«Από την Κόσκο, το λιμάνι και τις αποθήκες του λιμανιού έως το Μέγαρο Μουσικής περπάτησα δύο φορές· μάλιστα τη δεύτερη φορά, την ημέρα, έφτασα μέχρι τον ιστιοπλοϊκό όμιλο Καλαμαριάς!»
Του Θόδωρου Σούμα
Θεσπέσια και γλυκιά σ. Αγαύη, σου πρoτείνω να πιεις δυο ουίσκι, ή δυο κονιάκ, ή τρία ποτήρια κόκκινο κρασί πριν διαβάσεις το μέιλ μου, και να παραμείνεις ψύχραιμη και ήρεμη, γιατί όσα σου διηγούμαι έχουν συμβεί πραγματικά.
Η Θεσσαλονίκη, υπέροχη για βόλτες, περπατιέται ολόκληρη εύκολα κι ευχάριστα, πήγα από το ΑΠΘ ως την Άνω Πόλη, στην Ακρόπολη της Θεσσαλονίκης και στο Γεντή Κουλέ, κάποιοι κόπανοι στα πέριξ μου έδωσαν τρεις φορές λάθος οδηγίες και κατά συνέπεια ανεβοκατέβαινα, ψηλά, καταϊδρωμένος, ώστε ο ιδρώτας της πλάτης μού μούλιασε τον κώλο (η λέξη δεν σου αρέσει, γλυκό κορίτσι της Ελληνογαλλικής σχολής; Από τη Ελληνογαλλική προερχόταν η κοπέλα που με ξεπαρθένεψε, μεγάλον, στα είκοσι τρία μου, θα ξεπαρθενευτήκαμε άρα περίπου την ίδια εποχή, κι αυτό παράλληλα το κάναμε... Παρακάτω θα μιλήσω και για το δικό σου ξεπαρθένεμα, μην τρομάζεις όμως.)
Από την Κόσκο, το λιμάνι και τις αποθήκες του λιμανιού έως το Μέγαρο Μουσικής περπάτησα δύο φορές· μάλιστα τη δεύτερη φορά, την ημέρα, έφτασα μέχρι τον ιστιοπλοϊκό όμιλο Καλαμαριάς!
Την πρώτη φορά που περπάτησα στην παραλία κατά τη μία μετά τα μεσάνυχτα ήταν εντυπωσιακά και μαγευτικά, οι κίτρινες λάμπες φώτιζαν από ψηλά την πλατιά αποβάθρα. Προσπέρασα το Μακεδονία Παλλάς με τα φωτάκια του στα παράθυρά του. Συνέχισα την πορεία μου πιο μακριά, προσπερνώντας κάτι που έμοιαζε με πλατεία, μια εσπλανάδα ίσως, με ένα ψηλό άγαλμα, μες το κιτρινωπό φως. Στο πλάι όμως, άγριο, επίφοβο σκοτάδι και μουρμουρητά, κάτω από τα δεντράκια ακούγονταν φωνές μεταναστών σε άγνωστες γλώσσες, μερικών ξαπλωμένων και άλλων καθιστών με τις πλάτες στους κορμούς, ίσως έτοιμων να αποκοιμηθούν ή έτοιμων να ορμήξουν να σε κλέψουν, σιγά μη φοβηθώ· για να μην πω πως ευχόμουν να μου ριχτούν και να με καθαρίσουν, να με σουγιαδιάσουν βαθιά και θανάσιμα για να πάρουν τη χρεωστική κάρτα και τα λεφτά που, παραδόξως, είχα στο πορτοφόλι μου. Έτσι θα μπορούσα να αποφύγω να χαρακτηριστώ αυτόχειρας, για να μην ανοίξω τον θλιβερό, πικρό δρόμο της αυτοχειρίας στους δυο γιους μου, ως παρακαταθήκη κι ως διαθήκη.
Βλέποντας και πλησιάζοντας από πολύ πολύ μακριά ένα μεγάλο μαγαζί σε μωβ φώτα και με λαϊκούς τραγουδιστές, στο δεξί μου χέρι το νερό ήταν κάτω από τη σκιερή αποβάθρα, πηχτό, μαύρο, σαν να υπήρχε ένα μαύρο κενό, ένα άγριο σκοτεινό χάσμα, ένας γκρεμός προς τον Άδη, που σε καλούσε να πηδήξεις μέσα και να χαθείς, καλούσε ίσως εμένα που δεν ξέρω να κολυμπώ, γιατί ήμουν πληγωμένος· προηγουμένως, πριν δύο ώρες μου είχες στείλει, την ώρα που ήμουν στο σινεμά και έβλεπα ένα ασπρόμαυrο, μαγευτικό γιαπωνέζικο φιλμ μυθοπλασίας για μια ιδιαίτερη συγγραφέα, το sms στο κινητό που έλεγε "να μην επιχειρήσεις να μου τηλεφωνήσεις". Μήπως δεν ήθελες να σου τηλεφωνήσω μη τυχόν ήταν κοντά σου ο άντρας σου; Το παρεξήγησα δίνοντάς του τη χειρότερη ερμηνεία, πως απλά η φωνή μου και η παρουσία μου σε ενοχλούσαν... Την επομένη επιχείρησες να με καθησυχάσεις με νέο, σχετικό καταπραϋντικό sms, πως επιθυμούσες να διατηρήσεις ανέπαφο τον "ιδιωτικό χώρο" σου, μαύρη κι ανεπαρκέστατη παρηγόρια... Μήπως θα ήμουν καλύτερα, ασφαλέστερα και χωρίς οδύνη μέσα στο μαύρο νερό; Μες στο πηχτό χάος προς τον Άδη και την ανυπαρξία; Πλησίασα περισσότερο στην άκρη της αποβάθρας τραβώντας για το λαϊκό μαγαζί, αυτό φωτιζόταν μακριά, πολύ μακριά, με τα μενεξεδιά φωτάκια... Φοβήθηκα το κρύο, πνιγηρό, υδάτινο, μαύρο χάος, δεν ήθελε πολύ για να ρουφήξει κι εμένα και την οδύνη μου, μα φοβήθηκα, φοβήθηκα το κρύο νερό και τον φριχτό, επώδυνο πνιγμό και συνέχισα προς το λαϊκό κέντρο, μπορεί να άκουγα εκεί καμιά τραγουδιστή φωνή, καμιά νότα σκυλάδικου τραγουδιού με αρμόνιο, από αυτά που αγαπούσε ο μακαρίτης, γερο-σκηνοθέτης, φίλος μου Σταύρος... Πέφτοντας στο πηχτό σκοτάδι δεξιά δεν θα συναντούσα εκεί ούτε αυτόν ούτε κανέναν άλλο νεκρό φίλο...
Με τα πολλά, αργά αργά, με ιώβειο υπομονή, έφτασα στο απόκοσμο, φωτισμένο χρυσαφί κάστρο του Μεγάρου Μουσικής. Το περιτριγύρισα έκθαμβος. Και μετά πήρα τον δρόμο της επιστροφής, διασταυρώθηκα και με τρεις ανέμελες, νέες κοπέλες, φαίνονταν φοιτήτριες από τα ελεύθερα, μοντέρνα ντυσίματά τους, που μιλούσαν και γελούσαν, έτσι θα ήσουν και συ νέα στην παραλιακή, νύχτα, με τους πολλούς εραστές και τις φίλες σου.
Ανέβηκα δυο τρεις φορές σ' έναν κακοφωτισμένο πεζόδρομο πάνω από κάποιες ρωμαϊκές αρχαιότητες, κοντά στον Άγιο Δημήτριο· την πρώτη μου φορά εκεί, τη νύχτα, έπεσα σε κάτι ξενόγλωσσα μεταναστάκια, πρεζόνια που με στραβοκοίταγαν, πάλι καλά που δεν μου την έπεσαν, ενώ μάλιστα πάλι είχα περιέργως λεφτά, κάτι που μου συμβαίνει σπανίως. Είχα πάρει το ύφος του αγριεμένου τρελού ο οποίος μονολογεί μόνος του, που χρησιμοποιώ σ' αυτές τις περιπτώσεις για να φοβίζω τους επίφοβους. (Το είχα ξανακάνει όταν έπεσα κατά λάθος, σε δυτικό προάστιο της Αθήνας, σε μια περιοχή τσιγγάνων, όπως και δυο τρεις φορές νύχτα, άφραγκος ως συνήθως, στην περιοχή των μεταναστών, ανάμεσα σε Γ' Σεπτεμβρίου - Πειραιώς - Ιερά Οδό και λεωφ.Αθηνών - Κηφισού - Σεπόλια - Αγ.Νικόλαο - Κ.Πατήσια - πλ. Κολιάτσου. Οι Αθηναίοι που δεν θέλουν να ξέρουν τις περιοχές όπου ζουν οι μετανάστες, γνωρίζουν τόσο λίγο την Αθήνα, που όταν μιλώ γι' αυτές, αρκετοί δεν ξέρουν ούτε καν πού βρίσκονται και νομίζουν πως μιλώ για τα Εξάρχεια (σιγά τα ωά)...
Είδα στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου πέντε καλά φιλμ, ένα νοτιοκορεάτικο, ένα γιαπωνέζικο, ένα γερμανικοαυστριακό, ένα ανεξάρτητο αμερικάνικο κι ένα εκπληκτικό αργεντίνικο που το σκηνοθέτησε γυναίκα.
Οι μινιφορούσες, με τρελά ντεκολτέ ή με καυτά σορτσάκια φοιτήτριες της κινηματογραφικής Πανεπιστημιακής σχολής του ΑΠΘ, οι μικρομηκούδες και οι νεαρές ηθοποιοί είχαν πολύ κέφι, μπρίο, σκέρτσο και σεξαπίλ, γι' αυτό κάποια στιγμή αποφάσισα να κόψω το αντικαταθλιπτικό μου που μειώνει πολύ τη λίμπιντο κι εξοπλίστηκα με έναν δονητή που αγόρασα ως βοήθημα για την πράξη. Άνοιξα αρκετές κουβέντες με ορισμένες από αυτές, μα βέβαια δεν ήμουν ψυχολογικά έτοιμος για κάτι παραπάνω· γνώρισα και μια όμορφη, καστανή 55άρα, γαλλιδοσύρια που ζει στη Γαλλία με σύζυγο Γάλλο, διαθέσιμη, αλλά δεν ήμουν ψυχικά έτοιμος για τα περαιτέρω, χωρίς κίνητρο, χωρίς διάθεση, όρεξη κι εστίαση σ' αυτήν και στις άλλες ωραίες... Γιατί; Με έφαγε, με ροκάνιζε ο ακατανίκητος έρωτας και το άσβηστο ερωτικό πάθος, ο αβάσταχτος πόθος μου για σένα Αγαύη, εννιακόσια περίπου χιλιόμετρα μακριά... Αυτό που κατάφερα χωρίς το αντικαταθλιπτικό, ήταν την Κυριακή να σου μιλήσω στο τηλέφωνο και να φτιαχτώ.
Φαντασιωνόμουν εσένα στις καθορισμένες στάσεις / που εφάρμοζε στο κορμί σου / και σου μάθαινε / έκπληκτη / στο κρεβάτι / ο έμπειρος εραστής σου / στα 16 σου / από το πλάι / ιεραποστολική στάση / στα τέσσερα / καθισμένη πάνω στην ήβη του / στον φαλλό του / καουμπόισσα / ή να κάνεις στοματικό. (Για κάποιο λόγο το έχω συνδέσει με την εικόνα των τρυφερών χειλιών σου στην ημίγυμνη φωτογραφία σου, ξαπλωμένη μπρούμυτα, στην ακρογιαλιά με μπικίνι.) Για μένα η σκηνή της σεξουαλικής διδασκαλίας και μαθητείας σου ήταν η πιο αισθαντική, ρεαλιστική και ταυτόχρονα ελλειπτική περιγραφή ερωτικής σκηνής που έχεις φτιάξει ever, ερωτική περιγραφή υπαινικτική, μα που βάζει φωτιά στη φαντασία του αρσενικού που θα τύχει να τη διαβάσει...
Τη Δευτέρα πήγα στο καταπράσινο campus του ΑΠΘ όπου σπούδασες και έκανα πολλές βόλτες στη χλόη, σαν κι εσένα παλιότερα... Παγιδευμένος στις αισθησιακές εικόνες της φαντασίας μου / σκεπτόμενος εσένα ως πεολήπτρια / και τέλεια φοιτήτρια / πεταλουδίτσα από σύντροφο σε σύντροφο / και σε συναγωνιστή φοιτητή / από φαλλό σε φαλλό / μια μορφωμένη, ξύπνια κι ελεύθερη τσαπερδόνα.
Μετά ανέβηκα για πρώτη φορά στην Άνω Πόλη, ξεθεωμένος, εξουθενωμένος... Έτειλα στην Αγαύη ένα sms: Δεν είμαι ένας "φτιαγμένος" βαρώνος Μινχάουζεν – πορνογράφος. Μετά, στο ξενοδοχείο, αποφάσισα να ξαναπάρω αντικαταθλιπτικό για να μου πέσει, γιατί έτσι, μ'αυτή την υπερδιέγερση δεν μπορούσα να εργαστώ, δεν μπορούσα να συμμετέχω πουθενά ήρεμος, έβλεπα στα σινεμά το πρόσωπo και το κορμί σου γυμνά, σε διπλοτυπία, πάνω στις εικόνες των φωτογραφημένων γυναικών...
Κατόπιν μου τηλεφώνησε ο Θανάσης, που έχει πάει με 200 γυναίκες κατά τα λεγόμενά του (τις 160 τις έχει πληρώσει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, μπιζού, χρήματα, αυτοκίνητα κ.λ.π.)
–Τι κάνεις ρε μαλάκα, γάμησες καμία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου;
–Όχι, αν και έκοψα τα αντικαταθλιπτικά για να είμαι έτοιμος... Δεν αγαπώ τις ηθοποιούς είναι πολύ ναρκισσίστριες και εγωπαθείς, εγωίστριες...
–Έχεις γαμήσει ποτέ καμιά στο Φεστιβάλ κινηματογράφου, ρε μαλάκα; Όλες στα συνέδρια, στις ημερίδες και στα φεστιβάλ το δίνουν, μακριά από τους άντρες, τους συντρόφους και τις υποχρεώσεις τους, μαλάκα.
–Όχι...
–Τι κάνεις ρε μαλάκα μου με τόσες εύκολες καλλιτέχνιδες και ηθοποιούς τόσα χρόνια, μαλάκα... Δεν γάμησες καμία ρε μαλάκα;
–Μία, και μετά από έξη μήνες την παντρεύτηκα.
–Είσαι πολύ μαλάκας, ρε μαλάκα μου...
Κάποτε είχαμε, για τρεις μήνες, σχεδόν συμφωνήσει, αφού με φτιάχνεις μα δεν θέλεις να μου δοθείς – με προτιμούσες πενηνταπεντάρη όπως είχαμε συμφωνήσει – να σε φαντασιώνομαι και να σε ενημερώνω πότε πότε γι' αυτό, μα μετά από τρεις τέσσερις μήνες βαρέθηκες το παιχνιδάκι. Η σχέση μας πέρασε ένα φεγγάρι, μεγάλο φεγγάρι, που ήταν σχεδόν νοσηρή. Στο μεταξύ εγώ αισθανόμουν πως είχες απλώσει τα χέρια σου και είχες αδράξει την καρδιά, την ψυχή μου και τα γεννητικά όργανά μου και μετά από τέσσερις μήνες τα άφησες άξαφνα κι έπεσαν κάτω στο πάτωμα και έσπασαν όλα μαζί, σαν να ήταν πλέον παγωμένα και γυάλινα...
Ευτυχώς ανταλλάσσαμε μηνύματα στο κινητό... Σ' αγαπάω βαθιά, μέχρι τέλους... Μα ποιο θα είναι αυτό; Μου λες εύκολα, συχνά το "δεν" και το "όχι" και δεν είναι σωστό, ιδίως όταν ο άλλος σε προσεγγίζει με δεκτικότητα, ατέρμονη αγάπη κι αποδοχή.
Η θετική σχέση μας τελείωσε ουσιαστικά τα Χριστούγεννα όταν σου μίλησα για μια άλλη παντρεμένη φίλη, που πριν από χρόνια με είχε αποκρούσει γιατί με βρήκε πολύ σοβαρό και συναισθηματικό· γιατί έπαιρνα τον έρωτα στα σοβαρά και όχι σαν μια σειρά ανέμελων ηδονιστικών πηδημάτων με μόνο σαρκική έκρηξη. Θέλατε κι οι δυο να σώσετε τον γάμο σας... Όταν σου μετέφερα το σκεπτικό της άλλης παντρεμένης διανοούμενης, θύμωσες, ίσως επειδή έμοιαζε με το δικό σου, παρατηρούσες την ίδια επιπολαιότητα και υποκρισία σε θηλυκή έκδοση... Μου απάντησες νευριασμένη –ενώ μέχρι τότε ήμασταν φίλοι κανονικοί– πως δεν θέλεις να γίνεις η εξ απορρήτων μου και δεν θες να ξανακούσεις τι μου λένε οι άλλες γυναίκες. Παντρεμένες γυναίκες που προτιμούν και αγαπούν τους άντρες τους επειδή τις αφήνουν ελεύθερες να ξενοπηδιούνται και νιώθουν ευγνωμοσύνη προς τους συζύγους τους για αυτή την ελευθερία που τους δίνουν (αμάλγαμα ιδιοτέλειας και συζυγικής αγάπης, προνομιούχου βολέματος στην ελευθεριότητα, υποκρισίας και αμεριμνησίας).
Σου απάντησα έμμεσα πως με ταπείνωσες αρνούμενη και περιφρονώντας τη φιλία μου και τη διανοητική, φιλική επικοινωνία και συνεργασία μας. Θύμωσα, άσπλαχνη.
"Αν σου αρέσει να με ταπεινώνεις, μήπως θες να συναντιόμαστε σε τακτά διαστήματα για σαδομαζοχιστικά ραντεβού όπου θα με ταπεινώνεις μέσα σε συμφωνημένα όρια και θα εκτονωνόμαστε έτσι, χωρίς τη συναισθηματική και ψυχική φθορά μου;"
Εσύ θύμωσες ακόμη περισσότερο. "Για να σε απαλλάξω από τις "ταπεινώσεις" καλύτερα να διακόψουμε την επικοινωνία μας!" Ουσιαστικά όλα είχαν τελειώσει, δεν με ένιωθες πια ούτε σαν φίλο, ούτε ως διανοητικό συνεργάτη, ούτε ως φλερτ ή υποψήφιο μνηστήρα. Για σένα, σκληρόκαρδη, δεν ήμουν παρά ένα περιττό βάρος, ένα ενοχλητικό βαρίδι... Τότε έκανα το μεγάλο λάθος να σε ικετεύσω για τρεις μέρες να επανασυνδεθούμε και να συνεχίσουμε τη διανοητκή επικοινωνία μας, γιατί "δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς εσένα". Μα είχες ήδη απονεκρώσει τη φιλική και πνευματική σχέση μας, την είχες ουσιαστικά, δυστυχώς, τερματίσει... Εγώ πια έγινα και παρέμεινα οιονεί ζωντανός-νεκρός, σαν δαρμένος και μισοσκοτωμένος, περιφρονημένος σκύλος, μακριά σου...
Ο Θόδωρος Σούμας είναι συγγραφέας, κριτικός κινηματογράφου και αρθρογράφος. Το βιβλίο του Ο Βασίλης –ψευδώνυμο Γιάννης– στην αριστερά (1971-2008), ένα πεζογράφημα – βιωματική, προσωπική πολιτική μαρτυρία για τη δικτατορία και τη μεταπολίτευση, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίκεντρο, ενώ η τελευταία του συλλογή με διηγήματα, Παράλογοι συνήθεις πόθοι, από τις εκδόσεις Βακχικόν.