
«Παπουτσόσυκο δεν είχα ξανακόψει ούτε ξαναφάει στη ζωή μου. Το πρωί που γύρισα στο πατρικό πήγα σαν το μοσχάρι να πιάσω ένα με γυμνά χέρια. Ευτυχώς με είδε η μάνα μου από την κουζίνα και με σταμάτησε. Τι κάνεις παιδάκι μου; Χωρίς γάντια; Θα πληγωθείς. Έγινες κι εσύ αμερικανάκι σαν τον πατέρα σου».
Του Γιώργου Μυλωνά
Κάθε ξημέρωμα που ανοίγω το κινητό και καταφέρνω να μην απαντήσω στις κλήσεις του με επιβραβεύω με ένα παπουτσόσυκο, λες και είμαι ο σκύλος του Παβλόφ. Φοράω τα κίτρινα πλαστικά γάντια, το καπέλο και το μακρυμάνικο πουκάμισο για να προφυλαχθώ από τα αγκάθια και πλησιάζω τις παπουτσοσυκιές, έτσι λέμε τις φραγκοσυκιές στο χωριό, που χωρίζουν σαν φράχτης την αυλή μας από τον κεντρικό. Πιάνω ένα χοντρό παπουτσόσυκο, το γυρίζω απαλά για να κοπεί και το πηγαίνω στη βρύση. Αφήνω το παγωμένο νερό να διώξει τα αγκάθια και να το δροσίσει και στη συνέχεια του κόβω τις άκρες με ένα μαχαίρι. Το χαράζω κάθετα στη μέση, το ξεφλουδίζω και το δαγκώνω. Είναι ζουμερό και γλυκό. Τα σπόρια του μου γαργαλάνε τη γλώσσα. Το σημερινό είναι το δέκατο.
Ήμουν αποφασισμένη να μην τα ξαναβρούμε αυτή τη φορά. Για να το σιγουρέψω παραιτήθηκα και από τη δουλειά. Κρίμα τις πέντε συνεντεύξεις που είχα δώσει για να προσληφθώ.
Τριανταμία Ιουλίου, εικοσιτέσσερις ώρες πριν κόψω το πρώτο παπουτσόσυκο, προσγειώθηκα στα Χανιά από Νέα Υόρκη μέσω Αθήνας. Ήμουν αποφασισμένη να μην τα ξαναβρούμε αυτή τη φορά. Για να το σιγουρέψω παραιτήθηκα και από τη δουλειά. Κρίμα τις πέντε συνεντεύξεις που είχα δώσει για να προσληφθώ. Ωστόσο, ήξερα πως ούτε το ταξίδι στα Πλεμενιανά ούτε η παραίτηση ήταν αρκετά. Αν ήθελα να αποκλείσω κάθε ενδεχόμενο επανασύνδεσης έπρεπε να μην σηκώσω ποτέ, μα ποτέ, ξανά το τηλέφωνο. Αν το σήκωνα, θα έβρισκε πάλι έναν τρόπο να με τουμπάρει. Για αυτό το είχα όλη μέρα κλειστό και το άνοιγα μόνο δυο λεπτά το ξημέρωμα μήπως είχε συμβεί κάτι.
Παπουτσόσυκο δεν είχα ξανακόψει ούτε ξαναφάει στη ζωή μου. Το πρωί που γύρισα στο πατρικό πήγα σαν το μοσχάρι να πιάσω ένα με γυμνά χέρια. Ευτυχώς με είδε η μάνα μου από την κουζίνα και με σταμάτησε. Τι κάνεις παιδάκι μου; Χωρίς γάντια; Θα πληγωθείς. Έγινες κι εσύ αμερικανάκι σαν τον πατέρα σου. Δεν τα πιάνουν έτσι. Τα αγκάθια τους είναι λεπτά σαν το χνούδι, σε καρφώνουν χωρίς να το καταλάβεις και μπορεί να περάσει καιρός πριν αρχίσεις να πονάς.
Τα βράδια καθόμαστε με την μάνα μου στην αυλή και μου διηγείται ιστορίες από το χωριό. Δεν με ρωτάει ούτε για τη δουλειά ούτε για τη ζωή μου στη Νέα Υόρκη. Τα έχει καταλάβει όλα από την πρώτη στιγμή.
Στις δύο εβδομάδες από μάρκετινγκ νταϊρέκτορ έχω γίνει κανονική αγρότισσα. Κόβω παπουτσόσυκα όχι μόνο για εμένα, αλλά και για τη μάνα μου και για τους γείτονες. Αφήνω και μερικά στην άκρη για να φτιάξω μαρμελάδα ή λικέρ. Την υπόλοιπη μέρα σκαλίζω τα χωράφια, κυνηγάω τις κότες, ανεβαίνω με τα πόδια στην Κάντανο για ψώνια. Τα βράδια καθόμαστε με την μάνα μου στην αυλή και μου διηγείται ιστορίες από το χωριό. Δεν με ρωτάει ούτε για τη δουλειά ούτε για τη ζωή μου στη Νέα Υόρκη. Τα έχει καταλάβει όλα από την πρώτη στιγμή.
Το εικοστό ξημέρωμα βρίσκω μόνο δέκα κλήσεις του στο κινητό – μέχρι τότε δεν είχαμε πέσει ποτέ κάτω από τις εκατό. Το κλείνω και πηγαίνω στις παπουτσοσυκιές. Βάζω τα γάντια και επαναλαμβάνω τη διαδικασία. Το εικοστό παπουτσόσυκο είναι αγίνωτο. Τις επόμενες μέρες οι κλήσεις του όλο και μειώνονται, μαζί τους και οι νόστιμοι καρποί. Δεν ξέρω αν έχασα την ικανότητά μου να τους ξεχωρίζω ή αν οι παπουτσοσυκιές έδωσαν ό,τι καλό είχαν να δώσουν. Πάντως, μέχρι να βγει ο Αύγουστος δεν ξανατρώω νόστιμο παπουτσόσυκο. Όσα δεν είναι αγίνωτα και στυφά είναι χαλασμένα.
Σταματάω να κόβω παπουτσόσυκα. Τα αντικαθιστώ με καφέ και τσιγάρο. Κάθομαι σε μια λευκή, πλαστική καρέκλα στην αυλή, καπνίζω και κοιτάζω τις παπουτσοσυκιές.
Το ξημέρωμα πριν κόψω το τριακοστό, ανοίγω το κινητό και δεν έχω ούτε μία κλήση. Το ίδιο συμβαίνει και πριν το τριακοστό πρώτο και το τριακοστό δεύτερο. Σταματάω να κόβω παπουτσόσυκα. Τα αντικαθιστώ με καφέ και τσιγάρο. Κάθομαι σε μια λευκή, πλαστική καρέκλα στην αυλή, καπνίζω και κοιτάζω τις παπουτσοσυκιές. Μοιάζουν με παραμορφωμένους κάκτους που για κλαδιά έχουν ρακέτες με καρφιά. Από πίσω τους δεν απλώνεται πια ο κεντρικός, αλλά μια αμερικανική έρημος.
Το ξημέρωμα που θα έκοβα το τριακοστό έβδομο και ενώ έχει ήδη περάσει μία εβδομάδα που δεν έχω βρει ούτε μία κλήση του στο κινητό, δεν κρατιέμαι και του τηλεφωνώ. Δεν απαντά. Παίρνω κοινούς φίλους και γνωστούς. Κανείς δεν έχει μιλήσει μαζί του. Κανείς δεν ξέρει αν του έχει συμβεί κάτι.
Την επομένη, σηκώνομαι χωρίς να τσεκάρω το κινητό και πηγαίνω κατευθείαν στους κάκτους. Χωρίς καπέλο, χωρίς γάντια, χωρίς μαχαίρι. Αρπάζω ένα παπουτσόσυκο με γυμνά χέρια, το στρίβω και το ξεριζώνω. Το χτυπάω σε μια πέτρα μέχρι να πληγιάσει, χώνω μέσα του τα νύχια μου, το ξεφλουδίζω, το δαγκώνω και το καταπίνω αμάσητο. Γυρνάω στο σπίτι, ανοίγω το κινητό και κλείνω ένα εισιτήριο για Νέα Υόρκη. Έτσι όπως κάθομαι στην αυλή απέναντι από την παπουτσοσυκιά, εκατοντάδες μικρά, αόρατα αγκάθια τρυπούν τα χέρια, τη γλώσσα και το πρόσωπό μου.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Γιώργος Μυλωνάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1984.
Σπούδασε Επικοινωνία και ΜΜΕ στο Καποδιστριακό και εργάζεται σε έντυπα και online μέσα ως δημοσιογράφος.
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική και εκφραστική επιμέλεια.