Της Κωνσταντίας Σωτηρίου
«Διψάω», είπε ο Καρλίτο στην Μαρίνα. «Διψάω τόσο πολύ που θα πεθάνω».
Έκανε απίστευτη ζέστη. Ο Αύγουστος χόχλαζε, θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν ένας μήνας στην κόλαση, που ο Θεός τους είχε στείλει για να τους θυμίσει πως δεν υπάρχει παράδεισος. Η θέρμη ξεκινούσε από τις πρώτες ώρες το πρωί, με την παράξενη ομίχλη που φαινόταν πως ερχόταν από τα σύννεφα και κατακάθιζε στις στέγες των σπιτιών και στις βεράντες, πασπάλιζε τα φύλλα των δέντρων, έβρεχε τους δρόμους, πότιζε το χώμα μόνο και μόνο για να κάνει την ζέστη να ξεπηδήσει σε λίγο ακόμα πιο έντονη, να βγει προς τα έξω του κόσμου από την γη σαν αντανάκλαση. Μέχρι τις οκτώ το πρωί τα πάντα έκαιγαν και έμοιαζαν καθηλωμένα μέσα στην άχλη. Η ομίχλη όμως χανόταν απότομα και έδινε την θέση της σε κάτι που νόμιζες πως μπορούσες να το πιάσεις, που έμοιαζε σαν μικροσκοπικά αποκαΐδια που κινούνταν στον αέρα και σου μούδιαζαν τα δάχτυλα, σου τσουρούφλιζε τα μάγουλα και σου έκαιγε τις βλεφαρίδες, όπως όταν βάζεις απρόσεκτος ξύλα στο τζάκι και σκύβεις τόσο πολύ που η φωτιά σου γλύφει το πρόσωπο. Κανένας στο χωριό δεν είχε φρύδια. «Διψάω τόσο πολύ που θα πεθάνω», είπε ξανά ο Καρλίτο λίγο πιο δυνατά αυτή τη φορά. Εκείνη δεν κατάλαβε το αστείο, δεν είπε τίποτε, δεν τον κοίταξε, δεν έκανε καμία κίνηση για να του δώσει να καταλάβει πως την ένοιαζε. Πάντα κάτι την έπιανε τον Αύγουστο. Γινόταν αμίλητη, απότομη και απρόσιτη. Την πείραζε πάντα πολύ η ζέστη. Διψάω τόσο που θα μπορούσα να πιω ένα ποτάμι, σκέφτηκε ο Καρλίτο, τόσο που θα μπορούσα να φτιάξω ένα καλαμάκι από άχυρα, θα μπορούσα να ενώσω πολλά κομματάκια από άχυρα μαζί κομμάτι κομμάτι και να φτιάξω μια μακριά σωλήνα από καλάμι και να κάθομαι στην κουνιστή πολυθρόνα της βεράντας και να πίνω νερό από το ποτάμι. «Τόσο πολύ διψάω», της είπε.
Η Μαρίνα ανακάθισε στην καρέκλα της και ρουθούνισε πικρόχολα. «Λες βλακείες», του είπε. Χαζομάρες. Δεν υπάρχει ποτάμι εδώ. Δεν υπάρχουν καλάμια. «Πώς μπορείς να κάνει μια μακριά σωλήνα από άχυρα αν δεν έχεις άχυρα;». Πώς μπορείς να πιεις ένα ποτάμι όταν δεν υπάρχει ποτάμι.
Από όλα τα χωριά της περιοχής το δικό τους υπέφερε χειρότερα από την ζέστη για αυτό ακριβώς το ποτάμι. Το είχαν στραγγίξει στα πρώτα χρόνια της δημοκρατίας για να φτιάξουν μικρούς οικισμούς για τους κατοίκους του χωριού που μεταφέρθηκαν εδώ μετά που το χωριό κάηκε. «Θυμάσαι που είχε καεί τότε το χωριό;», του είπε η Μαρίνα. Ο Καρλίτο δεν μίλησε. Διψάω σκέφτηκε. Διψάω τόσο πολύ που θα πεθάνω. Όταν ήταν μικρός πουλούσε λεμονάδες από σπίτι σε σπίτι, έφτιαχνε ωραίες λεμονάδες με φρέσκα λεμόνια και καφέ ζάχαρη και τώρα τον πονούσε που θα τον σκότωνε η δίψα του. Η Μαρίνα δεν καταλάβαινε, ζούσε σε ένα σπίτι βυθισμένο στις λεμονιές. Από εκεί ο Καρλίτο έκλεβε τα λεμόνια για τις λεμονάδες. Ο πατέρας της όμως το αντιλήφθηκε μια μέρα και τον τσάκωσε πάνω στα δέντρα. Νόμισε στην αρχή πως ερχόμουν για σένα, σκέφτηκε ο Καρλίτο, πως σκαρφάλωνα στις λεμονιές για να σε δω. Όμως εγώ ερχόμουνα για να κλέψω λεμόνια και την καφέ ζάχαρη που είχατε κρυμμένη στο πατάρι. Η Μαρίνα του είπε πως και εκείνη το ίδιο σκέφτηκε. Πως ερχόταν στο περιβόλι να τη δει και όχι να κλέψει λεμόνια. «Και την καφέ ζάχαρη», της είπε. Δεν γινόταν λεμονάδα χωρίς ζάχαρη. Διψάω, της είπε ξανά. Δεν είναι άδικο να πεθαίνει από δίψα ένας πωλητής λεμονάδων; Τώρα είχε γίνει μεσημέρι και τίποτα στο χωριό δεν κουνιότανε. Η ζέστη έβγαινε από το χώμα σαν ατμός που αιωρούνταν δυο μέτρα πάνω από το έδαφος σε σκόνη. Διψάω. Η Μαρίνα αναστέναξε ενοχλημένη. Μόλις περάσει η σιέστα, μόλις ξυπνήσει κάποιος από το χωριό θα έρθουν να σου φέρουν να ξεδιψάσεις, του είπε. Ποιος να κινηθεί με τόσο πηκτή ζέστη. «Μα η σιέστα κρατά όλο τον Αύγουστο», της είπε ο Καρλίτο. Η σιέστα κρατά όλον αυτό τον φρικτό μήνα της κόλασης. Το μόνο που θέλω είναι λίγο νερό. Αν υπήρχε ένα ποτάμι... Ξέρεις, του είπε η Μαρίνα, είχα πολύ ωραία μαλλιά. Και όμορφα φρύδια. «Νόμιζα πως σκαρφάλωνες στις λεμονιές για να δεις τα μαλλιά και τα φρύδια μου». Κανένας στο χωριό δεν είχε φρύδια. «Πήρα τα μαλλιά και τα φρύδια από τον πατέρα μου». Νόμιζε πως ερχόμουν για σένα, της είπε ο Καρλίτο. Νόμιζε πως ήθελα να κλέψω εσένα και όχι την μαύρη ζάχαρη. Και εγώ το ίδιο νόμιζα, του είπε η Μαρίνα, εγώ κιόλας ήμουν έτοιμη για να με κλέψεις. Ζαχάρωνα. Κανένας δεν μπορεί να φτιάξει λεμονάδα χωρίς ζάχαρη, της είπε ο Καρλίτο. Δεν έχω πλέον μαλλιά, ούτε και φρύδια, του είπε θυμωμένα η Μαρίνα, όταν κοιτάζω τα δάχτυλα των χεριών μου βλέπω πως δεν έχω και δέρμα. Οι φούχτες μου καψαλισμένες. «Κανένας στο χωριό δεν έχει φρύδια», της είπε καθησυχαστικά ο Καρλίτο. Μην σε νοιάζει. Και επειδή την άκουσε ακόμα κακιωμένη της είπε ξαφνικά: «Είχα προσέξει πως είχες πολύ ωραία μαλλιά». Ήταν ωραία και πυκνά. Σαν θάμνος γεμάτος λουλούδια το καλοκαίρι. «Για αυτό είχαν καεί τόσο όμορφα». Νόμισα πως σκαρφάλωνες τις λεμονιές για μένα, σκέφτηκε η Μαρίνα. «Έκλεψες την ζάχαρη από το πατάρι και από ένα χωριό το ποτάμι», του είπε. Λαμπάδιασες όλο το χωριό. «Τα μαλλιά σου καίγονταν όμορφα», της είπε ο Καρλίτο. Δεν είδα ποτέ μου μαλλιά να καίγονται τόσο όμορφα. Διψάω. «Έπιασε πια να πέφτει το απόγευμα», του είπε η Μαρίνα. Περίμενε. Σε λίγο κάποιος θα έρθει.
Έτσι στα ξαφνικά άρχισε να κουνάει κάτι που έμοιαζε με αέρα. Μια κότα κακάρισε, ο ήχος από μια πόρτα που έκλεινε. Το χωριό ξύπνησε. Από το βάθος ακούστηκαν μετρημένες φωνές. Θα έρθουν να σου φέρουν να ξεδιψάσεις. Τώρα σχεδόν νύχτωσε, ο Καρλίτο άκουσε το κάγκελο της πόρτας να ανοίγει, τον ήχο της στάμνας που γέμιζε. Βήματα ακούστηκαν που σβήνονταν στο ξερό χώμα. Το νερό πιτσίλισε το χώμα, έφτασε μέχρι τα κόκκαλα της Μαρίνας. Πότισε το κεφάλι της τα πόδια της, ανάπνευσε. Η γυναίκα σκάλισε το χώμα στην άκρη του τάφου, άναψε το καντήλι, ταχτοποίησε τα ψεύτικα λουλούδια. Διψάω, είπε ξανά ο Καρλίτο. Εμένα γιατί ποτέ δεν με ποτίζει η μάνα σου. Νόμιζα πως ερχόσουν για μένα, του είπε η Μαρίνα. Νόμιζα πως σκαρφάλωνες τις λεμονιές για μένα. Η μάνα μου ποτέ δεν θα σου δώσει να πιείς νερό. Αν υπήρχε, της είπε ο Καρλίτο, στο χωριό ένα ποτάμι. Είχα τόσο ωραία μαλλιά, ψιθύρισε η Μαρίνα. Τόσο πυκνά και ωραία μαλλιά και φρύδια. Κανένας στο χωριό δεν είχε φρύδια.
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση diigima@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.