Του Κωνσταντίνου Καπετανάκη
Η ίδια αόριστη αίσθηση, σαν κάτι να έχει ξεχάσει. Κάθεται στο πάτωμα, με την πλάτη στο κρεβάτι και κοιτάζει τα σχέδια του τρυπημένου από τσιγάρα χαλιού: πολύχρωμα φίδια σμίγουν και δαγκώνουν το ένα το άλλο, ορθάνοιχτα μάτια ξεπροβάλλουν ανάμεσα από φυλλώματα και σκελετωμένα κλαδιά δέντρων, επιβλέποντας τα ερπετά που παλεύουν με ανοιχτό το στόμα∙ πορφυρή πλέξη, αίμα. Ο ήλιος μπαίνει από την μπαλκονόπορτα και φωτίζει σαν προβολέας, πρώτα τα γυμνά του πόδια κι ύστερα διάσπαρτα γύρω τους κομμάτια από σπασμένο γυαλί. Μόλις και διακρίνει την θάλασσα, ανάμεσα από τα κάγκελα της βεράντας. Ξημερώνει και αναρωτιέται πού είναι∙ δεν έχει καμία βεβαιότητα όταν ταξιδεύει.
Ερωτήσεις προσανατολισμού. Ναι, ήρθε στην Κωνσταντινούπολη χθες βράδυ. Ήταν κουρασμένος κι έπεσε για ύπνο. Όχι, δεν μίλησε με κανέναν, μόνο στη ρεσεψιόν όταν ζήτησε δωμάτιο. Και μετά, το χτύπημα μέσα στον ύπνο του, ο φόβος, κι άλλα χτυπήματα, μια βουβή χορογραφία τρόμου. Έχει μια μεταλλική γεύση στο στόμα και με τη γλώσσα ακουμπάει τα μπροστινά του δόντια – λείπει ένα. Κοιτάζει γύρω του αλλά δεν το βλέπει. Η μπλούζα του έχει αίμα στο ύψος της κοιλιάς και την ψηλαφίζει, δεν έχει όμως χτυπήσει.
Δεν είναι βέβαιος τι έχει ξεχάσει. Προτιμάει να μην το βρίσκει και να συνεχίζει να ταξιδεύει, να ψάχνει, σαν να μην προσγειώνεται ποτέ, κάνοντας κύκλους πάνω από τον κόσμο κι ανακαλύπτοντας κάποιο νόημα σε όσα κεντρίζουν το βλέμμα του με τον μόνο τρόπο που γνωρίζει: αιχμαλωτίζοντας καταστάσεις στον φακό της μηχανής. Κοιτάζει απότομα αριστερά. Η τσάντα με τις φωτογραφικές του μηχανές είναι πάνω στο τραπέζι, δίπλα στο κρεβάτι.
Κάνει να σηκωθεί αλλά σταματάει μόλις αντιλαμβάνεται ότι κρατάει τσαλακωμένη την φωτογραφία. Κοιτάζει την μπάλα από γυαλιστερό χαρτί και μένει στη θέση του. Τόσο σημαντική είναι λοιπόν, αναρωτιέται. Την απλώνει μπροστά του, ένα κυματοειδές τετράγωνο, ισιώνοντάς την, όσο μπορεί, ανάμεσα στα πόδια του, πάνω στο χαλί, κάτω από δύο ματωμένους βόες που σφιχταγκαλιάζονται – ή πεθαίνουν, σκέφτηκε. Λίγο παραπέρα βλέπει το δόντι του, ανάμεσα σε δύο χρυσά μάτια. Απλώνει το χέρι και το πιάνει. Κάποιος, στο Κονακρί πρέπει να ήταν, του είχε κάποτε μιλήσει για ένα ξόρκι. Ό,τι είναι μέσα σου δεν μπορεί πια να σε δαγκώσει. Αν και υποψιάζεται ότι είναι κάπως αργά για κάτι τέτοιο, ανοίγει το στόμα, αφήνει το δόντι στη γλώσσα και το καταπίνει.
Κοιτάζει την ασπρόμαυρη φωτογραφία. Δύο άντρες κάθονται σε έναν πεσμένο κορμό δέντρου μπροστά από μία πλίνθινη παράγκα. Ο ένας, ηλικιωμένος, φοράει τραγιάσκα και στρατιωτικό αμπέχωνο με ξεφτισμένες επωμίδες. Ο δεύτερος, πολύ νεότερος, με μαύρο κοστούμι και γραβάτα, στηρίζει το κεφάλι πάνω στα χέρια κι από τα χείλη του κρέμεται ένα μικρό πούρο. Χαμογελάει βαριεστημένα κοιτώντας εκεί όπου ο άλλος δείχνει με ύφος σοβαρό και το δάχτυλο προτεταμένο, άνθρωπος συνηθισμένος στο να δίνει διαταγές: ένα φωτεινό κομμάτι γης. Το χώμα είναι σκούρο, γεμάτο μικροσκοπικούς λόφους από λασπωμένες πέτρες και ο ήλιος πέφτει μπροστά τους, σχηματίζοντας ένα πλαίσιο, σαν πλάκα ασημιού, η οποία θαρρείς αντανακλά τη λάμψη της στα γκρίζα πρόσωπά τους. Ένα παιχνίδι φωτός, μία τυχαία παρατήρηση, ασύμβατη με όσα μοιάζουν να λένε, όσα τους είχαν οδηγήσει εκεί. Ένα κλικ.
Ημερολόγιό του είναι μόνο όσα καταγράφει το σκοτεινό κουτί. Δεν θυμάται ό,τι έχει μείνει εκτός, μαθαίνει να μην αγγίζει ο ίδιος τίποτα.
Έντεκα ώρες περίμενε, γονατιστός μέσα σε έναν θάμνο, χωρίς νερό ή άλλη τροφή, με τη βροχή να τον τρυπάει όλη νύχτα, τη μηχανή στο χέρι, τον φακό ανοιχτό, το δάχτυλο πάνω στο κουμπί, αγκυλωμένο. Θα βγουν, του είχε πει ο Πένια στο χωριό. Δεν θέλουν να μιλάνε πολύ μέσα στο σπίτι, ο στρατηγός φοβάται τα μικρόφωνα όταν έρχεται ο άλλος. Ο μικρός Πένια, ο χλωμός, ξυπόλητος Πένια είχε, λέει, την καλύτερη πληροφορία σε όλο το Μεξικό, κύριε, πιστέψτε με, ξέρω πού κρύβεται, κανείς δεν θα το μάθει, λίγα πέσος μόνο -δέκα και μετά άλλα δέκα, σηκώνοντας δύο φορές τα βρώμικα χέρια του με απλωμένα τα δάχτυλα- θα βγει πολύ ωραία φωτογραφία, πρώτη σελίδα για σας. Ναι, σπουδαία είδηση, χωρίς άλλη ανάμιξη δική του, μόνη της. Το στόμα του στεγνό και το μάτι της κάμερας στραμμένο προς την παράγκα, το αυτοκίνητο με τις διπλωματικές πινακίδες, τη σκιά που μπήκε μέσα σαν ιδιοκτήτης, κι αργότερα, όταν πια ξημέρωσε κι η βροχή σταμάτησε, τους δύο αταίριαστους άντρες να κοιτάνε το φως του ήλιου που βούλιαζε στις βρεγμένες πέτρες. Τι αποτυπώνεται από όλα αυτά; Τι καλό θα προσέφερε αυτή η εικόνα; Μια βιαστική και ημιτελής σκέψη την οποία διακόπτει αμέσως. Είχε πάψει εδώ και χρόνια να κάνει τέτοιες ερωτήσεις. Δεν υπήρχε καλό ή κακό, μόνο ενδιαφέρον ή όχι. Πάτησε το κουμπί μόνο μια φορά. Το δάχτυλο υπάκουσε και παρά τον ουσιαστικά ανύπαρκτο ήχο του κλείστρου, οι δύο άντρες γύρισαν στιγμιαία προς το μέρος του θάμνου, πάνω από εκατό μέτρα μακριά, σηκώθηκαν ταυτόχρονα και επέστρεψαν στην καλύβα, ενώ εκείνος, σέρνοντας σχεδόν τα μουδιασμένα του πόδια μέχρι το χωριό, εξαφανίστηκε, ή τουλάχιστον έτσι είχε πιστέψει.
Πρέπει να φύγει. Θέλει να κοιμηθεί. Κλείνει τα μάτια. Ημερολόγιό του είναι μόνο όσα καταγράφει το σκοτεινό κουτί. Δεν θυμάται ό,τι έχει μείνει εκτός, μαθαίνει να μην αγγίζει ο ίδιος τίποτα. Απόσταση. Ανοίγει τα μάτια, ξέρει ότι σε λίγο θα έρθουν κι άλλοι, δεν έχει πολύ χρόνο. Ακούει ομιλίες από τον διάδρομο, σηκώνεται απότομα και ζαλίζεται. Παραπατάει και στηρίζεται στο τζάμι της μπαλκονόπορτας. Ο Βόσπορος γυαλίζει ενώ δύο ρυμουλκά χαράσσουν πάνω του αφρισμένες γραμμές που σε λίγο θα σβήσουν, σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Σε μία πολυθρόνα βλέπει το παντελόνι του κι ένα πουκάμισο και ντύνεται χωρίς ν' αφήσει τη φωτογραφία από το χέρι. Πεταμένα λίγο πιο πέρα είναι τα παπούτσια του. Τα φοράει όπως είναι όρθιος, χωρίς να βάλει κάλτσες. Στις πατούσες του έχουν μπει κομμάτια από γυαλί, ο φόβος όμως έχει σβήσει τον πόνο. Κοιτάζει μέσα στην τσάντα, βλέπει τα φιλμ, το διαβατήριο, τους φακέλους με τα αρνητικά και τις δύο μηχανές. Βάζει στην εσωτερική θήκη την τσαλακωμένη φωτογραφία. Άξιζε τον κόπο; Δεν είχες επιλογή, ξέχνα το. Τρέχα. Κοιτάζει γύρω του, κρεμάει την τσάντα στον ώμο και κατευθύνεται προς την πόρτα. Σταματάει, βγάζει το πουκάμισο και μετά την ματωμένη μπλούζα, την τοποθετεί στην ντουλάπα κάτω από κάτι κουβέρτες και ξαναβάζει το πουκάμισο. Η ψυχραιμία του τον παραξενεύει κάπως, λες και όλα αυτά τα είχε ήδη σκεφτεί, γνωρίζοντας ότι κάποτε θα έφτανε η συγκεκριμένη στιγμή. Οι ομιλίες σβήνουν, τα βήματα συνεχίζουν.
Πιάνει το πόμολο και μένει ακίνητος, χαζεύει το γδαρμένο χρυσωπό μέταλλο, τις αμυχές στο καρπό του. Τι έχει ξεχάσει; Η ίδια ερώτηση, όπου και να ταξιδεύει. Να κοιτάξει έξω από τον φακό, ν' αγκαλιάσει δύο μάτια, να τηλεφωνήσει κάπου πριν ξαπλώσει περιγράφοντας τι βλέπει από το παράθυρο, ν' αγοράσει ένα σουβενίρ για το σπίτι, να μείνει σ' ένα μέρος αρκετά για να μπορεί να το αποκαλεί σπίτι. Να μην φεύγει. Κουνάει το κεφάλι, όχι τώρα, ψιθυρίζει.
Κάτι δεν γίνεται με τον σωστό τρόπο.
Βγάζει τη μία μηχανή από την τσάντα, γυρίζει τρέχοντας και στέκεται μπροστά στο κρεβάτι. Αισθάνεται ναυτία, το στομάχι του σφίγγει. Καθώς το φως της αυγής σιγά-σιγά ανεβαίνει στα τσαλακωμένα σεντόνια, σκέφτεται πως αυτό που έκανε σήμερα δεν θα έχει ποτέ υπάρξει αν δεν εγκλωβίσει τον χρόνο μέσα στο κουτί. Ανάβει το φλας και μέσα από τον φακό εστιάζει στον άντρα που είναι ξαπλωμένος μπρούμυτα στο κρεβάτι, νεκρός, με ένα κομμάτι γυαλί καρφωμένο στην δεξιά πλευρά του λαιμού, απ' όπου ένα ρυάκι αίμα αναβλύζει και τρέχει πάνω στο μαξιλάρι. Τώρα η πράξη θα μεταμορφωθεί σε εικόνα, μία πληροφορία∙ αρκεί αυτό; Το κλείστρο ανοίγει, παγώνει τον χρόνο, ρουφάει το φως, το άκαμπτο σώμα, τα ματωμένα σεντόνια, κλείνει. Ο ήχος του μόλις που ακούγεται.
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση diigima@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.