόπιτα μόνη της πριν ξαπλώσει. Από παιδί ήταν λιγόφαγη. Πότε από την κακοπέραση, πότε γιατί καταλάβαινε ότι το μπούκωμα γέμιζε το στομάχι της και άφηνε χώρο μόνο για μικρές μπουκιές, ίσα να τη βαστήξουν μέχρι το επόμενο ξημέρωμα. Το μεγάλο κακό όμως την έβρισκε όταν νύχτωνε για τα καλά. Τότε μπούκωναν τα πνευμόνια της και ο αέρας χωρούσε και δε χωρούσε κι ας ήταν πεντακάθαρος με μυρωδιές από έλατο και θυμάρι. Μετρούσε τις ώρες μέχρι να έρθει ο πατέρας της. Το μπούκωμα υποχωρούσε μόνο όταν άκουγε τη φωνή του, χαράματα, σαν γύριζε τύφλα από το καφενείο. Τραγουδούσε σμυρναίικα τραγούδια κι έκλαιγε. Κι όσο τον άκουγε να κλαίει τόσο ξαλάφρωνε.
Όταν πια έγινε κοπέλα είχε σοβαρό πρόβλημα με το στομάχι. Δεν έπρεπε να είναι ούτε άδειο ούτε γεμάτο αλλιώς σφάδαζε από τους πόνους. Κάποιες φορές πεινούσε αλλά έκανε προσπάθειες να μην παραφάει, να μη γεμίσει το στομάχι της. Μετρούσε τις μπουκιές της. Τους πνεύμονες της τώρα τους ξαλάφρωνε μονάχη της. Είχε μάθει να τραγουδάει τα σμυρναίικα τραγούδια. Είχε καλύτερη φωνή από τον πατέρα της. Εκείνη δεν έκλαιγε.
Όταν παντρεύτηκε δε χρειαζόταν πια να προσέχει μήπως παραφάει. Η πεθερά της πρόσεχε δυο φορές για αυτή και τα γεύματά της χωρούσαν όλα μαζί σε δυο γυναικείες χούφτες ενωμένες. Δεν τραγουδούσε ποτέ στο σπίτι, μόνο έξω στα χωράφια. Έτσι ξελάφρωνε. Μετρούσε τα τραγούδια της. Δε έλεγε μόνο τα σμυρναίικα του πατέρα της πια, έλεγε και δικά της. Είχε ακόμα ωραία φωνή.
Το πρόσωπό της ήταν λουσμένο με αγαλλίαση, είχε αφήσει και τα λευκά μαλλιά της λυτά και κοιτούσε λοξά πάνω με μια απέραντη αγάπη.
Μια φορά μόνο μου μίλησε για ευχαρίστηση. Το πρόσωπό της ήταν λουσμένο με αγαλλίαση, είχε αφήσει και τα λευκά μαλλιά της λυτά και κοιτούσε λοξά πάνω με μια απέραντη αγάπη. Έμεινε για αρκετή ώρα ακίνητη πριν μιλήσει Μου θύμιζε την έκσταση της αγίας Θηρεσίας, το άγαλμα του Μπερνίνι που ’χε σε φωτογραφία κάπου στο δωμάτιο της. Όταν ξεκίνησε την ιστορία της η φωνή της είχε μια ήρεμη ζωντάνια. Τσιμπούσα θυμάμαι τον εαυτό μου, έλεγα δεν μπορεί να μου μιλάει αυτή. Τόση ηρεμία, τόση ζωντάνια, δεν μπορεί. Μου μίλαγε όμως, μου μίλαγε για τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση στη ζωή της, αυτή που ένιωθε όταν θήλαζε το πρώτο της παιδί. Γυρνούσε από τα χωράφια όταν το στήθος της ήταν πολύ βαρύ, τόσο γεμάτο που το γάλα έσταζε στο δρόμο, στο χώμα, στις φούστες, στα πόδια της. Όταν έβαζε το μωρό στο στήθος ένιωθε το βάρος να φεύγει με έναν τρόπο που είχε κάτι το θείο και τότε γινόταν κι εκείνη μέρος του θείου, μια αγία βρεφοκρατούσα. Η μεγαλύτερη απόλαυση όμως ερχόταν όταν το μωρό έβαζε το χέρι του πάνω στο μαστό της. Δεν υπήρχαν λόγια, έλεγε, για να περιγράψουν αυτή την ομορφιά, ούτε τρόπος να μετρηθεί. «Αυτή μόνο με ξαλάφρωνε πραγματικά», έλεγε και ξανάλεγε κι έκλεινε τα μάτια και ακουμπούσε απαλά το χέρι της πάνω στο αδειανό, γερασμένο της στήθος.
Αυτό το χαμόγελο το είχε και την τελευταία φορά που την είδα. Είχε κλείσει τα μάτια της, ήταν ήρεμη, δεν μετρούσε τίποτα. Τις ημέρες της τις μετρήσαμε εμείς. Ήξερα καλά ότι δεν ήταν πλήρης. Φαινόταν όμως πραγματικά ξαλαφρωμένη.
* Η φωτογραφία στην κεντρική εικόνα είναι του Ενρί-Καρτιέ Μπρεσόν.
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν επιμέλεια.