Του Γιάννη Καρκανέβατου
Το είχε φιλοσοφήσει το θέμα. Μια δύσκολη κατάσταση που παρατείνεται για καιρό είτε σε κάνει μαλθακό είτε σε ατσαλώνει. Μοίρα, τύχη, πεπρωμένο, όπως κι αν λέγεται. Και η τελευταία θέση αποτελούσε επώδυνη κληρονομιά για να την αψηφήσει. Πλησίασε τη μάνα. Στην αγαπημένη της θέση στο παράθυρο, παρατηρούσε τη λιγοστή κίνηση του δρόμου. Μάνα, δεν μπορώ άλλο. Το χρώμα του προσώπου κι η φωνή δεν μαρτυρούσαν ένταση. Δεν αντέχω να είμαι ο τελευταίος των τελευταίων. Δεν μας επισκέπτεται ποτέ κανείς· κι αυτός που μόλις εμφανίστηκε, το κάνει, λέει, για μια ιστορία και μετά θα μας ξεχάσει. Παιδί μου... δεν βλέπεις την αδερφή σου την Ωχρόλευκη που δεν παραπονιέται; Το όνομά της μάνα, έχει ήδη δοθεί σ' ένα μανιτάρι. Κι αν ήθελες, ας ονόμαζες αυτήν Ωχρόφαια κι εμένα Ωχρόλευκο. Έτσι θα ήμουν πιο κοντά στην οικογένεια των Ωφέλιμων. Πώς μπορείς να αποδεχτείς, χωρίς να κάνεις κάτι γι' αυτό, ότι οι αιώνες που έρχονται θα μας βρίσκουν πάντα εδώ, στην τελευταία σελίδα πριν από το λευκό της ανυπαρξίας; Κι αν ήταν προδιαγεγραμμένο, ας μη με γεννούσες. Η Ωχρότητα χλόμιασε. Κοίταξε το στρίφωμα του φορέματος, λίγο πιο πάνω από τα λεπτά της γόνατα.
Ο πατέρας του ο Φαιός τούς εγκατέλειψε πριν από χρόνια, για μια καλύτερη καριέρα και για μια γυναίκα, τη Φωτογραφία, με την οποία, λέει, πως είχαν περισσότερα κοινά (είναι εντυπωσιακό το πώς οι λέξεις βάζουν πάντα δεύτερο τον πιο σημαντικό λόγο και χαίρονται να πληγώνουν). Από τότε δεν τον είχε ξαναδεί κι ας έμενε μερικά στενά πιο πάνω. Μια μέρα συνάντησε τη Φωτογραφία τυχαία στον δρόμο· του πρότεινε δουλειά, αλλά αυτός αρνήθηκε με εκνευρισμό. Και δεν το ανέφερε ποτέ στη μάνα. Γιατί να είναι αυτή η σειρά; Ποιος το ορίζει; Δεν ξέρω, απάντησε αυτή. Το σπίτι αυτό ανήκε στον παππού σου και στον πατέρα του. Πιο πριν δεν ξέρω. Κι εμείς ποτέ θα φύγουμε; Να πάμε πού; Στη γειτονιά των Ωφέλιμων ή στον δρόμο των Χρήσιμων ή των Καλών. Αυτό είναι το σπίτι μας, απάντησε εκείνη σε τόνο συγκαταβατικό, αφού και το φευγιό του Φαιού το βίωνε σαν δικό της λάθος και ανικανότητα. Την κοίταξε. Το ένοιωθε πως θα ήταν ανώφελο να προσπαθούσε να την πείσει. Ας τους ονόμαζαν Ανώφελους. Θα ήταν σε καλύτερη μοίρα. Τσαρλατάνους, Παρασιτικούς ή ακόμα και Διεφθαρμένους. Εισέβαλε στο δωμάτιο της αδερφής του κι αυτή τρόμαξε έχοντας κρυφακούσει την προηγούμενη κουβέντα. Ξέρεις πόσο σ' αγαπώ. Πόσο κοντά ήμασταν όλα αυτά τα χρόνια. Η Ωχρόλευκη είχε τα μάτια σταθερά κατεβασμένα – σαν να παρατηρούσε ένα αναποδογυρισμένο σκαθάρι στο πάτωμα, που οι κινήσεις των ποδιών του στον αέρα το έκαναν να περιστρέφεται γύρω απ' την πλάτη. Απορώ πώς το αντέχεις. Το σκαθάρι ακόμα πάλευε να γυρίσει. Κλεισμένη στο τελευταίο των δωματίων, εκλιπαρώντας ένα βλέμμα περαστικού. Η αναπνοή της ήταν ρυθμική. Φανερό πως κάτι έκρυβε. Συνάντησες κι εσύ τη Φωτογραφία; Σου πρότεινε δουλειά; Ναι, μου είπε πως κάποιοι πελάτες της με ζητάνε. Είσαι απλοϊκή και εύπιστη. Σαν το μανιτάρι που δώσαν τ' όνομά σου. Θα σε χρησιμοποιήσει για μια δυο δουλειές και μετά θα σε πετάξει στα αζήτητα. Αν θες να ξέρεις, μου είπε ότι αν τα πάω καλά, μπορεί να αποκτήσω και καλλιτεχνικό ψευδώνυμο και σαν Λευκή θα έχω μεγάλη πέραση. Χαζούλα, το Λευκή το έχει ήδη άλλη... Και η μάνα τι λέει; Ότι το σπίτι μας ήταν και θα είναι εδώ. Κι εσύ τι κάνεις; Σου είπα, περιμένω την Φωτο... αλλά η φράση έμεινε μετέωρη αφού ο Ωχρόφαιος είχε ήδη βροντήξει την πόρτα πίσω του.
Στη γωνία έστριψε στον δρόμο Ψ. Γνώριζε καλά τα στενά. Μετά θα έπαιρνε τις λεωφόρους Λ και Κ, θα συναντούσε την πλατεία Ε κι ύστερα θα ανηφόριζε μέχρι το Αββαείο. Οι λέξεις ακκίζονταν χαρούμενες στα γεμάτα τραπεζάκια της πλατείας. Η λεωφόρος Α, πλατιά, με πολυτελείς βίλες και πρεσβείες στις δυο μεριές της, απείχε πολύ από τους χωματόδρομους της γειτονιάς του. Στην κορυφή του λόφου δέσποζε το Αββαείο. Ένας μοναχός τον σταμάτησε στην είσοδο, ζήτησε να δει τον Ηγούμενο. Ποιο είναι το θέμα ακριβώς; Η αποκατάσταση μιας αδικίας, απάντησε. Τον διαβεβαίωσε ότι έχει έρθει στο σωστό μέρος και τον οδήγησε στον προθάλαμο. Ο σεβάσμιος γέροντας που τον υποδέχτηκε, βλέποντας το χρώμα του προσώπου του, ζήτησε από τους μοναχούς να του προσφέρουν πορτοκαλάδα. Ευχαρίστησε, αλλά όταν άρχισε να εξηγεί τον λόγο της επίσκεψης του, δηλαδή ότι η είσοδος της πόλης θα έπρεπε να μεταφερθεί από το Α στο Ω με ό,τι αυτό συνεπάγεται, ήρθε η σειρά του ηγούμενου να χλομιάσει. Παιδί μου, του λέει, αυτά έχουν οριστεί στα ιερά κείμενα και δεν μπορούμε να διαταράσσουμε την τάξη του κόσμου. Ακόμα κι αν είναι άδικη; Έχει τον λόγο της που είναι έτσι όπως είναι. Και ποιος ξέρει, μπορεί στο μέλλον να έρθουν κάποιοι άλλοι να μείνουν πιο κάτω από εσάς, και η γειτονιά ν' αρχίσει να παίρνει ζωή. Όταν του επισήμανε και πάλι την αδικία χρόνων, ο ηγούμενος τον ρώτησε για τη γεύση της πορτοκαλάδας, μιας και τα πορτοκάλια ήταν δικής τους παραγωγής – κι αυτή ήταν κι η τελευταία του κουβέντα.
Στην επιστροφή για το σπίτι, κάνοντας τη διαδρομή αντίστροφα, τον έπιασε μια περίεργη ευθυμία. Άρχισε να μιλάει με λέξεις που συναντούσε στον δρόμο. Τους ρωτούσε για τη δουλειά τους, για τις σχέσεις τους με τους άλλους. Αυτές απαντούσαν και στη συνέχεια τον ρωτούσαν για τη δική του σημασία, αλλά το έβλεπε στα μάτια τους πως δεν ήταν αληθινό ενδιαφέρον παρά μόνο ευγένεια. Στη λεωφόρο συνάντησε μια τεράστια ουρά. Ήταν το Και, που όλοι ήθελαν να του σφίξουν το χέρι. Ο φθόνος φούντωσε μέσα του. Κατηφόρισε στο Λ, πήγε στο Λούνα παρκ, στο Μ δοκίμασε Μαλλί της γριάς, κι αφού αγόρασε Παγωτό στο Π, κατευθύνθηκε προς τη γειτονιά του. Στο Χ έκανε μια στάση, πήρε μια Χειροβομβίδα και μπαίνοντας στο σπίτι, αφού πρώτα βεβαιώθηκε ότι μάνα κι αδερφή λείπουν, την απασφάλισε. Η λάμψη προηγήθηκε του κρότου. Το σώμα του διαμελίστηκε. Το Ω, το Χ και το Φ έπεσαν εκεί δίπλα, Ρ, Ι, Σ και τα δύο Ο πιο πέρα, ενώ το Α κόπηκε στα δύο και εκσφενδονίστηκε, για να καταλήξει αριστερά και δεξιά του Αββαείου σαν τα γούνινα προστατευτικά που φοράμε στα αυτιά για να μην κρυώνουν από τον χειμωνιάτικο αέρα.
Στην κηδεία παρευρέθηκα, ήμουν ο τελευταίος που τον συνάντησε. Η μάνα με την αδερφή –αγκαλιά στα μαύρα– παραδομένες σ' ένα άηχο κλάμα. Ο πατέρας μόνος –η Φωτογραφία δεν τόλμησε να εμφανιστεί– στεκόταν παραδίπλα, με μια ακαθόριστη λύπη στο πρόσωπο, που δεν καταλάβαινες αν είχε προκληθεί από τον χαμό του παιδιού ή από το γεγονός της μελλοντικής αύξησης των υποχρεώσεων, τώρα που θα χρειαζόταν να συνοδεύει πιο συχνά τη μάνα όταν κανείς θα τους αναζητά. Έκτοτε κάποιοι –όχι πολλοί, είν' η αλήθεια– που προσπάθησαν να βρουν τη λέξη δεν τα κατάφεραν. Αλλά δεν έδωσαν και μεγάλη σημασία, αφού ήξεραν πως τα λεξικά είναι ζώντες οργανισμοί και ότι, κάθε τόσο, όπως εμφανίζεται μια λέξη, έτσι και εξαφανίζεται.
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση diigima@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.