Της Μαρίας Κουγιουμτζή
Η μαμά δεν δεχόταν με κανέναν τρόπο να κατέβει. Δεν γίνεται, έλεγε. Δεν πρέπει να υπάρχει. Θάψτε το με χώμα, ως επάνω. Ύστερα ρίξτε του τσιμέντο. Να μην υπάρχει είσοδος.
Ο μπαμπάς κατέβηκε και έτριψε τους τοίχους με την βούρτσα. Ύστερα τους στοκάρισε και τους πέρασε δυο χέρια ασβέστη. Φαίνονταν καθαροί. Σε λίγο καιρό οι λεκέδες έκαναν ξανά την εμφάνισή τους.
Ο μπαμπάς κατέβηκε πάλι τις σκάλες, στοκάρισε άλλες δυο φορές και πέρασε πάνω πλαστικό.
Οι λεκέδες δεν άργησαν να εμφανιστούν.
Ξερνάει συνέχεια, είπε η μαμά. χρειάζεται κάτι πιο δραστικό.
Αυτή τη φορά τσιμεντάρισε τους τοίχους και τους κάλυψε με λαδομπογιά.
Φάνηκαν να ησυχάζουν. Ακόμα κι η μαμά τόλμησε και κατέβηκε τις σκάλες αφού πρώτα έβαλε τον μπαμπά ν’ αλλάξει την λάμπα με μια πιο δυνατή. Άρχισε να μεταφέρει τα βάζα με τις μαρμελάδες, τους τενεκέδες με το λάδι, τα κιούπια με τις ελιές, τα παστά.
Κι ύστερα, ένα απόγευμα, η γιαγιά πάτησε τις φωνές. Όλα τα βάζα ήταν πεταμένα κάτω, σπασμένα, με τις μαρμελάδες χυμένες, να κολλούν, τα παστά να επιπλέουν στα λάδια σα σε νεκρή θάλασσα.
Και τότε η γιαγιά θυμήθηκε, ή αποφάσισε να θυμηθεί. Ήταν πολύ νέα, παιδί σχεδόν. Μπήκε στο επιταγμένο σπίτι τους. Δεν ήταν εκείνο που ήξερε.
Και τότε η γιαγιά θυμήθηκε, ή αποφάσισε να θυμηθεί. Ήταν πολύ νέα, παιδί σχεδόν. Μπήκε στο επιταγμένο σπίτι τους. Δεν ήταν εκείνο που ήξερε. Οι πλεχτές κουρτίνες είχαν αντικατασταθεί με χοντρά μάλλινα κουβερτόνια.
Τα φύλλα της σιφονιέρας έχασκαν, τα συρτάρια της γεμάτα φακέλους, οι καρέκλες άδειες και βρωμισμένες, ολόγυρα κιβώτια κλειστά και τρόφιμα πάνω στην τραπεζαρία, στο πάτωμα φλούδες από φρούτα και λαχανικά, κουτιά από άδειες κονσέρβες, και μια αλλόκοτη μυρωδιά που δεν μπορούσε να την εντοπίσει. Είχε κατέβει τις σκάλες προς το υπόγειο δρασκελώντας τον κοιμισμένο, από την μεσημεριάτικη ζέστη, φρουρό. Φυσικά η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Έβαλε το μάτι στην κλειδαρότρυπα και είδε τους αλυσοδεμένους άντρες, τις μισόγδυτες γυναίκες με τα φιμωμένα στόματα. Μέσα στο μισόφωτο οι άνθρωποι κάτω στο υπόγειο κινήθηκαν ανήσυχα. Είχαν σηκώσει το κεφάλι και κοίταζαν την κλειδαρότρυπα, σα να είχαν αισθανθεί το συμπονετικό βλέμμα που τους κοίταζε. Μετά τίποτα. Ο φρουρός είχε ξυπνήσει και την χτύπησε στο κεφάλι με τον υποκόπανο. Την έσυρε ζαλισμένη έξω απ’ το σπίτι.
Την άλλη νύχτα άκουγαν τα καμιόνια να πηγαινοέρχονται. Έφερναν καινούργιους; έπαιρναν τους παλιούς; Δεν ήξερε. Περνούσαν χέρια δεμένα, πρόσωπα άσπρα, άσπρα και ιδρωμένα σα να τα πασάλειψες με ασβέστη που δεν είχε στεγνώσει ακόμα. Μόνο εκείνος ο αξιωματικός που τους επέβλεπε, το πρόσωπό του ροδοκόκκινο μήλο, αλλά η γιαγιά διέκρινε τα μεγάλα μαύρα σκουλήκια να σαλεύουν ανάμεσα απ’ τα δόντια του.
Της μαμάς της ήρθε μια ιδέα. Να σκάψουμε είπε, μήπως έχουν κάποιους θαμμένους εδώ.
Της μαμάς της ήρθε μια ιδέα. Να σκάψουμε είπε, μήπως έχουν κάποιους θαμμένους εδώ.
Σωστά, είπε ο πατέρας, κι αρχίσαμε το σκάψιμο. Δεν χρειάστηκε να πάμε σε μεγάλο βάθος. Κόκαλα και κοκαλάκια, μικρά χεράκια και μεγάλα πόδια, πεντέξι στον αριθμό σώματα, ξεχώθηκαν. Ένα ρολογάκι με γραμμένες ευχές, μία βέρα με το όνομα Φιλίτσα–Γιώργης και κάτι σκουριασμένες αλυσίδες σε κοκάλινους καρπούς.
Τρεις μέρες χτυπούσε η καμπάνα. Κανένας δικός τους δεν φάνηκε. Ποιος ξέρει από πού τους είχαν μαζέψει, κι αν ζούσε κανένας συγγενής τους. Δεν μπορούσαμε να τους ξεχωρίσουμε. Τους θάψαμε όλους μαζί σε αφράτο χώμα, έξω στο φως. Ίσως κάποιες αχτίδες να το διαπερνούσαν και να χάιδευαν τα ανακατωμένα κόκαλα. Και οι πέντε είχαν ενωθεί, όπως πασκίζαμε και μείς οι ζωντανοί να ενωθούμε και δεν τα καταφέρναμε ποτέ.
Σκεφτόμουνα τις εμπόλεμες χώρες που έρχονταν όλο και πιο κοντά μας, η καταστροφή ήτανε στο κατώφλι μας, και τους ναυαγισμένους πρόσφυγες και μετανάστες που τους ρούφηξε η θάλασσα και δεν είχαν κανέναν να τους θάψει. Ούτε καν εμάς, τους μελλοντικούς νεκρούς.
H Μαρία Κουγιουμτζή είναι συγγραφέας. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει. Για το πρώτο της βιβλίο, Άγριο Βελούδο, τιμήθηκε με τα βραβεία διηγήματος του περιοδικού Διαβάζω και του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών. Το τελευταίο της βιβλίο, Κι αν δεν ξημερώσει; κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ
***
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση diigima@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.