Της Αδαμαντινής Καβαλιεράτου
Από πού του ‘ρθε τούτο πάλι; Η ίδια εικόνα από εκείνο το όνειρο που τόσο τον είχε βασανίσει κάποτε, να ‘ρχεται ύστερα από τόσο καιρό; Ξανά; Μόνο που τώρα, να, κάπως αλλιώτικη μοιάζει η αίσθησή του. Λες και την παρακολουθεί από απόσταση· σαν μια ταινία που περνάει μπροστά στα μάτια του: Στέκεται, λέει, στην είσοδο της πολυκατοικίας και ξεδιαλέγει το ταχυδρομείο του, όταν ξαφνικά… ανοίγει η πόρτα του διαμερίσματός της και εμφανίζεται στο πλατύσκαλο εκείνη. Εκείνη! Με ένα φόρεμα λευκό και διάφανο. Τόσο διάφανο που από μέσα να μπορεί να διακρίνει γυμνό το μικροσκοπικό της κορμί. Κι έπειτα, τον τραβάει λέει με δύναμη μέσα –μα που τη βρίσκει στα αλήθεια τόση δύναμη;– τον σπρώχνει πάνω στον καναπέ κι ύστερα κάθεται στα πόδια του και αρχίζει να κλαίει πεισματάρικα και με νάζι.
Και κάθε φορά που από τα αναφιλητά τραντάζεται ο κορμός της, να αισθάνεται το ελαφρώς φουσκωμένο της στήθος να τον ακουμπά πάνω στους ώμους ανεπαίσθητα· για μια μόνο στιγμή· κι ύστερα πάλι· και πάλι. Και κάθε φορά που τραντάζεται από τους αναστεναγμούς ο κορμός της, να μετακινείται και μια ιδέα η λεκάνη της προς τα πίσω, κι έτσι να μπορεί να νιώσει στο κάτω μέρος της κοιλιάς του, το ηβικό της οστό· για μια μόνο στιγμή· κι ύστερα πάλι· και πάλι· και πάλι. Ουφ! Είναι κι ο θόρυβος από το διπλανό διαμέρισμα, που καθόλου δεν τον βοηθά. Ένα τρεχαλητό πάνω στο παρκέ και έπειτα… γέλια. Τα δικά της γέλια. Γέλια δυνατά, ασυγκράτητα, σαν κάποιος να την γαργαλά. Μα πώς είναι δυνατόν! Πίστευε πως αυτό θα είχε τελειώσει τώρα πια. Θα έπρεπε να είχε τελειώσει. Εκείνος είχε κάνει τότε ό,τι μπορούσε για να το τελειώσει. Έχει περάσει από τότε πόσο; Ένας χρόνος; Ίσως και περισσότερο, δεν θυμάται. Από τη στιγμή εκείνη κι έπειτα είχε σταματήσει να μετρά. Ούτε τις μέρες υπολογίζει, ούτε τις ώρες, ούτε την εναλλαγή από το φως στο σκοτάδι αντιλαμβάνεται πια. Τι σημασία θα είχε άλλωστε; Αφού μέσα εδώ τη βγάζει, ήσυχα και χωρίς πολλά πολλά. Τριγυρίζει από δωμάτιο σε δωμάτιο και πού και πού μονάχα, όπως τώρα ας πούμε, του ‘ρχεται καμιά τέτοια εικόνα στο νου και αρχίζει να σκέφτεται πως θα έπρεπε να κάνει κάτι να ξεφύγει επιτέλους απ’ όλα αυτά. Όχι πως δεν θα μπορούσε να φύγει άμα ήθελε. Φυσικά και θα μπορούσε, ποιος τον κρατά; Αλλά να, χρειάζεται κι αυτός το χρόνο του. Άνθρωπος είναι, δεν είναι ζώο και μάλιστα άνθρωπος με το Α κεφαλαίο. Όλα κι όλα! Μύγα δεν είχε πειράξει τόσα χρόνια. Κι όσο για την οικογένειά του; Υπόδειγμα. Είχε να το λέει όλη η γειτονιά. Μην κοιτάς που ήρθαν έτσι τα πράγματα αργότερα. Εκείνη η ιστορία δηλαδή, στο τέλος, που του έφερε τα πάνω κάτω. Όχι ότι υπήρξε και καμία ιστορία βέβαια, μην υπερβάλλει. Αυτές οι σκέψεις -γιατί σκέψεις υπήρξαν- που είχαν οδηγήσει τότε σε εκείνη την κατάσταση. Κι ας μην το κατάλαβε κανείς. Και τώρα που το σκέφτεται, αυτός δεν ήταν ο λόγος που κανείς δεν υποψιάστηκε τίποτα; Ότι δηλαδή ποτέ δεν είχε δώσει δικαίωμα. Γιατί η αλήθεια είναι πως ενώ σε όλη του τη ζωή ήταν μετρημένος, ε, εκείνη την περίοδο λειτουργούσε σπασμωδικά. Τώρα που μπορεί επιτέλους να δει τα πράγματα ψυχρά, ας τα πει με το όνομά τους - τον είχε συνεπάρει το συναίσθημα. Είχε παίξει το ρόλο της και η συνέντευξη ενός νευροεπιστήμονα που είχε διαβάσει εκείνη την περίοδο. Έλεγε με λίγα λόγια πως όσα πίστευε, κι αυτός κι όλος ο κόσμος, για την ψυχή και την καρδιά και τα αισθήματα, ήταν όλα παραμύθια. Δεν υπάρχει τίποτα! Όλα πηγάζουν από τον εγκέφαλο, λέει, εκεί μέσα γίνεται η δουλειά και ο άνθρωπος μπορεί να ελέγξει τα πάντα. Σχεδόν τα πάντα, εντάξει, γιατί το μόνο που είναι ανεξέλεγκτο και ανεξήγητο, είναι η αγάπη, ο έρωτας και τα σχετικά. Δεν θυμάται βέβαια να τα πει επιστημονικά, κάτι με τις φερομόνες και τα πρωτόγονα ένστικτα, που τέλος πάντων είναι πάνω από τον έλεγχο του ανθρώπου. Και με λίγα λόγια, το ζουμί ήταν πως άμα σου κάτσει κι αγαπήσεις παράφορα, άστα! Όπως και να χε το πράγμα, κανείς δεν κατάλαβε τίποτα. Ούτε η ίδια δηλαδή κατάλαβε. Και τι να καταλάβαινε άλλωστε; Τι συνέβαινε μέσα στο μυαλό του; Δεν μπορούσε να ξέρει τι του έκανε. Αν και ήταν σίγουρος βέβαια πως με τον τρόπο της συμμετείχε, δεν τα έκανε πια και όλα μόνος του. Του έδινε μέρα με τη μέρα, φορά τη φορά και άλλη μια αφορμή, άλλον ένα λόγο, να τη σκέφτεται, να την ονειρεύεται. Κι ας μην το συνειδητοποιούσε. Ίσως να έπαιζε μαζί του ή να χαιρόταν την προσοχή του, πού να ξέρει. Μπορεί να ήταν απλώς και μόνο ο τρόπος της, ένας τρόπος για να υπάρχει. Μα κι εκείνος τι να έκανε δηλαδή; Κόντευε να τρελαθεί! Προσπάθησε, δεν είναι ότι δεν προσπάθησε. Στην αρχή την απέφευγε. Τη συναντούσε στο διάδρομο της πολυκατοικίας, έξω στη γειτονιά και την προσπερνούσε. Ύστερα άρχισε να της κάνει παρατηρήσεις. Για το θόρυβο που έκανε τα μεσημέρια, για τις φωνές όταν έπαιζε στον ακάλυπτο. Λίγο καιρό μετά όμως άρχισαν κι εκείνα τα όνειρα. Ξυπνούσε με το κεφάλι του τούμπανο και τη ψυχή του -που λέει ο λόγος δηλαδή ψυχή- βαριά. Ώσπου μια μέρα, ε, δεν άντεξε άλλο και την πήρε από πίσω. Δεν ήταν η πρώτη φορά βέβαια. Κι άλλες φορές την είχε ακολουθήσει στην ταράτσα και την παρακολουθούσε έτσι όπως έτρεχε και χόρευε ανάμεσα στις απλωμένες μπουγάδες. Όμως εκείνη τη μέρα, ε, φαίνεται πως τα πρωτόγονα ένστικτα τον ξεπέρασαν. Άρχισε λοιπόν να την πλησιάζει. Και την πλησίαζε, την πλησίαζε και όσο πιο κοντά της έφτανε έλεγε στον εαυτό του, πως ίσως να μην μπορεί να κάνει κι αλλιώς βρε αδερφέ! Ίσως να ήταν εκείνη η περιβόητη αγάπη που τον οδηγούσε και ίσως να μην είχε τη δυνατότητα, όσο και να ήθελε τέλος πάντων, να ελέγξει τον εαυτό του. Και την είχε πια τόσο πλησιάσει που σκέφτηκε, ορίστε, να τη επιτέλους η ευκαιρία, μια κίνηση μόνο και την αρπάζει και την χώνει στο πλυσταριό χωρίς να προλάβει να βγάλει κιχ. Μα μόλις έκανε να την αγγίξει, να σου και βλέπει μια σύσπαση στο πρόσωπό της, ένα ξάφνιασμα, τον ίδιο τον φόβο είδε δηλαδή ζωγραφισμένο στα μάτια της και τρόμαξε κι εκείνος. Με τον ίδιο του τον εαυτό τρόμαξε και πάγωσε μέχρι τα βάθη της ψυχής του –ποιας ψυχής δηλαδή, που λέει ο λόγος- και σκέφτεται πως, μπα, δεν μπορεί! Όχι, δεν μοιάζει να είναι αυτό το πράγμα αγάπη, κι αφού δεν ήταν αγάπη, τότε, ίσως και να μπορούσε να το ελέγξει, δυο βήματα μόνο να έκανε ακόμη, μια κίνηση κι όλα θα τέλειωναν. Και αφού την έκανε την κίνηση, από τη στιγμή εκείνη δηλαδή και μετά, ε, πια σιγουρεύτηκε πως εκείνος ο επιστήμονας δεν είχε καθόλου δίκιο. Όχι για την αγάπη. Αγάπη αυτό δεν ήταν, πάει και τελείωσε. Αλλά για το άλλο, για το ότι όλα ξεκινούν από τον εγκέφαλο και τους νευρώνες και τα λοιπά, εκεί, σαν κάτι να μην του πολυκολλάει. Γιατί, μετά από το άλμα που είχε κάνει στο κενό, τι άλλο θα μπορούσε να υπάρχει, και πού και πού να βλέπει, να ακούει ή να μπορεί μέχρι και να ανασύρει εικόνες από παλιά όνειρα, σαν ετούτη· τι στο καλό θα μπορούσε να έχει παραμείνει από εκείνον, αν όχι η ίδια του η ψυχή;
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση diigima@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.