Της Μέμης Κατσώνη
Δώδεκα ποτήρια σπασμένα. Όλες οι κούπες του καφέ θρύψαλα. Τα πιατάκια δεν τα πειράξανε. Η καινούργια μηχανή του καφέ λείπει. Τα μπρίκια τα πατήσανε κάτω, πίτα τα κάνανε. Τις καρέκλες τις κάψανε έξω στην αυλή, μην πάρει η φιάλη και τιναχτούνε. Τα σκυλιά δεν τα βρήκα ακόμα, δεν τα ‘χα δεμένα, φοβηθήκανε και πήρανε των οματιών τους, λέω. Το γατί καψαλισμένο στο σωρό το παραχώσανε, απ’ το κουδούνι το γνώρισα. Ναι, μύρισα φωτιά αξημέρωτα κι είπα να σηκωθώ να δω τι γίνεται. Δε φαίνεται το μαγαζί απ’ τα πέρα αλλά μ’ έτρωγε, σηκώθηκα και βγήκα κει που ξάνοιγε, είδα φωτιά και κατέβηκα. Ρώτησα γύρω, δεν είδανε τίποτα λέει, όνειρα βλέπανε. Ο Σταμάτης σαν κάτι ν’ άκουσε, είπε σάμπως είχαμε γλέντι όπως τα Σάββατα.
Λεφτά δεν αφήνω στο μαγαζί, κι οι πέτρες το ξέρουνε. Από γινάτι τη σπάσανε τη μηχανή, το συρτάρι το βρήκα στο πάτωμα, είχε κι ακαθαρσίες μέσα. Είπα να τις φυλάξω να τους βάλω να τις φάνε αλλά γιορτές έρχονται, να ‘ρθετε να πάρετε τι θέλετε, ν’ αρχίσω να καθαρίζω γιατί έχουμε και τον Πρόεδρο που θα μιλήσει την άλλη Κυριακή, έχουνε κλείσει το μαγαζί μετά για καφέδες. Να πάρω καινούργια εσπρέσο πρέπει, όλο τέτοια πίνουνε. Ψυγείο θα φέρω απ’ το σπίτι, φύλο και φτερό το κάνανε το Τζένεραλ και δε μου δίνουνε άλλα δάνεια, είμαι στα κόκκινα. Καλά, αυτό πες χαλάλι. Πολυκαιρισμένο ήτανε, απ’ τον πατέρα μου το ‘χα, έσταζε, το ‘λεγε κι η κοπέλα. Άσε, αυτή λείπει στην πατρίδα της, θα γυρίσει με τα Φώτα να δει τα χαΐρια μας, θα πω στους θειους της μην έχουνε κανέναν να βάλει ένα χεράκι τώρα να πετάξουμε τα σπασμένα, να βάλουμε και τη μάνικα που ζέχνει ο τόπος. Με το ταμείο δεν ξέρω τι να κάνω, θα μιλήσω στον Πρόεδρο που δε θα ‘χω να τους κόψω απόδειξη, θα καταλάβει, δε θα καταλάβει; Θα του πω και για κάνα ΕΣΠΑ, ξέρω γω; Μοντέρνος άνθρωπος είναι, διαβασμένος, είναι και κοντοχωριανός απ’ τη μεριά της μάνας του λέει, θα βοηθήσει, δε θα βοηθήσει;
Να ’ρθετε να δείτε χάλια, να βγάλετε και φωτογραφίες, μου το μαγαρίσανε, γράψανε και προστυχιές στον τοίχο για τα γλέντια τ’ αλβανέζικα. Δε γίνεται χωρίς δάνειο, δεν. Θέλει και βάψιμο όλο, θέλει κι άλλα. Λεφτά, πολλά λεφτά, και μήνυση θα κάνω κι αγωγή, άκου λέει! Αλλιώς το μαγαζί να το ξεχάσετε, ούτε φραπέ το καλοκαίρι και θα κατεβαίνετε στη χώρα για τσίπουρα. Και μου το λέγανε, μη βάζεις μουσικές, αν είναι βάλε Πάριο να μην αγριέψουνε τα γομάρια, όχι τις δικές τους, αλλά εγώ λέω εμένα ο παππούς μου στην Αστόρια τις δικές μας τις μουσικές ακούγανε, Έλληνες είχανε να τραγουδάνε στα μαγαζιά, όχι Αμερικάνους. Αλλά θα μου πεις το ίδιο είναι; Δεν είναι. Έτσι φαίνεται. Έλεγα κι εγώ να γλεντάνε οι άνθρωποι, όλη μέρα δουλειά, δουλειά, κάνανε και κάτι λογαριασμούς να, όταν μερακλώνανε. Όχι οι δικοί μας που είναι έξι μήνες βερεσέδια και με βάζουνε να τους χρεώνω τα μισά.
Μη σας νοιάζει, θα τους χορέψω λέμε, που βάλανε λόγια και στη Θεώνη και δεν ήθελε ν’ ακούσει για την κοπέλα, να πάρεις να σου δουλεύει ντόπια μου ‘λεγε, τις Αλβανέζες θα πληρώνουμε τώρα ν’ ανοίγουνε φούρνους στην πατρίδα τους;
Ασφαλισμένο το είχα απ’ τον καιρό του πατέρα μου, δυο χρόνια τώρα σταμάτησα, από τότε που γεννήθηκε ο μικρός και σφίξανε τα πράματα. Και μου ‘λεγε η Θεώνη αυτό βρήκες να κόψεις; Κι έλεγα κι εγώ χαμένα λεφτά, τόσα χρόνια ασφάλεια τι καζαντίσαμε; Δίκιο είχε η γυναίκα, αλλά πού θα πάει; θα τα πάρω απ’ τα γομάρια, θ’ αργήσω αλλά θα τα πάρω. Γι’ αυτό λέω, ελάτε για να τους κυνηγήσω, δικηγόρο έχω καλό, ξάδερφο απ’ τη μεριά της Θεώνης. Μη σας νοιάζει, θα τους χορέψω λέμε, που βάλανε λόγια και στη Θεώνη και δεν ήθελε ν’ ακούσει για την κοπέλα, να πάρεις να σου δουλεύει ντόπια μου ‘λεγε, τις Αλβανέζες θα πληρώνουμε τώρα ν’ ανοίγουνε φούρνους στην πατρίδα τους; Και τα μίνια της κακοκαθίσανε, θα γέμιζε το μαγαζί αν δεν τα φόραγε η κοπέλα; Και ναι ρε, να μην ξανοίξει κι εμένα το μάτι μου; Αυτά εδώ τα λέμε να γελάμε, τσιμουδιά στη Θεώνη, ε; Θα μιλήσω και στον Πρόεδρο που πήραν κεφάλι τα γομάρια στο χωριό και τρομάζουνε τον κόσμο που κυνηγάει το μεροκάματο. Ναι, ξένοι είναι, σάμπως έρχεται κανένας δικός μας όταν ζητάω;
Άντεστε πάμε τώρα που σας βρήκα μαζεμένους να βγάλουμε καμιά φωτογραφία να σας έχω και μαρτυρία στα δικαστήρια, τι δεν κάνει; Όχι, ε; Καλά, μάρτυρες θα βρω, έλεγα καλύτερα εσείς που τα ξέρετε αυτά, αλλά άσε, θα φωνάξω από γύρω. Δε θέλω να μπλέξω το σόι της κοπέλας, δεν ξέρω τι χαρτιά έχουνε, όχι ρε, δεν ζητάω χαρτιά για ένα ούζο με μεζέ. Έλα, φύγαμε να φωτογραφίσετε και φέρνω τη νταμιτζάνα απ’ το σπίτι, έλα να τελειώνω να βάλω μπροστά να καθαρίζω, θα μας πάρουνε τα Χριστούγεννα κι εγώ θα βάφω ακόμα. Να δω πώς θα το φέρω και στο μικρό που πάει το γατί του, πήρε τα βουνά θα του πω, θα του βρω καινούργιο για την Πρωτοχρονιά, αν ακούσετε κι εσείς τίποτα... πίνουμε ένα και λέω μετά να πάρω και το βανάκι ν’ ανέβω πιο πάνω να ψάξω...
Τ’ ειν’, τούτο, ρε σεις; Γιατί ‘ναι καμμένη η λαιμαριά του λύκου; Τι κάνατε ρε; Όχι το λύκο, ρε σεις, γιατί το ζωντανό; Πού ’ν τ’ άλλα τα σκυλιά;
Η Μέμη Κατσώνη είναι συγγραφέας. Από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη κυκλοφορεί η συλλογή διηγημάτων της Ο Λένιν στον Άγιο Αντώνιο.
***