Της Δήμητρας Λουκά
Σαν έμαθαμ’ ότι θα ερχούνταν η μάνα να μας δει, έπιασαμ’ να παστρέψουμε το σπίτι, δυο δωμάτια όλο όλο με χώμα καταή και πορτοπαράθυρα από σαπισμένη σανίδα που άμα τη βάραγε η βροχή, νότιζε ως την καρδιά και έκαμε τα τσαούλια μας να τρέμουν.
Τέτοια σπίτια μας είχε δώκει το κράτος σ’ όλους τους πρόσφυγες στη Σαμψούντα. Ούτε το απλάδι που ‘χε υφάνει η νύφη μ’ στον αργαλειό για να σκεπάζομαστ’ εμείς τα μικρά, δεν μπόρεγε να μας ζεστάνει τη νύχτα. Ευτυχώς, η μάνα ήρθε Απρίλη μήνα, λίγο πριν τη Λαμπρή, πού θα την έβαναμ’ αλλιώς… Εκείνη ήταν καλομαθημένη, είχε πάρει άντρα σταφιδέμπορο απ’ την Πάτρα, γιατί ήταν νέα και όμορφη, γύρευε σε τι παλάτια θα ‘μενε. Είχα να τη δω δέκα χρόνια, από τότες που την έχασαμ’ στο δρόμο για την Καισάρεια και όσο να πεις την ντρεπόμουνα. Δεν ήθελα να μας δει έτσι, αλλά είπα μέσα μ’ μάνα την έχουμε, θα καταλάβει και θα μας πονέσει. Για να ‘ρθει να μας βρει μετά από τόσα χρόνια, θα μας έχει την έγνοια. Αλλά και πάλι κάτι μ’ έτρωγε κι όλο χάλευα απ’ τις γειτόνισσες τίποτε πράματα καλύτερα απ΄ τα δικά μας, γιατί δεν ήθελα να μας λυπηθεί. Η θεια Βασίλω μου ‘δωκε ένα χράμι πράσινο με κόκκινα πουλιά, την ομορφιά του να ‘βλεπες μοναχά! Το ‘στρωσα στην κουζίνα, πήρα και έξι φλυτζάνια χρυσά με σκέδια απ’ τη Δημήτρω του Αντώνη, τα ‘χε φέρει από πέρα, ήταν τα μόνα που γλίτωσε απ’ την προίκα της, και καρτέρεγα να ‘ρθει η αυριανή να δω τη μάνα. Κατά το μεσημέρι σέλωσε ο Χρήστος τη φοράδα να πάει στο σταθμό να την πάρει. Ήταν καλός άνθρωπος ο Χρήστος, εκειός μας προστάτεψε, εμένα και τον Θύμιο όταν την έχασαμ’, κι ας τον είχαμε αλλάδερφο απ’ άλλη μάνα. Εγώ δεν κρατιούμουνα. Είχα νιφτεί κι είχα σιαστεί απ’ το πρωί, είχα βάλει κι ένα τσίτινο φόρεμα, το καλύτερο που είχα και δεν κουνήθηκα απ΄ την πόρτα όσο που να τη δω να ‘ρχεται. Σαν φάνηκε καβάλα στη φοράδα μου κόπηκε η λαλιά, η ομορφιά της καλύτερη κι απ’ το φεγγάρι τ’ Αυγούστου. Είχε κρεμασμένη στο χέρι θυμάμαι και μια ομπρέλα με νταντέλα για τον ήλιο, αλλά δεν την είχε ανοίξει γιατί ήταν απόγεμα όταν έφτασε. Εμείς δεν κουνήθηκαμ’, περίμεναμ’ να μας ζυγώσει εκείνη πρώτη. Στην αρχή μας κοίταξε σαν χαμένη, εσείς μεγάλωσατ’ μας είπε και μετά από τούτο τίποτα. Μπήκε μέσα, παράγγειλε στο Χρήστο να ξεφορτώσει τ’ άλογο και έπιασε να μας μοιράζει τα καλούδια που ‘χε φέρει. Ετούτο είναι για σένα Λένη, μου ‘πε, και βγάζει απ’ την τσάντα ένα φουστάνι που μήτε στον ύπνο μ’ δεν είχα ματαδεί, άσπρο σαν το χιόνι με φραμπαλάδες στα μανίκια και κεντητό ποδόγυρο. Μου λύθηκε τότες ο κόμπος που ‘χα μέσα μ’ και χίμηξα να την αγκαλιάσω, αλλά εκείνη με κράτησε απ’ τα μπράτσα και μού ‘πε να πάω μέσα να το φορέσω για να με ιδεί και να με καμαρώσει έτσι που ‘χα γένει ολόκληρη γυναίκα. Με τούτο το φουστάνι πήγα στην εκκλησιά, ένα χρόνο μετά που μ’ έδωκαν του Δημοσθένη, πού να βρεθεί νυφικό τότες… Στην εκκλησιά κράτησα με καμάρι και τη λαμπάδα που μού ‘φερε για την Πασχαλιά, άσπρη με κίτρινα λουλούδια και μια κορδέλα κόκκινη που λαμποκόπαγε, μου την έφερε η μάνα μ’, έλεγα με καμάρι σε όλες τις κοπέλες που με κοίταγαν με τη λύσσα στο μάτι.
Όσο που να νυχτώσει πέρασε απ’ το σπίτι όλη η Σαμψούντα, ήμασταν βλέπεις οι περισσότεροι γνωστοί απ’ την πατρίδα και την ήξεραν τη μάνα. Δεν πίστευαν στην καλή της την τύχη και ήθελαν να τη δουν από κοντά και να τη ρωτήσουν. Σαν έφευγαν, έβγαζε και τους έδινε από ένα σακουλάκι σταφίδες και ‘κείνοι της φύλαγαν το χέρι, είχαν να βάλουν στο στόμα τέτοιο πράμα πάνω από δέκα χρόνια. Εμάς μας είχε φέρει ολόκληρο σακί, με αυτό πέρασαμ’ το χειμώνα του ’32, έπαιρναμ’ από έναν ‘πλόχερο κάθε πρωί που κινάγαμε για το χωράφι και έμεναμ’ χορτάτοι ως το μεσημέρι, τέτοια ήταν η γλύκα της και η δύναμή της!
Σαν κοιμήθηκαν όλοι, έτσι όπως ήταν καθισμένη στην καρέκλα με τα χέρια στα γόνατα, μου ‘πε να πάω να κάτσω σιμά της.
Σαν έφυγαν οι μουσαφιραίοι άπλωσα τα στρωσίδια καταή για ύπνο, όπως κάθε βράδυ, γιατί στ’ άλλο το δωμάτιο κοιμούνταν ο Χρήστος με τη γυναίκα τ’ και τα παιδιά. Ο Θύμιος μού ‘κανε νόημα να του στρώσω ψηλά στην κασέλα, ντρέπονταν και δεν ήθελε να κοιμηθεί μαζί της. Το λίγο που ‘μεινε, ο Θύμιος δεν την έκανε για μάνα, ούτε εκείνη για παιδί, δεν τον ένοιαξε που ήρθε να μας δει. Σαν κοιμήθηκαν όλοι, έτσι όπως ήταν καθισμένη στην καρέκλα με τα χέρια στα γόνατα, μου ‘πε να πάω να κάτσω σιμά της. Με ρώτησε για την αδερφή μας τη Γιαννούλα, δεν ήξερε πώς χάθηκε. Εγώ ήθελα να την κάμω να κλάψει και της είπα με το νι και με το σίγμα πώς έγινε το πράμα. Ότι ήμασταν από τους τελευταίους που έφτασαμ’ στη Μερσίνη να πάρουμε το καράβι, ο κόσμος μιλιούνια και δεν βρήκαμ’ απάγκιο να κάτσουμε. Σκεπάσματα δεν είχαμε κι όλο ζυγώναμε στο φουγάρο για να ζεσταθούμε, αλλά και εκεί οι θέσεις ήταν λιγοστές και μας έκαναν πέρα. Η Γιαννούλα έκλαιγε όλη τη νύχτα και σε δυο τρεις μέρες άρχισε να βήχει. Μια πάνινη κούκλα που κράταγε την είχε γεμίσει μύξες και φλέματα όλο αίμα. Λίγο ψωμί και νερό που της έδιναμ’ στην αρχή σώθηκε και εκειό. Το στόμα της πήρε να ξεραίνεται και ο βήχας την έπνιγε ολοένα, όσο που μελάνιασε όλη και πέθανε. Την πήραν τότες, την έβαλαν σε ένα σακί και την πέταξαν στη θάλασσα τη μαύρη. Αυτά της είπα και ‘κείνη κοίταγε τον τοίχο και δεν έβγαζε κουβέντα καμιά. Μετά έβαλε τα χέρια μ’ μέσα στα δικά της που ‘ταν μαλακά σαν το βαμπάκι, τα κράτησε λίγο και με ρώτησε γιατί τα ‘χα σκισμένα τόπους τόπους και τα κόμπια πρησμένα. Δεν ήξερε ότι μ’ είχαν στείλει παραδουλεύτρα στο σπίτι του Τσαούση του γιατρού. Πέντε χρόνια έκατσα ‘κει, σφουγγάριζα, έπλενα, έκανα όλες τις δουλειές, εκεί έμαθα να μαγειρεύω και φαί καλό. Θα σου φτιάξω αύριο μάνα μπαζλαμά, δεν ξέρεις τι ωραίο που τον κάνω, άρεζε πολύ και στην κυρά μ’, της είπα. Θα πάρεις καλό άντρα Λένη τέτοια νοικοκυρά που γίνηκες, μου ‘πε εκείνη, μόνο να πεις του Χρήστου, στο γιατρό να μη σε ξαναστείλει και κακοπεράσεις. Τρία βράδια κοιμήθηκα με τη μάνα, μαζεύουμαν στην άλλη άκρη από ντροπή όσο που να την πάρει ο ύπνος, αλλά σαν την άκουγα που βαριανάσαινε, άπλωνα τα ποδάρια, της ακούμπαγα το νυχτικό με τα δάχτυλά μ’ τα παγωμένα, έβανα και το εικόνισμα της Παναγιάς που είχα δίπλα μ’ κάτου απ’ την αμασχάλη για να προσευχηθώ να μη μου φύγει και μ’ έπαιρνε ένας ύπνος γλυκός χωρίς όνειρο κανένα.
Τη μέρα που έφυγε στάθηκαμ’ με τον Θύμιο δίπλα δίπλα με το κεφάλι σκυφτό, εκείνη μας χάιδεψε τα μαλλιά και είπε ότι θα νάρθει πάλι. Δεν την ξανάδαμε ποτές. Στο χρόνο απάνου παντρεύτηκα, αλλά ο πόνος της δεν μ’ άφηνε να ησυχάσω. Όταν έχασα και την Αγγελική μ’, δύο χρονών από πνευμονία, είπα πάει, η καρδιά μ’ δεν θα ‘χει από δω και πέρα χορτασμό. Αλλά ο Θεός τα γράφει αλλιώς. Έκανα δύο παιδιά ακόμα, το Νικόλα και τη Φωτεινή και σαν πέρασαν καμιά δεκαριά χρόνια, τόσα ακριβώς όσα είχε να μας δει και εμάς η μάνα, δεν ξαναπήγα στο νεκροταφείο ν’ ανάψω ούτε ένα κερί στην Αγγελική, μόνο όταν γιόρταζε η εκκλησιά, τη θυμούμουν. Τότες κατάλαβα που ο άνθρωπος όταν αλέθεται με τον πόνο, θέλει δε θέλει, λησμονάει τους πεθαμένους, λησμονάει και τους ζωντανούς, γιατί όταν έχει χρόνια πολλά να τους δει και εκείνοι πεθαμένοι λογαριάζονται μέσα του. Έτσι τη συχώρεσα τη μάνα μ’ και με τη συχώρεση τη δική της γίνηκε το κλάμα μ’ τραγούδι και πορεύτηκα στη ζωή αχόλευτη ως τα σήμερα.
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση diigima@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.