
«Είμαι δίπλα της, δεν αντιστέκεται. Είναι φιλική μαζί μου. Το βλέπω στα μάτια της, στις κινήσεις της. Την πλησιάζω περισσότερο, στέκεται ακίνητη, σχεδόν μου χαμογελάει. Μην κιοτέψεις, μην φύγεις, λέει μια φωνή μέσα μου. Της χαϊδεύω τα μαλλιά κι ένα ρίγος με διαπερνά απ’ την κορφή ως τα νύχια».
Της Άννας Τσόλκα
Πάλι εκεί στην ίδια θέση είναι. Τη βλέπω κάθε πρωί στο πάρκο να στέκεται δίπλα στους φοίνικες. Περνώ από μπροστά της και η καρδιά μου φτερουγίζει, τα πόδια τρέμουν κι ο νους κάνει συνειρμούς. Σήμερα με κοίταξε. Δυο ματάκια μελιά όλο γλύκα, κάτω από πυκνές βλεφαρίδες. Ο φόβος με κυρίευσε. Δείλιασα, δεν πήγα κοντά της. Βρήκα ως πρόσχημα ότι θ’ αργήσω στο γραφείο. Τα βάζω με τον εαυτό μου, τον βρίζω. «Έχασες την ευκαιρία σου» του φωνάζω. Το αναβάλλω γι’ άλλη μέρα. Όλο αναβολές και δικαιολογίες είμαι. Ίσως αύριο, σκέφτομαι και απομακρύνομαι τρέχοντας.
Δεν φεύγει απ’ τη σκέψη μου. Το μυαλό μου έχει κολλήσει σ’ εκείνη, στα μάτια της, στα πόδια της, στα καστανά μαλλιά της. Ακόμα και το βράδυ με συντροφεύει στα όνειρα. Πότε τη βλέπω χαρούμενη και πότε λυπημένη. Χθες όμως είδα ότι ήταν πριγκίπισσα και εγώ ο πρίγκιπάς της και τρέχαμε στους αμμόλοφους. Ξύπνησα με βεβαιότητα. Δεν παίρνει άλλη αναβολή.
Είμαι δίπλα της, δεν αντιστέκεται. Είναι φιλική μαζί μου. Το βλέπω στα μάτια της, στις κινήσεις της. Την πλησιάζω περισσότερο, στέκεται ακίνητη, σχεδόν μου χαμογελάει. Μην κιοτέψεις, μην φύγεις, λέει μια φωνή μέσα μου. Της χαϊδεύω τα μαλλιά κι ένα ρίγος με διαπερνά απ’ την κορφή ως τα νύχια. Συνεχίζω απαλά το χάιδεμα, στο σώμα, στα πόδια της, παντού. Της αρέσει, το νιώθω, είναι γαλήνια. Ξαφνικά, λυγίζει τα πόδια, γονατίζει. Χωρίς δεύτερη σκέψη, δίνω ένα σάλτο και βρίσκομαι στην πλάτη της. Με προσοχή, σχεδόν με ευλάβεια σηκώνεται, σαν να κουβαλά πολύτιμο φορτίο. Βρίσκομαι δυο μέτρα από τη γη και νομίζω ότι πετάω. Κουνιέμαι ρυθμικά στον νωχελικό βηματισμό της και η χαρά μου είναι απερίγραπτη. Μια αίσθηση ελευθερίας με κυριεύει. Αφήνομαι, χαλαρώνω χέρια και πόδια. Κάπως έτσι είναι ο παράδεισος, μονολογώ. Σκύβω να την αγγίξω, μα οι φωνές του καμηλιέρη μ’ επαναφέρουν. «Μην σκύβεις, κράτα γερά τα γκέμια, θα σκοτωθείς».
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Η Άννα Τσόλκα γεννήθηκε το 1961 στο Αγρίνιο, αλλά μεγάλωσε και ζει στην Αθήνα. Εργάστηκε στην Κοινωνική Ασφάλιση του δημόσιου τομέα. Ασχολείται με τη φωτογραφία έχοντας συμμετάσχει σε δύο ομαδικές εκθέσεις στην Αθήνα και μία στη Λέσβο. Γράφει θεατρικά, είναι μέλος της Θεατρικής ομάδας ενηλίκων του χώρου πολιτισμού «Νότιος – Χώρος Τέχνης & Δράσης» και συμμετέχει σε Εργαστήρι Δημιουργικής Γραφής. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά (π.χ. στις Ιστορίες Μπονζάι, στο Φρέαρ, στο Φράκταλ, κ.ά.).
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική και εκφραστική επιμέλεια.